Στο Μαξίμου οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων


Υπό το πρόσχημα της ...


συνταγματικής αναθεώρησης στο κυβερνητικό μέγαρο θα βρεθούν η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος του ΣτΕ και η πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Αναμένεται κατ' ιδίαν συνάντηση του Τσίπρα με τον πρόεδρο του ΣτΕ

Το έντονα αρνητικό  κλίμα που έχει διαμορφωθεί στους κόλπους του Συμβουλίου της Επικρατείας από τις ενέργειες του προέδρου του και τις παραιτήσεις δύο αντιπροέδρων σήμανε συναγερμό στο Μαξίμου.

Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, για να μην δώσει προς τα έξω έμφαση στο θέμα της θεσμικής κρίσης στο ΣτΕ, κάλεσε στις 9:30 το πρωί στο Μαξίμου, υπό το πρόσχημα της συνταγματικής αναθεώρησης, τους προέδρους των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας. Δηλαδή, κάλεσε τον  πρόεδρο  του Συμβουλίου της Επικρατείας Νικόλαο Σακελλαρίου, την πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου και την πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου. Στο πλαίσιο της συναντήσεως αυτής θα έχει κατ' ιδίαν συνάντηση με το κ. Σακελλαρίου.

Στο μεταξύ, «καζάνι που βράζει» είναι πλέον το Συμβούλιο της Επικρατείας μετά τις παραιτήσεις των δύο αντιπροέδρων του, ενώ έντονα προβληματίζει τους δικαστές το μέλλον του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, αλλά και κάτω από ποίες συνθήκες -και βασικά σε ποιά χρονική στιγμή- θα συνέλθει η Ολομέλεια του σε διάσκεψη για να αποφανθεί για τις τηλεοπτικές άδειες.

Την ίδια στιγμή, ο μακροβιότερος τέως πρόεδρος του ΣτΕ ο Γεώργιος Παναγιωτόπουλος έκανε έκκληση σε όλους τους δικαστές του ΣτΕ και τους εμπλεκόμενους στη Δικαιοσύνη «να προστατεύσουν το κύρος του θεσμού του Συμβουλίου Επικρατείας μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια».

Από την πλευρά του ο υπουργός Δικαιοσύνης κάτω από το βάρος των εξελίξεων στο ΣτΕ, προέβη σε  μια άχρωμη δήλωση περί ανάγκης συνέχισης της δικαστικής διαδικασίας στην Ολομέλεια του Συμβουλίου  της Επικρατείας για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών.

Η κόντρα ξεκίνησε από την αναβολή της διάσκεψης για τις τηλεοπτικές άδειες


Η πυροδότηση της έκρηξης των δικαστών του ΣτΕ ξεκίνησε από τον πρόεδρο της Νικόλαο Σακελλαρίου, την περασμένη Παρασκευή κατά τη διάρκεια της  διάσκεψης, κεκλεισμένων των θυρών, της Ολομέλειας όπου επρόκειτο να λάβουν απόφαση για το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών.

Το όλο κλίμα μέσα στο ΣτΕ ήταν βαρύ εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα και «σερνόταν» μια εμφανής δυσαρέσκεια στους διαδρόμους και τα γραφεία των δικαστών.

Η δυσαρέσκεια εντάθηκε όταν άρχισαν να κατατίθενται στο ΣτΕ οι προσφυγές και οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων από τους καναλάρχες.

Όμως, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν αυτή της περασμένης Παρασκευής κατά τη διάσκεψη της Ολομέλειας που τελικά αναβλήθηκε από τον πρόεδρο της.

Σύμβουλοι Επικρατείας οι οποίοι για ευνόητους λόγους κρατούν την ανωνυμία τους, έλεγαν στο  protothema.gr ότι ο πρόεδρος τους «χωρίς να έχουμε ενημερωθεί πλήρως για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών ζητούσε να ψηφίσουμε με "κλειστά μάτια" από ό,τι εικόνα είχαμε από την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και ό,τι θα μας έλεγε ο εισηγητής της υπόθεσης.

