Νίκος Κ. Αλιβιζάτος: Αναθεώρηση: ξαφνική ωρίμανση ή τακτικός ελιγμός;


Διαψεύδοντας όσους ...

είχαν σπεύσει να προεξοφλήσουν την υπαναχώρησή του στο ζήτημα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε τελικά υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 32 του Συντάγματος. 
Έτσι, χάρη στις ψήφους και της Ν.Δ., η σχετική πρόταση συγκέντρωσε τον εντυπωσιακό αριθμό των 224 ψήφων. Τούτο σημαίνει ότι, στην επόμενη Βουλή, ο νικητής των εκλογών δεν θα χρειάζεται 180 ψήφους για να αποσυνδέσει την προεδρική εκλογή από τη διάλυση της Βουλής.
Πρόκειται για ένα πολύτιμο δώρο προς τη Ν.Δ., η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα είναι η νικήτρια των προσεχών εκλογών. Αν, μάλιστα, η τελευταία διαθέτει στην επόμενη Βουλή αυτοδύναμη πλειοψηφία, η κυβέρνηση που θα σχηματίσει θα έχει τετραετή προοπτική. 
Άλλο ένα αναπάντεχο δώρο του ΣΥΡΙΖΑ προς τον μεγάλο αντίπαλό του. Διότι θα πρόκειται για επιστροφή στην προ των μνημονίων εποχή των μονοκομματικών κυβερνήσεων, που άλλοτε κατάγγελλε. Και η επιστροφή αυτή στο «φαύλο» παρελθόν θα είναι «καθολική», εφόσον η Ν.Δ. καταφέρει να επαναφέρει το μπόνους –αν όχι των 50, 30 έστω βουλευτών– υπέρ του πρώτου κόμματος, με αλλαγή του εκλογικού νόμου του ΣΥΡΙΖΑ.
Πού να οφείλεται η απροσδόκητη αυτή αλλαγή πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ; Να πρόκειται για ξαφνική ωρίμανση περί τα συνταγματικά, ή για τακτικό ελιγμό, ο οποίος αποβλέπει σε άλλα οφέλη;
Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, ο κ. Τσίπρας είναι αποφασισμένος «να τα δώσει όλα» στις επόμενες εκλογές. Απέφυγε έτσι μια κίνηση που θα φανέρωνε ηττοπάθεια, αφού μια αλλαγή πλεύσης για το άρθρο 32, θα ισοδυναμούσε με έμμεση παραδοχή ότι η Ν.Δ. θα κερδίσει τις προσεχείς εκλογές. 
Αυτό, όπως πιστεύω, ήταν το νόημα της ακόλουθης αποστροφής της ομιλίας του κ. Τσίπρα προς τους βουλευτές του, την περασμένη Τετάρτη: η κάλπη των εθνικών εκλογών θα είναι «και η κάλπη όπου οι Ελληνες δεν θα ψηφίσουν μόνο για ποια κυβέρνηση θέλουν. Θα ψηφίσουν και για ποιο Σύνταγμα θέλουν».
Η ερμηνεία του τακτικού ελιγμού, την οποία μεταξύ άλλων συμμερίζεται και ο συνάδελφος Ξ. Κοντιάδης (βλ. «Νέα» 14/3/2019), υποστηρίζει ότι ο κ. Τσίπρας, με την υπερψήφιση της αναθεώρησης του άρθρου 32, επιχειρεί να παγιδεύσει τη Ν.Δ. στο παιχνίδι μιας κολοβωμένης αναθεώρησης, θέτοντάς την μπροστά στο ακόλουθο δίλημμα: είτε να προχωρήσει αμέσως στην αλλαγή του άρθρου 32, για να έχει το κεφάλι της ήσυχο, μεταθέτοντας έτσι υποχρεωτικά στο άδηλο μέλλον την αναθεώρηση διατάξεων ιδεολογικά πολύ σπουδαιότερων γι’ αυτήν, όπως είναι τα άρθρα 16 και 24. 
Είτε να ματαιώσει την τρέχουσα αναθεώρηση (καταψηφίζοντάς την στο σύνολό της), προκειμένου να ξεκινήσει αμέσως μετά, στην επόμενη Βουλή, τη «δική» της αναθεώρηση, με την ελπίδα ότι θα την ολοκληρώσει στη μεθεπόμενη.
Όμως, αν η Ν.Δ. δεν καταφέρει να συγκεντρώσει στην επόμενη Βουλή (μόνη ή με τους συμμάχους της) 180 ψήφους, οι κίνδυνοι που περικλείει γι’ αυτήν το εν λόγω σχέδιο είναι προφανείς: από τη μια η σφοδρή πιθανότητα να διαλυθεί η επόμενη Βουλή τον Μάρτιο του 2020, λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου. 
Και, από την άλλη, το ενδεχόμενο να μη συγκεντρώσει η Ν.Δ. σε δύο συνεχόμενες Βουλές την αναγκαία πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προχωρήσει στην επιθυμητή γι’ αυτήν αναθεώρηση. 
