Είναι αλήθεια ότι η ...
Ν.Δ. δεν κερδίζει ψήφους από τη φθορά της κυβέρνησης και προηγείται στις δημοσκοπήσεις χάριν και μόνον της κατάρρευσης της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ; Κι αν ναι, γιατί συμβαίνει αυτό; Στα ερωτήματα αυτά που μονοπωλούν τις πολιτικές συζητήσεις, θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σήμερα με τη συνδρομή, βέβαια, και των ειδικών που διαβάζουν προσεκτικότερα τις έρευνες.
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα βρίσκεται κάπου στη μέση. Βάσει όλων των τελευταίων δημοσκοπήσεων, το 10% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ –δηλαδή περίπου το 3,5% του εκλογικού σώματος– ήδη ομολογεί ότι θα ψηφίσει τη Ν.Δ. στις επόμενες εκλογές. Οπως λένε οι ειδικοί πρόκειται κυρίως για ψηφοφόρους μεγαλύτερων ηλικιών, οι οποίοι εικάζεται ότι είναι και οι πλέον οργισμένοι από τη διάψευση των υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τον ΕΝΦΙΑ, τις συντάξεις κ.λπ. Επομένως, και με την αίρεση ότι το ποσοστό αυτό ευσταθεί, η διαφορά των 7,5 μονάδων που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ από τη Ν.Δ. έχει ήδη εξαλειφθεί και μόνον από την εκλογική μετακίνηση των εν λόγω ψηφοφόρων.
Το προλογικό ερώτημα επομένως μάλλον πρέπει να αναδιατυπωθεί στο «γιατί η Ν.Δ. δεν εμφανίζει κέρδη και από τους “υπόλοιπους” ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ που δηλώνουν πλέον κομματικά άστεγοι και εκτιμάται ότι αναλογούν στο 15-17% του εκλογικού σώματος». Η Alco έθεσε προσφάτως το ερώτημα «γιατί η Ν.Δ. δεν εισπράττει τη φθορά της κυβέρνησης;» και πήρε τις εξής ενδιαφέρουσες απαντήσεις: Το 50% απάντησε «για το κυβερνητικό της παρελθόν», το 22% ότι «δεν άλλαξε» και μόνον το 12% ότι «δεν πείθει ο κ. Μητσοτάκης» ή ότι «δεν έχει προτάσεις» (9%). Είναι δε ακόμη πιο εντυπωσιακό ότι στο αντίστροφο ερώτημα «ποιο είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της κυβέρνησης» το 43% απάντησε το «παρελθόν των αντιπάλων της»(!) και μόνον το 11% «ο Αλέξης Τσίπρας» ή «η πολιτική του» (2%).
Πώς μεταφράζεται αυτό με απλά λόγια; Οτι για να κερδίσει ψήφους από τη δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Μητσοτάκης αναπόφευκτα καλείται να αποποιηθεί το κυβερνητικό παρελθόν της Ν.Δ. Και αυτό βέβαια πρωτίστως οφείλουν να το κατανοήσουν οι κ. Σαμαράς και Καραμανλής, οι οποίοι διαβάζουν ασφαλώς τις δημοσκοπήσεις. Ακρως ενδιαφέρουσα, όμως, είναι και μια λιγότερο γνωστή παρατήρηση των δημοσκόπων.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 ψήφισαν 750.000 λιγότεροι πολίτες σε σχέση με τις εκλογές που είχαν γίνει μόλις εννιά μήνες νωρίτερα. Το νούμερο είναι τρομακτικό, αν συνειδητοποιήσει κανείς ότι αναλογεί στο 8% των συνολικών ψηφοφόρων. Τα δε exit polls έδειξαν ότι οι απέχοντες δεν ήταν μόνον ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κατεξοχήν της Ν.Δ. η οποία υπενθυμίζεται ότι έχασε 200.000 ψήφους (αντί να κερδίσει, όπως θα ήταν αναμενόμενο) μεταξύ των εκλογών Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι ειδικοί προσδίδουν πια τεράστια σημασία στους απέχοντες, καθώς ήδη αποδείχθηκε ότι αυτοί διαμόρφωσαν τη μεγάλη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και αυτοί, όπως όλα δείχνουν, θα είναι και ο καθοριστικός παράγοντας για το εύρος της διαφαινόμενης νίκης της Ν.Δ.
Για να το καταλάβει κανείς με νούμερα αρκεί τούτο. Στις εκλογές του 2009 προσήλθαν στις κάλπες 1,5 εκατ. περισσότεροι πολίτες σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές και σε αυτές του 2004, 2 εκατ. περισσότεροι.
Και κάπως έτσι αναδεικνύεται το κεντρικό στοίχημα του κ. Κυρ. Μητσοτάκη. Δεν είναι άλλο από το να ανακόψει αυτό το διαρκώς διογκούμενο ρεύμα της αποχής, πείθοντας τους δυνάμει απέχοντες ότι το κόμμα του δεν έχει σχέση με το παρελθόν του κι ότι έχει σαφές σχέδιο ανάταξης της χώρας. Είναι προφανές τέλος ότι η τεράστια αυτή δεξαμενή ψήφων είναι ασυγκρίτως πιο απαραίτητη στη Ν.Δ. για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη που χρειάζεται.
Για να το πούμε με άλλα λόγια, ήταν ευφυής η πρόσφατη μεταγραφή στη Ν.Δ. του εκπροσώπου της Ενωσης Κεντρώων κ. Γιάννη Καλλιάνου σε μια εξόφθαλμη απόπειρα διεμβολισμού του Βασ. Λεβέντη, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι εν λόγω ψηφοφόροι είναι αυτοί που θα έπρεπε να αναζητεί η Ν.Δ. για να μην αποδειχθεί μελλοντικά μια ακόμη θνησιγενής κυβέρνηση.