Της Μαρίας Βουργάνα
«Ανάχωμα» στις μεγάλες ...
φορολογικές επιβαρύνσεις που θα προκύψουν για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες από την περικοπή του αφορολογήτου ορίου αναζητά η κυβέρνηση.
Στις διαβουλεύσεις με τους δανειστές, η Αθήνα επιδιώκει η μείωση του αφορολόγητου ορίου να συνοδευτεί με μείωση του πρώτου συντελεστή 22% της φορολογικής κλίμακας στη ζώνη του 20%. Το «ψαλίδισμα» του συντελεστή θα περιορίσει τις απώλειες στους έχοντες χαμηλά εισοδήματα έως 20.000 ευρώ με τις οποίες θα βρεθούν ξαφνικά αντιμέτωποι από το 2019.
Το «παζάρι» για τους συντελεστές φορολόγησης των φυσικών προσώπων συνεχίζεται, ενώ φαίνεται πως βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο οι συζητήσεις για τη μείωση του συντελεστή φορολογίας στις επιχειρήσεις από 29% περίπου στο 26%, μέτρο που αποτελεί πάγιο αίτημα κυρίως του ΔΝΤ για να τονωθεί η ανάπτυξη, η επένδυση και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην επίσημη οικονομία.
Το «αγκάθι» της συρρίκνωσης του αφορολογήτου ορίου ήταν από τα πρώτα που έκλεισε και έφυγε από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους δανειστές, καθώς η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε την περικοπή του στα επίπεδα κάτω του ψυχολογικού ορίου των 6.000 ευρώ. Μετά τα πολλά σενάρια που εξετάσθηκαν, το αφορολόγητο διαμορφώνεται στην περιοχή των 5.600 - 5.900 ευρώ για τους μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες χωρίς παιδιά, αλλά θα υπάρχει ειδική πρόβλεψη για φορολογούμενους με παιδιά και ιδιαίτερα τις τρίτεκνες οικογένειες ώστε οι επιβαρύνσεις να μην είναι εξοντωτικές.
Αυτό που επιχειρεί να περάσει τώρα, η ελληνική πλευρά είναι η μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας, που σήμερα είναι 22%, έτσι ώστε να περιοριστούν οι απώλειες στα πολύ χαμηλά εισοδήματα, ενώ το ΔΝΤ έχει ζητήσει μείωση και των συντελεστών για τα υψηλά εισοδήματα που φθάνουν το 45%.
Παράδειγμα
Με μείωση του συντελεστή στο 20%, οι επιβαρύνσεις περιορίζονται. Για παράδειγμα αν το αφορολόγητο προσγειωθεί στις 5.900 ευρώ από 8.636 ευρώ που είναι σήμερα ένας μισθωτός χωρίς παιδιά με αποδοχές 500 ευρώ τον μήνα, ενώ μέχρι τώρα είναι αφορολόγητος, θα κληθεί να πληρώσει φόρο 242 ευρώ, με βάση την ισχύουσα κλίμακα και πρώτο συντελεστή 22%. Αν ο συντελεστής μειωθεί στο 20% τότε ο φόρος που θα προκύψει περιορίζεται στα 103 ευρώ.
Με μείωση του συντελεστή στο 20%, οι επιβαρύνσεις περιορίζονται. Για παράδειγμα αν το αφορολόγητο προσγειωθεί στις 5.900 ευρώ από 8.636 ευρώ που είναι σήμερα ένας μισθωτός χωρίς παιδιά με αποδοχές 500 ευρώ τον μήνα, ενώ μέχρι τώρα είναι αφορολόγητος, θα κληθεί να πληρώσει φόρο 242 ευρώ, με βάση την ισχύουσα κλίμακα και πρώτο συντελεστή 22%. Αν ο συντελεστής μειωθεί στο 20% τότε ο φόρος που θα προκύψει περιορίζεται στα 103 ευρώ.
Στην περίπτωση που το αφορολόγητο όριο διαμορφωθεί χαμηλότερα στις 5.600 ευρώ και παραμείνει ο συντελεστής στο 22% τότε η επιβάρυνση για το συγκεκριμένο μισθωτό εκτοξεύεται στα 308 ευρώ. Αν όμως μειωθεί ο πρώτος συντελεστής στο 20% τότε ο φόρος για τον μισθωτό περιορίζεται στα 162 ευρώ. «Κλειδί» για τις νέες επιβαρύνσεις που θα προκύψουν στα μικρομεσαία εισοδήματα, είναι το αν η έκπτωση φόρου θα οδηγεί σε έμμεσο αφορολόγητο θα συνεχίσει να «σβήνει» από τις 20.000 ευρώ και πάνω ή θα τεθεί ο πήχυς πιο χαμηλά. Με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, η έκπτωση φόρου των 1.900 ευρώ (φορολογούμενοι χωρίς παιδιά) αρχίζει να μειώνεται από τις 20.000 ευρώ εισοδήματος και πάνω, με ρυθμό 10 ευρώ για κάθε 1.000 ευρώ επιπλέον εισοδήματος.
