Και μετά την έξοδο;


Τον Μάρτιο του 2014 ...

βγήκαμε δοκιμαστικά στις αγορές ενόψει της ολοκλήρωσης τότε του δεύτερου μνημονίου. Μόλις πρόσφατα βγήκαμε πάλι δοκιμαστικά στις αγορές ενόψει της ολοκλήρωσης του τρέχοντος μνημονίου. 
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, η δοκιμαστική έξοδος στέφθηκε με επιτυχία, δηλαδή είχαμε ένα επιτόκιο κάτω από 5% και υπερκάλυψη των ποσών που ζητούσαμε. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η δοκιμαστική έξοδος του 2014 τελικά δεν πήγε καλά, γιατί λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 2014, οι αγορές μάς δάνειζαν με απαγορευτικό επιτόκιο γύρω στο 9%. 
Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε όλοι: παλινδρόμηση σε συνθήκες ύφεσης, κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις και δυσκολίες στη χρηματοδότηση από τις αγορές. Η εμπειρία αυτή μας δείχνει τι πρέπει σήμερα να αποφύγουμε ώστε να μην αντιμετωπίσουμε παρόμοια προβλήματα στο μέλλον.
Στην πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, επικεντρωθήκαμε σε τέσσερα σημεία: 
1) Να συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, ώστε η πίεση των τόκων από τις αγορές να μην οδηγεί στον φαύλο κύκλο ελλειμμάτων, ύφεσης, πολιτικής αστάθειας. 
2) Να διασφαλιστεί η οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια, πράγμα που συνυφαίνεται με την εφαρμογή του μνημονίου και κυρίως των μεταρρυθμίσεων. 
3) Να επιτευχθεί κοινωνική σταθερότητα και συνοχή με θεραπείες των ανισοτήτων, της ανεργίας, της φτώχειας και διασφάλιση ενός θεσμικού πλαισίου υγιούς επιχειρηματικού ανταγωνισμού και προστασίας της εργασίας. 
4) Να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα με όσο το δυνατόν ευρύτερη πολιτική συναίνεση.
Η δημοσιονομική προσαρμογή δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα. Ομως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι αυτή επιτεύχθηκε με ένα συζητήσιμο μείγμα φοροκεντρικής λιτότητας. 
Επιπλέον, με ανησυχία παρατηρούμε την αδυναμία εξορθολογισμού των δαπανών, ενώ στην πλευρά των φορολογικών εσόδων, ναι μεν έχουν ενταθεί οι προσπάθειες ελέγχου της φοροδιαφυγής π.χ. με τη γενίκευση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, αλλά την απόδοση των ελέγχων και των ηλεκτρονικών συναλλαγών δυσχεραίνουν, μεταξύ άλλων, το ύψος των φορολογικών συντελεστών και η κουλτούρα φοροδιαφυγής. 
Επίσης, διάφοροι χειρισμοί δίνουν λάθος ηθικό μήνυμα π.χ. παραχωρήσεις σε επιμέρους ομάδες πίεσης χωρίς υπολογισμό του κόστους.
Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά την ανάπτυξη με διάρκεια. Πώς όμως μπορεί αυτή να εξασφαλιστεί όταν (α) δεν έχει ακόμη λυθεί το ζήτημα του χρέους (που αποτρέπει πιθανούς επενδυτές), (β) δεν έχουμε σταθερούς θεσμούς που δίνουν τα σωστά κίνητρα και περιορίζουν αποφάσεις προς όφελος λίγων και εις βάρος των πολλών (δείτε π.χ. πόσες φορές αλλάζει το εκπαιδευτικό ή το εκλογικό σύστημα της χώρας), (γ) δεν έχουμε μειώσει αισθητά τη γραφειοκρατία και την πολυνομία και (δ) όταν η τεράστια φορολογική επιβάρυνση στερεί ρευστότητα από την πραγματική οικονομία.
Η τρίτη προϋπόθεση σχετίζεται με την κοινωνική σταθερότητα. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η μείωση των εισοδημάτων επηρέασε δυσμενώς τη φτώχεια. Η Ελλάδα σημειώνει το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στην Ε.Ε. 
Οι εισοδηματικές ανισότητες επίσης οξύνθηκαν: Το 2010, το πλουσιότερο 20% είχε 5,6 φορές το εισόδημα του φτωχότερου 20%. Αντίθετα, το 2015, το πλουσιότερο 20% έχει 6,5 φορές το εισόδημα του φτωχότερου 20%. Η άνιση κατανομή του βάρους της προσαρμογής υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και στην κοινωνία και εμποδίζει την εφαρμογή της προώθησης της αλλαγής.
Επίσης, χωρίς πολιτική σταθερότητα, η οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί, καθώς αποθαρρύνονται οι επενδυτές και μαραζώνει η οικονομική δραστηριότητα. Η συμφωνία των μεγάλων πολιτικών κομμάτων στα ουσιαστικά ζητήματα που απασχολούν τον τόπο (δημόσιο χρέος, ασφαλιστικό-δημογραφικό και εκπαίδευση), είναι απαραίτητη.
Τέλος, η οριστική έξοδος στις αγορές το 2018, δεν θα σημάνει το τέλος της εποπτείας της ελληνικής οικονομικής πολιτικής, παρά τη σχετική αύξηση των βαθμών ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής. Τον ρόλο των θεσμών θα τον έχουν η «πολυμερής εποπτεία» της Ε.Ε. και οι ίδιες οι αγορές. Οι τελευταίες μάλιστα, θα αξιολογούν την οικονομική πολιτική της χώρας με απρόβλεπτο εν μέρει τρόπο.
* Ο κ. Π. Λιαργκόβας είναι καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων.