Όταν ο Βρετανός ...
πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον ανακοίνωσε, τον Ιανουάριο του 2013, την απόφασή του να προχωρήσει σε δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι της χώρας του στην Ε.Ε., έμοιαζε να προχωρεί σε μια κίνηση μικρού πολιτικού ρίσκου.
Η ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα των Συντηρητικών θα ηρεμούσε, ο Κάμερον θα κέρδιζε τις εκλογές και θα προχωρούσε στο υπεσχημένο δημοψήφισμα χωρίς ιδιαίτερη αγωνία, αφού και τα τρία μεγάλα κόμματα τάσσονταν υπέρ της παραμονής. Το ενδεχόμενο επικράτησης του Brexit φάνταζε, πρακτικά, αδιανόητο.
Η 23η Ιουνίου του 2016 πέρασε στην Ιστορία, σαν μία από εκείνες τις στιγμές όπου το αδιανόητο γίνεται αναπόδραστο και αναπόδραστο πραγματικό – για το καλύτερο, ή το χειρότερο. Διαψεύδοντας τις δημοσκοπήσεις, το Brexit επικράτησε με 51,9% έναντι 48,1%, ωθώντας τη Βρετανία στο άγνωστο, βυθίζοντας την Ε.Ε. σε μια υπαρξιακών διαστάσεων κρίση και επαναφέροντας τις διεθνείς αγορές στο τρικυμιώδες 2008 (τα διεθνή χρηματιστήρια έχασαν δύο τρισ. μέσα σε λίγες ώρες).
Πληρώνοντας το τίμημα της αποτυχίας του, ο Κάμερον υπέβαλε... μεταχρονολογημένη παραίτηση για τον Οκτώβριο, όταν το συνέδριο των Συντηρητικών θα κληθεί να ορίσει τον αντικαταστάτη του – πιθανόν, τον επικεφαλής της εκστρατείας για το Brexit, Μπόρις Τζόνσον. Μέχρι τότε, θα πρέπει να διαχειριστεί τις βαριές επιπτώσεις της απερισκεψίας του.
Το δημοψήφισμα ανέδειξε μια χώρα διχασμένη κοινωνικά, ηλικιακά και γεωγραφικά. Υπέρ της παραμονής τάχθηκαν η μορφωμένη μεσαία τάξη, οι νεότερες ηλικίες, το κοσμοπολίτικο Λονδίνο, η Σκωτία και η Β. Ιρλανδία. Στην πλευρά του Brexit πολώθηκαν τα φτωχότερα στρώματα, οι μεγαλύτερες ηλικίες, η Αγγλία και η Ουαλλία.
Ο Τζόνσον είχε καλέσει τους ομοεθνείς του να μετατρέψουν την 23η Ιουνίου στη βρετανική «Ημέρα της Ανεξαρτησίας». Προτού προλάβει, όμως, καλά καλά να πανηγυρίσει, τη σημαία της Ανεξαρτησίας έσπευσαν να υψώσουν οι Σκωτσέζοι και Ιρλανδοί εθνικιστές, ζητώντας τα δικά τους δημοψηφίσματα για απόσχιση από το Ηνωμένο Βασίλειο και παραμονή στην Ε.Ε. Οσοι πλειοδοτούσαν στον πατριωτισμό της Μεγάλης Βρετανίας καλούνται τώρα να εξορκίσουν την απειλή της Μικράς Αγγλίας.
Η Ε.Ε. μοιάζει από χθες με σκάφος που κλυδωνίζεται σε άγρια, αχαρτογράφητα νερά. Για πρώτη φορά στις έξι δεκαετίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, μια χώρα (και τι χώρα!) αποχωρεί από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Οι φόβοι για διαλυτικό φαινόμενο ντόμινο δεν είναι θεωρητικοί. Ηδη, λαϊκιστικά, αντιευρωπαϊκά κόμματα διαφορετικών αποχρώσεων –από το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν μέχρι το Κίνημα Πέντε Αστέρων του Γκρίλο– που αντιπροσωπεύουν δυναμικά ανερχόμενες πολιτικές δυνάμεις στις χώρες τους, ζητούν δημοψηφίσματα α λα Βρετανία.
Κοινή είναι η πεποίθηση που διαμορφώνεται στις πρωτεύουσες των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών ότι η «υπαρκτή Ε.Ε.» μπορεί να επιβιώσει του επώδυνου ακρωτηριασμού της μόνον αν μεταρρυθμιστεί παίρνοντας τα μηνύματα των πολιτών, κάτι που εύκολα λέγεται, αλλά δύσκολα γίνεται.
Προκειμένου να καθαρίσουν την τοξική ατμόσφαιρα, οι επικεφαλής των τεσσάρων βασικών ευρωπαϊκών θεσμών ζήτησαν χθες από τους Βρετανούς να προχωρήσουν το ταχύτερο δυνατό στις διαδικασίες του «διαζυγίου». Παραδόξως, τόσο ο Κάμερον, που προκάλεσε το δημοψήφισμα, όσο και ο Τζόνσον, που ηγήθηκε του Brexit, δεν βιάζονται καθόλου να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των επιλογών τους, ζητώντας παράταση έως τον Οκτώβριο. Μια μεγάλη περίοδος αβεβαιότητας αρχίζει για την Ευρώπη και για όλο τον κόσμο, καθώς είναι πάντα πιο εύκολο να διαλύσεις κάτι, παρά να οικοδομήσεις κάτι άλλο στη θέση του.