Όσον αφορά, δε, στο ενδεχόμενο μείωσης των υπολοίπων συντελεστών της φορολογικής κλίμακας, αυτοί βρίσκονται μεν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους Θεσμούς μαζί με τους αντίστοιχους της έκτακτης εισφοράς, αλλά όπως επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές, αυτή η συζήτηση σχετίζεται με το πακέτο των αντίμετρων που παραμένει ακόμη ανοιχτό και βρίσκεται στο τραπέζι των συζητήσεων.
Νέα επιβάρυνση
Σε όλα τα παραπάνω αναμένεται να προστεθεί και η επιπλέον επιβάρυνση που θα προκύψει από την κατάργηση της έκπτωσης 1,5% λόγω μηνιαίας παρακράτησης φόρου που ισχύει σήμερα σε μισθούς και συντάξεις.
Σε όλα τα παραπάνω αναμένεται να προστεθεί και η επιπλέον επιβάρυνση που θα προκύψει από την κατάργηση της έκπτωσης 1,5% λόγω μηνιαίας παρακράτησης φόρου που ισχύει σήμερα σε μισθούς και συντάξεις.
Με βάση τα εισοδήματα του 2014, έτος κατά το οποίο εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η έκπτωση φόρου των 2.100 ευρώ, η οποία μειώθηκε τον περασμένο Μάιο, φόρο εισοδήματος πλήρωσε το 46,9% των νοικοκυριών. Μετά τη μείωση της φορολογικής έκπτωσης στα 1.900 ευρώ για όσους δεν έχουν παιδιά το ποσοστό των μισθωτών και των συνταξιούχων που εκτιμάται ότι θα πληρώσουν φόρο, αναμένεται να αυξηθεί από το 46,9% στο 50,9%. Αν στο δείγμα προστεθούν και οι αγρότες αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, τότε εκτιμάται ότι φόρο θα πληρώνει το 63% των φορολογουμένων.
Επτά στους δέκα με εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ
Στα χρόνια των μνημονίων, οι φορολογούμενοι είδαν τα εισοδήματά τους να συμπιέζονται, ενώ το μεγαλύτερο πλήγμα δέχθηκε η μεσαία τάξη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνεται στην έρευνα του ΔιαΝΕΟσις για τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα:
- Το 2014 οι φορολογούμενοι με εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ αποτελούσαν το 68,9% του συνόλου των φυσικών προσώπων (σχεδόν επτά στους δέκα), ενώ τους αναλογούσε φόρος 11% του συνόλου. Το 2011, σχεδόν ένας στους δύο φορολογούμενος ή το 49% του συνόλου δήλωνε εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ, και τους αναλογούσε μόλις το 1% του συνόλου των φόρων που κατέβαλαν συνολικά τα φυσικά πρόσωπα.
- Σχεδόν τρεις στους δέκα φορολογούμενους ή το 29,5% του συνόλου είχαν το 2014 ετήσιο εισόδημα μεταξύ 12.000 - 42.000 ευρώ και πλήρωσαν το 59,5% του φόρου.
- Οι φορολογούμενοι με εισοδήματα άνω των 42.000 ευρώ αποτελούσαν το 2014 μόλις το 1,6% του συνόλου και κατέβαλαν το 29,5% του φόρου. Αντιθέτως, το 2011 το 8% του συνόλου των δηλώσεων, που αφορούσε εισοδήματα άνω των 42.000 ευρώ, κλήθηκε να καταβάλει το 69% του συνολικού φόρου εισοδήματος, ενώ το 43% του συνόλου αφορούσε φορολογουμένους μεσαίου εισοδήματος, στους οποίους αναλογούσε το 30% του φόρου.
Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν αφενός μια μετατόπιση των εισοδημάτων προς τα κατώτερα κλιμάκια και αφετέρου μια ανακατανομή των φορολογικών βαρών προς τα μεσαία εισοδήματα.
Όσον αφορά τη μετατόπιση των εισοδημάτων προς τα κάτω, αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι τα συνολικά εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ, που από το 2011 αφορούσαν το 16% του συνόλου, το 2014 ήταν στο 31,1% του συνόλου, ενώ τα εισοδήματα άνω των 42.000 ευρώ το 2011 αφορούσαν 30% του συνόλου, έναντι 13,3% το 2014.
Το 65% των μισθωτών δήλωσε ότι το 2014 είχε εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ έναντι 46% το 2011, ενώ το 78% των ελεύθερων επαγγελματιών ή σχεδόν οκτώ στους δέκα δήλωσαν εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ, ενώ το 2011 το ποσοστό των ελεύθερων επαγγελματιών με ετήσια εισοδήματα έως 12.000 ευρώ ήταν το 64% του συνόλου.