Της Μανταλένας Πίου
Η υπερφορολόγηση έχει ...
κοντά πόδια, καθώς το «άρμεγμα» των πιο παραγωγικών νοικοκυριών δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο για την οικονομία, προειδοποιώντας ταυτόχρονα ότι η ανάκαμψη δεν είναι βιώσιμη αν στηρίζεται σε πήλινα πόδια.
Ο ΣΕΒ υπογραμμίζει το παράδοξο της μείωσης των εισοδημάτων και της ταυτόχρονης αύξησης της κατανάλωσης κατά το τρίτο τρίμηνο του 2016 και κρούει το καμπανάκι του κινδύνου για το κατά πόσο διατηρήσιμη μπορεί να είναι μία τέτοια ανάκαμψη.
Η απόκλιση μεταξύ ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία το τελευταίο τρίμηνο του προηγούμενου χρόνου αυξήθηκε κατά 5,7% και του διαθέσιμου εισοδήματος, το οποίο μειώθηκε κατά 3,8% είναι ταυτόσημη με την επιδείνωση της ήδη αρνητικής αποταμίευσης. Πιθανώς να εντατικοποιείται η χρήση πόρων που έχουν αποσυρθεί από το παρελθόν από τις τράπεζες ή προέρχονται από ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων.
Ενδεχομένως η απόκλιση να αποτυπώνει και την ένταση της φοροδιαφυγής, αφενός λόγω της αύξησης των φορολογικών συντελεστών και αφετέρου λόγω της αποκάλυψης αδήλωτων εισοδημάτων από την εντονότερη χρήση καρτών στις συναλλαγές μετά την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζουν οι αναλυτές του ΣΕΒ, πρόκειται για μία ανησυχητική εξέλιξη, που αν συνεχιστεί, δεν προοιωνίζεται βιώσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2017.
Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος καταγράφεται παρά την αύξηση των μισθών κατά 0,7% και την άνοδο της απασχόλησης των μισθωτών κατά 2,1%. Οφείλεται δε στη μηδενική αύξηση των εισοδημάτων από ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερα επαγγέλματα, τη μείωση κατά 0,6% των κοινωνικών παροχών και λοιπών μεταβιβάσεων σε είδος και σε χρήμα.
Η αύξηση κατά 4,6% των μεταβιβάσεων σε είδος, (δηλαδή δωρεάν υγεία, παιδεία, ηλεκτρικό ρεύμα, μετακινήσεις μαθητών, συσσίτια κ.λπ.) υπεραντισταθμίζεται από τη μείωση κατά 4% των παροχών (συντάξεις και προνοιακά επιδόματα σε χρήμα) και από την άλλη πλευρά της αύξησης των φόρων εισοδήματος, περιουσίας κλπ κατά 19% και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης κατά 1,9%.
ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ
Η αποταμίευση γίνεται όλο και πιο αρνητική και αργά ή γρήγορα οι επενδύσεις θα καταρρεύσουν πλήρως αλλά και παραγωγικοί άνθρωποι με τις καλύτερες εργασιακές εξειδικεύσεις είτε αναγκάζονται, εφόσον μπορούν, να αποκρύπτουν εισοδήματα, είτε μεταναστεύουν για να φτιάξουν τη ζωή τους μακριά από το δημευτικού χαρακτήρα φορολογικό περιβάλλον της χώρας. Επιπλέον το υψηλό μη μισθολογικό κόστος αποτελεί τροχοπέδη στις νόμιμες προσλήψεις κάθε είδους και κάνει απαγορευτικές τις προσλήψεις εργαζόμενων με υψηλή εξειδίκευση και αποδοχές επί ζημία των πιο παραγωγικών και εξωστρεφών κλάδων της οικονομίας.
Η αποταμίευση γίνεται όλο και πιο αρνητική και αργά ή γρήγορα οι επενδύσεις θα καταρρεύσουν πλήρως αλλά και παραγωγικοί άνθρωποι με τις καλύτερες εργασιακές εξειδικεύσεις είτε αναγκάζονται, εφόσον μπορούν, να αποκρύπτουν εισοδήματα, είτε μεταναστεύουν για να φτιάξουν τη ζωή τους μακριά από το δημευτικού χαρακτήρα φορολογικό περιβάλλον της χώρας. Επιπλέον το υψηλό μη μισθολογικό κόστος αποτελεί τροχοπέδη στις νόμιμες προσλήψεις κάθε είδους και κάνει απαγορευτικές τις προσλήψεις εργαζόμενων με υψηλή εξειδίκευση και αποδοχές επί ζημία των πιο παραγωγικών και εξωστρεφών κλάδων της οικονομίας.