Τονίζουν παράλληλα ότι «αυτά είναι πρωτόγνωρα πράγματα στο ΣτΕ, ο πρόεδρος του να επιχειρεί να παραβιάζει το νόμο, ενώπιον των δικαστών» και δημιουργούν τεράστια ερωτηματικά για τους λόγους που εξελίχθησαν έτσι τα πράγματα.

Και στο κάτω κάτω της γραφής, προσέθεταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η ματαίωση της διάσκεψης  έγινε και όσο διαρκεί ο θόρυβος των εξελίξεων αυτών, κερδίζει το χρόνο που επεδίωκε από την αρχή.

Την περασμένη Παρασκευή, κατά την επίμαχη διάσκεψη, πλέον των άλλων, ο κ. Σακελλαρίου, σύμφωνα με πληροφορίες, αρνήθηκε να δώσει στους δικαστές που συμμετείχαν στην διάσκεψη την προεισήγηση των βοηθών του εισηγητή της υπόθεσης Γιώργου Παπαγεωργίου.

Η προεισήγηση είναι εκτενής και δίνει την πλήρη εικόνα της υπόθεσης για την οποία πρόκειται να διασκεφτούν οι δικαστές, καταγράφοντας αναλυτικά όλα τα νομικά δεδομένα, τη νομολογία του ΣτΕ, κ.λπ. Επίσης, η προεισήγηση,  περιλαμβάνει  πρόταση προς τα μέλη της διάσκεψης για το αν πρέπει να γίνουν δεκτές ή όχι οι αιτήσεις ακύρωσης και για ποίους λόγους.

Με βάση τις προεισηγήσεις και τα όσα ελέχθηκαν κατά την ακροαματική διδιακασία, οι δικαστές, κατά την διάσκεψη της Ολομέλειας, αποφασίζουν και ψηφίζουν.

Ο κ. Σακελλαρίου για την άρνησή του αυτή να δώσει τις προεισηγήσεις επικαλέστηκε ότι υπάρχει φόβος διαρροής του περιεχομένου τους στο Τύπο από τους συμβούλους Επικρατείας.

Το επιχείρημα αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση των συμβούλων Επικρατείας και την αντιπαράθεση με τον κ. Σακελλαρίου, καθώς με την απόφασή του παραβίαζε τον κανονισμό λειτουργίας του δικαστηρίου που αναφέρει: «Η προεισήγηση του βοηθού εισηγητή είναι εσωτερικό έγγραφο του δικαστηρίου, απευθύνεται στον εισηγητή της υποθέσεως και είναι στην διάθεση των μελών της συνθέσεως και όχι των διαδίκων ή άλλων τρίτων».

Με άλλα λόγια τα μέλη της διάσκεψης, εξέλαβαν την απαγόρευση  αυτή του προέδρου του ΣτΕ, ότι  καλούνται χωρίς να έχουν την πλήρη νομική εικόνα την οποία  θα αποκόμιζαν και από τις προεισηγήσεις, να αποφασίσουν  και να ψηφίσουν με «κλειστά τα μάτια».

Ακόμη, οι σύμβουλοι Επικρατείας εξέλαβαν την εν λόγω απόφαση του κ. Σακελλαρίου περί διαρροής στο Τύπο, εντελώς προσβλητική στο πρόσωπο τους και αντέδρασαν αρκετά έντονα. Τελικά, ο πρόεδρος του ΣτΕ, υποχώρησε προ των αντιδράσεων αυτών  και δεσμεύτηκε ότι θα δώσει  τις προεισηγήσεις.

Μια ακόμη από τις ενέργειες που πυροδότησε το αρνητικό κλίμα της  διάσκεψης της περασμένης Παρασκευής, ήταν ότι ο κ. Σακελλαρίου, πρότεινε την αναβολή της διάσκεψης λόγω του  αρνητικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί το τελευταίο διάστημα για το ζήτημα της χορήγησης των τηλεοπτικών αδειών.