Θα πρόκειται για παιχνίδι υψηλού πολιτικού ρίσκου, το οποίο αμφιβάλλω αν ένας εχέφρων πολιτικός, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα θελήσει να αναλάβει. Πολύ περισσότερο που, όπως έχουν υπαινιχθεί έγκριτοι συνάδελφοι, όπως οι κ. Βενιζέλος και Φλογαΐτης, εκτός από την αναθεώρηση του άρθρου 16, υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να ξεπεραστεί στην πράξη η αναχρονιστική απαγόρευση των μη κρατικών πανεπιστημίων.
Σε κάθε περίπτωση, εκτός από το άρθρο 32, συνιστά έκπληξη πρώτου μεγέθους το ότι συγκέντρωσαν πάνω από 180 ψήφους οι προτάσεις για αναθεώρηση άρθρων τόσο σημαντικών όσο τα άρθρα 62 (βουλευτική ασυλία), 86 (ποινική ευθύνη υπουργών), 68 (εξεταστικές επιτροπές) και 101Α (ανεξάρτητες αρχές). 
Αν σε αυτά προσθέσει κανείς και την εξίσου θετική κατά τη γνώμη μου νομιμοποίηση από τον ΣΥΡΙΖΑ διατάξεων τις οποίες απέφυγε να αγγίξει, όπως το άρθρο 107 για τα κεφάλαια εξωτερικού και τη φορολογική μεταχείριση της ελληνόκτητης ναυτιλίας, θα αντιληφθεί ότι, με αφορμή τη συνταγματική αναθεώρηση, σημειώθηκε αθόρυβα μια εντυπωσιακή σύγκλιση. 
Κάτι που δίχως άλλο προετοίμασε από τον περασμένο Νοέμβριο η Επιτροπή Αναθεώρησης με την ουσιαστική δουλειά της και που δείχνει ότι οι Ελληνες βουλευτές δεν είναι τόσο αποκομμένοι από την κοινωνία όσο υποστηρίζουν ορισμένοι. Μήπως, πίσω από τα συνθήματα του συρμού, έχει αρχίσει να σχηματίζεται μια ελπιδοφόρα συναίνεση για τα βασικά;
Πράγματι, αν στη συνταγματική αναθεώρηση προσέθετε κανείς την de facto σύμπλευση των δύο μεγάλων κομμάτων σε θέματα για τα οποία μέχρι χθες διαφωνούσαν «κάθετα», όπως ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας, η καταδίκη του εθνολαϊκισμού στο πρόσωπο δημαγωγών όπως ο Β. Ορμπαν, η υψηλή προτεραιότητα που αποδίδουν στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, και –τολμώ πλέον να πω– η αποδοχή της συμφωνίας των Πρεσπών, το εμφυλιοπολεμικό σκηνικό του 2015 φαίνεται να ξεπερνιέται.
Δίχως άλλο, για τον κ. Τσίπρα, μερικά βασικά ερωτήματα παραμένουν αμείλικτα: ο καλόπιστος παρατηρητής, ακόμη και αν ξεχνούσε τα ψέματα και τις ακρότητες της περιόδου 2010-2015, θα δυσκολευόταν πολύ να κλείσει τα μάτια στον διχαστικό λόγο που εξακολουθεί να καλλιεργεί. Για παράδειγμα, μετά τη διαφαινόμενη περιθωριοποίηση των κ. Βορίδη και Γεωργιάδη, είναι αδιανόητο να κατηγορεί τη Ν.Δ. ως «ακροδεξιό» και ακραία νεοφιλελεύθερο κόμμα. Προπάντων, όμως, ο ίδιος παρατηρητής δεν θα μπορούσε με τίποτα να παραβλέψει ότι ο κ. Πολάκης, παραμένει υπουργός και ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος εξακολουθεί να ασκεί την επιρροή του στον χώρο της Δικαιοσύνης. Δεν αντιλαμβάνεται ο κ. Τσίπρας ότι πρόσωπα σαν και αυτά –ξέχασα τον κ. Κυρίτση!– δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή της χώρας;
Επανερχόμενος στο αρχικό ερώτημά μου, νομίζω ότι είναι πρόωρο να αποφανθεί κανείς ότι –στο θεσμικό τουλάχιστον επίπεδο– ο ΣΥΡΙΖΑ ενηλικιώθηκε. Πολλά στελέχη του, όπως π.χ. οι κ. Κατρούγκαλος και Δουζίνας, φροντίζουν κάθε τόσο να μας θυμίζουν τις αμαρτίες της πρώτης νεότητάς του. Και δεν είναι λίγες οι αναθεωρητικές προτάσεις του που προβάλλουν τον «κινηματικό» εαυτό του.
Με την προχθεσινή ψήφο του, πάντως, ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι, την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενος, έχει αρχίσει σιγά σιγά να προσγειώνεται στην πραγματικότητα ενός κόσμου τον οποίο, μέχρι πριν από λίγο, προσποιούνταν ότι αγνοεί ή –έστω– κοίταζε περιφρονητικά.
* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.