Aπό τα στοιχεία που επεξεργάστηκε ο ΣΕΒ προκύπτει ότι το καθαρό (μετά τους φόρους) διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε πραγματικούς όρους, ενώ φάνηκε κάποια στιγμή να αυξάνεται από το 2ο τρίμηνο του 2014, το 2ο τρίμηνο του 2015 επανήλθε σε καθοδική τροχιά και έκτοτε μέχρι και το τρίτο τρίμηνο του 2016 δεν έχει ανακάμψει.
Σε όλη την περίοδο αυτή το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών ήταν αρνητικό, δηλαδή η ιδιωτική κατανάλωση ήταν μεγαλύτερη του διαθέσιμου εισοδήματος, με την εξαίρεση του δεύτερου τριμήνου 2014. Η ανάκαμψη του 2014 είχε αρχίσει να δημιουργεί κάποιες ευνοϊκές τάσεις που ανετράπησαν από το τρίτο τρίμηνο του 2014, όταν άρχισαν να διαψεύδονται οι προσδοκίες για εδραίωση της ανάκαμψης και η τότε κυβέρνηση δεν κατάφερε να κλείσει την πέμπτη αξιολόγηση.
Το τραπεζικό σύστημα λόγω αβεβαιότητας έχασε περίπου 42 εκατ. ευρώ καταθέσεις στο διάστημα από τον Νοέμβριο 2014 ως τον Ιούνιο 2015, όταν επιβλήθηκαν τα capital controls. Eκτοτε το ποσοστό αποταμίευσης γίνεται όλο και πιο αρνητικό : Από -4% το 2014, σε -7% το 2015 και σε -9,2% το εννεάμηνο Ιαν.-Σεπ.. 2016, με το τρίτο τρίμηνο του προηγούμενου χρόνου να καταγράφει -10,2%, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο των τριών τελευταίων ετών. Από το 2010 και μετά η αποταμίευση των νοικοκυριών γίνεται αρνητική καθώς το διαθέσιμο εισόδημα δεν επαρκεί να καλύψει την κατανάλωση, που στηρίζεται πλέον στην απόσυρση καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα και τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων όπως ακινήτων, τίτλων κεφαλαιαγοράς, αμοιβαίων κεφαλαίων. Από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτει ότι στο εννεάμηνο 2016 η αύξηση των μισθών είναι μεγαλύτερη στον ιδιωτικό τομέα, ενώ μέχρι τότε οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα μειώνονταν (με μόνη εξαίρεση το τέταρτο τρίμηνο του 2014). Οι μισθοί στον δημόσιο τομέα άρχισαν και συνεχίζουν να αυξάνονται από το πρώτο τρίμηνο του 2015. Ταυτόχρονα αυξήθηκε και ο αριθμός των εργαζόμενων, με τον δημόσιο τομέα να περνά σε μία έντονη φάση ανάκαμψης το 2015. Ο δε ιδιωτικός τομέα φαίνεται να υποχωρεί οριακά μετά τα υψηλά ποσοστά αύξησης της απασχόλησης που σημειώθηκαν το 2014-15.
Μείωση εισοδήματος
Το εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων που αντιπροσωπεύουν πάνω από το περίπου 1/3 του εργατικού δυναμικού μειώνεται συνεχώς σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο, περιλαμβανομένου και του εννεαμήνου 2016.
Το εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων που αντιπροσωπεύουν πάνω από το περίπου 1/3 του εργατικού δυναμικού μειώνεται συνεχώς σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο, περιλαμβανομένου και του εννεαμήνου 2016.
Η μείωση αυτή είναι αποτέλεσμα κυρίως της μείωσης των αμοιβών και πολύ λιγότερο της μείωσης της απασχόλησης, η οποία την περίοδο 2014-15 σημείωσε κάποια πρόσκαιρη άνοδο αλλά επέστρεψε σε καθοδική τροχιά από τις αρχές του 2015 μέχρι σήμερα. Στο εννεάμηνο του 2016 καταγράφεται κάποια ανάκαμψη με όλες τις συνιστώσες του εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων να μειώνονται, αλλά με χαμηλότερους ρυθμούς σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.