Και πάλι δημιουργήθηκε ένταση, καθώς διατυπώθηκαν οι απόψεις ότι η υπόθεση αυτή έπρεπε ήδη να έχει μπει σε διάσκεψη και όχι να «σέρνεται» τόσο διάστημα,  ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι λόγω της ιδιομορφίας της υπόθεσης και της σταδιακής εξέλιξης του διαγωνισμού  η διάσκεψη έπρεπε να γίνει άμεσα μετά τη  συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο (4 Ιουλίου 2016) ή την επόμενη μέρα.

Αντέδρασαν  οι σύμβουλοι Επικρατείας και για το λόγο που επικαλέστηκε ο κ. Σακελλαρίου δηλαδή «του κλίματος, το οποίο επιχειρείται να διαμορφωθεί τις τελευταίες» από διάφορους παράγοντες.

Μετά την ματαίωση τη διάσκεψης ο  ο κ. Σακελλαρίου εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία ανέφερε:

«Εν όψει του κλίματος, το οποίο επιχειρείται να διαμορφωθεί τις τελευταίες, ιδίως, ημέρες από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις εκκρεμείς ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεις των τηλεοπτικών αδειών, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι πρέπει να ματαιωθεί η προγραμματισθείσα (από 13.9.2016) για σήμερα διάσκεψη επί των υποθέσεων αυτών».

Στη συνέχεια η Ένωση του ΣτΕ εξέδωσε δική της ανακοίνωση την οποία υπέγραφαν ο πρόεδρος της Ευθύμιος Αντωνόπουλος και ο γενικός γραμματέας Ιωάννης Παπαγιάννης, η οποία ανέφερε:

«Σύμφωνα με την από 30.9.2016 ανακοίνωση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο μόνος λόγος για τον οποίο ματαιώθηκε η προγραμματισμένη για σήμερα διάσκεψη της Ολομέλειας του δικαστηρίου επί των υποθέσεων για τις τηλεοπτικές άδειες είναι το κλίμα που έχει διαμορφωθεί από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως της Ολομέλειας για τα θέματα αυτά. Επομένως, όσα αντίθετα αναφέρονται στον Τύπο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».

Η Ένωση του ΣτΕ με την εν λόγω ανακοίνωσή της δέχεται ανεπιφύλακτα το περιεχόμενο της ανακοίνωσης του κ. Σακελλαρίου.

Όμως, αφενός ο ίδιος ο πρόεδρος της Ένωσης του ΣτΕ, συμμετείχε στην επίμαχη διάσκεψη, αφετέρου για την έκδοση της ανακοίνωσης δεν είχε την σύμφωνη γνώμη των άλλων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, παρά μόνο του γενικού γραμματέα, ο οποίος ήταν και αναγκαίος για την υπογραφή της ανακοίνωσης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι όταν στα εγκαίνια της έκθεσης της Θεσσαλονίκης, ο Πρωθυπουργός προκατέβαλε την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες (θα απορριφθούν οι προσφυγές των καναλαρχών), η Ένωση δεν εξέδωσε καμιά ανακοίνωση «διαμαρτυρίας» για παρεμβάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης και το πληγέν κύρος του δικαστηρίου, κ.λπ., όπως γινόταν κατά το παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις.

Η παραίτηση των δύο αντιπροέδρων του ΣτΕ

Δεν πέρασαν λίγα 24ώρα από την θυελλώδη διάσκεψη και δύο αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Χρήστος Ράμμος και η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, με επιστολές-«καταπέλτες» παραιτήθηκαν από μέλη της Ένωσης του ΣτΕ, χαρακτηρίζοντας την ανακοίνωση που εξέδωσε  συνδικαλιστικός τους φορέας, ως «μέγα ατόπημα», καταλογίζοντας της παράλληλα ότι λειτούργησε ως «γραφείο Τύπου» του κ. Σακελλαρίου, ενώ δεν παραλείπουν να τονίσουν ότι η αναβολή της διάσκεψης δεν είναι τίποτα άλλο από «αρνησιδικία».

Στις επιστολές παραίτησης τους  οι δύο αντιπρόεδροι  μεταξύ των άλλων, αναφέρουν ότι η ανακοίνωση της Ένωσης του ΣτΕ, αποτελεί «μέγα ατόπημα» καθώς άφησε την εντύπωση προς τα έξω (τους πολίτες) ότι  «ομιλεί το σύνολο του σώματος» του ΣτΕ, δηλαδή όλοι οι δικαστές του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Πέρα από όλα αυτά, συνεχίζουν οι δύο αντιπρόεδροι, η Ένωση για πρώτη φορά στην ιστορία της  «μετατράπηκε ουσιαστικά σε γραφείο Τύπου του προέδρου του ΣτΕ», ενώ παράλληλα παραγνώρισε το θεσμικό της ρόλο και «εξέφρασε γνώμη για ζήτημα το οποίο ούτε είχε θεσμικά τη δυνατότητα να γνωρίζει ως συλλογικό όργανο (πως δηλαδή, υπό ποίες συνθήκες και για ποίο πραγματικά λόγο διακόπηκε μια διάσκεψη), ούτε ανήκει στις αρμοδιότητες της».

Ακόμη, σημειώνουν οι δύο αντιπρόεδροι, ότι η Ένωση με την ανακοίνωσή της προκατέλαβε την άποψη, για το θέμα αυτό, όσων (πλην του προέδρου της) εκ των μελών της Ένωσης μετείχαν στην διάσκεψη και ενδεχομένως έχουν άλλη άποψη για την διακοπή της διάσκεψης» και συνεχίζουν:

«Ακόμη χειρότερα» με την ανακοίνωση  το Δ.Σ. της Ένωσης του ΣτΕ αποδοκιμάζει, ως ψευδή, «όσα αντίθετα αναφέρονται στον Τύπο» με βάση όχι την δική της αντίληψη για τα πράγματα, αλλά την ανακοίνωση του πρόεδρου του δικαστηρίου, μετατρέποντας ουσιαστικά την Ένωση, για πρώτη φορά, σε γραφείο Τύπου του προέδρου του δικαστηρίου».

Και όλα αυτά όταν  -συνεχίζουν οι δύο αντιπρόεδροι- «ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα τόσο στον έντυπο όσο και τον ηλεκτρονικό Τύπο κατέκλυζαν δημοσιεύματα που με αφορμή τη συγκεκριμένη υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, αναφερόταν όχι πάντα με τα καλύτερα λόγια στην εν γένει λειτουργία του συνόλου του δικαστηρίου και στο ρόλο των δικαστών, το Δ.Σ. τηρούσε αιδήμονα σιγή».

Σε άλλο σημείο των επιστολών παραιτήσεων τους αναφέρουν ότι η ανακοίνωση της Ένωσης «εμφανίζεται στην πρώτη παράγραφο να παίρνει θέση μόνο επί ενός πραγματικού γεγονότος χωρίς να το αξιολογεί», ενώ με την τελευταία παράγραφο της ανακοίνωσής της «δημιουργείται σαφώς η εντύπωση ότι η Ένωση θεωρεί ότι ήταν επαρκής λόγος για την διακοπή της διάσκεψης η δημιουργία κλίματος δημοσίων αντεγκλήσεων» και εκεί «βρίσκεται το μεγαλύτερο ατόπημα, διότι αφορά την ίδια την λειτουργία του θεσμού».

«Αρνησιδικία» συνιστά,  σύμφωνα με τους δύο αντιπροέδρους, η άποψη που δέχεται ότι το ΣτΕ «αντί να διασκεφθεί και να εκδώσει απόφαση επί οποιασδήποτε υποθέσεως ανεξαρτήτως της φύσεως της, είναι σκόπιμο να αναβάλει επ΄ αόριστον την διάσκεψη του με την επίκληση ενός κάποιου κλίματος (το οποίο το δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει)».

Η ανακοίνωση αποτελεί ατόπημα που πλήττει καίρια το θεσμικό ρόλο του της Ένωσης   του ΣτΕ και «σηματοδοτεί  αλλαγή στην μακροχρόνια  πορεία της από ανεξάρτητο όργανο έκφρασης του συνόλου των μελών του ΣτΕ σε διοικητική υπηρεσία», ανέφεραν οι δύο δικαστικοί λειτουργοί

Μάλιστα, οι δύο αντιπρόεδροι θέτουν το ερώτημα: «Τι θα λέγαμε αν ένας βοηθός εισηγητής αρνιόταν να καταθέσεις προεισηγήσεις ή ένας σύμβουλος  αρνιόταν  να καταθέσει εισήγηση επικαλούμενος ότι λόγω του κλίματος δεν μπορεί να ασκήσει με νηφαλιότητα τα καθήκοντά του; Μπορεί κανείς να διανοηθεί το 1969 αναβολή είτε συζήτησης είτε της διάσκεψης επί της υποθέσεως των απολυμένων από την στρατιωτική δικτατορία δικαστών, κατ' επίκληση δυσμενών συνθηκών ή κακού κλίματος;».

Κατόπιν αυτών των εξελήξεων, η Ένωση του ΣτΕ συγκαλεί την 13η Οκτωβρίου 2016 γενική συνέλευση με βασικά θέματα τα τρέχοντα ζητήματα της Δικαιοσύνης και την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση μη απαρτίας η επόμενη σύγκληση της γενικής συνέλευσης καθορίστηκε μια εβδομάδα μετά, δηλαδή 20 Οκτωβρίου 2016.

Παρασκευόπουλος: Η διαδικασία για τις άδειες να συνεχιστεί στο ΣτΕ



Την ανάγκη  συνέχισης της δικαστικής διαδικασίας στην Ολομέλεια του Συμβουλίου  της Επικρατείας για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, επισημαίνει σε δήλωσή του ο υπουργός Δικαιοσύνης.

Ειδικότερα, ο κ. Παρασκευόπουλος δήλωσε: «Σε σχέση με την  εξέλιξη της δίκης για τις τηλεοπτικές άδειες στο Συμβούλιο της Επικρατείας επισήμανα ό,τι προκύπτει γενικώς  από την έννομη τάξη για την ανάγκη προόδου κάθε δίκης και ως προς τη ματαίωση μιας συζήτησης. Την ίδια θέση πιστεύω ότι ενστερνίζονται και ο πρόεδρος του ΣτΕ και το σύνολο των δικαστών και των πολιτών που προσδοκούν μια ανεξάρτητη και αποτελεσματική Δικαιοσύνη».

Γ. Παναγιωτόπουλος: Προστατεύστε το κύρος του θεσμού του ΣτΕ

Ο τέως πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Γιώργος Παναγιωτόπουλος με αφορμή τα διαδραματιζόμενα το τελευταίο διάστημα στο χώρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, καλεί όλους τους δικαστές του ΣτΕ και τους εμπλεκόμενους στη Δικαιοσύνη «μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια  να προστατεύσουν το κύρος του θεσμού του Συμβουλίου Επικρατείας».

Μετά τις παραιτήσεις των δύο αντιπροέδρων του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου Χρήστου Ράμμου και   Αικατερίνης Σακελλαροπούλου από την Ένωση των μελών του ΣτΕ,   ο κ. Παναγιωτόπουλος προέβη σήμερα σε σχετική δήλωση.

Αναλυτικότερα, ο τέως πρόεδρος του ΣτΕ δήλωσε:«Με την ιδιότητα εκείνου που από την πλήρη εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης η οποία επιβάλλει την 4ετία στη θέση του προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, είμαι ο μόνος που έχω υπηρετήσει επί μια 4ετία, καλώ όλους τους αγαπητούς πρώην συναδέλφους, καλώ επίσης και όλους τους εμπλεκόμενους στη Δικαιοσύνη, με συνεννόηση και αγαθή προαίρεση  και μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια  να προστατεύσουν το κύρος του θεσμού του Συμβουλίου Επικρατείας».

Και κατέληξε ο κ. Παναγιωτόπουλος: «Ο  θεσμός του ΣτΕ είναι απαραίτητος για την λειτουργία της πολιτείας και της κοινωνίας». Σημειώνεται ότι ο  κ. Παναγιωτόπουλος είναι ο μόνος πρόεδρος του ΣτΕ που παρέμεινε στο τιμόνι του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου επί μια τετραετία (2005-2009).