Κάθε φορά που στην ...
οθόνη του τηλεφώνου της βλέπει αριθμό με απόκρυψη, απορρίπτει την κλήση για λόγους... ασφαλείας. «Φύλα τα ρούχα σου, να έχεις τα μισά», λέει με νόημα στην «Κ» η 40χρονη Ελβίρα, κομμώτρια, η οποία τα τελευταία χρόνια οργώνει την Αθήνα με ένα βαλιτσάκι γεμάτο βούρτσες, τσιμπιδάκια και... σεσουάρ. Η Ελβίρα είναι μία από τους χιλιάδες που εργάζονται στην «γκρίζα» ζώνη της νομιμότητας, φοροδιαφεύγοντας ολικώς ή μερικώς, σε μια προσπάθεια να επιβιώσουν οικονομικά.
Επαγγελματίες στον χώρο της ομορφιάς, οικιακοί βοηθοί, τεχνίτες, αλλά και πτυχιούχοι εκπαιδευτικοί που παραδίδουν μαθήματα, αποτελούν τους συνηθέστερους «υπόπτους». Φυσικά, η εν λόγω τακτική συνεχίζεται με τη συναίνεση και την ανοχή των πελατών, οι οποίοι επωφελούνται εξίσου από τις χαμηλότερες τιμές, ενώ παράλληλα δεν έχουν κίνητρο να ζητήσουν απόδειξη παροχής υπηρεσιών: έχουν διαπιστώσει ότι η «συλλογή» αποδείξεων δεν συνεπάγεται ουσιαστική φοροελάφρυνση. «Εν ολίγοις, δεν ανησυχώ ότι θα με καταγγείλει ποτέ κάποια πελάτισσα, παρά μόνον κάποιος ανταγωνιστής», σχολιάζει η 40χρονη. Ετσι, «ρωτώ πάντα ποιος με σύστησε, αν δεν με πείσει η απάντησή τους, απλώς δεν τους εξυπηρετώ».
Το «deal» συμφέρει
Μέχρι το 2009, η Ελβίρα ίδια εργαζόταν σε κομμωτήριο και έκτοτε ξεκίνησε να δουλεύει μόνη της. Το «deal» συμφέρει και τις δύο πλευρές, αφού οι τιμές της είναι περίπου 50% από εκείνες της «πιάτσας» και η Ελβίρα βάζει όλο το ποσόν στην τσέπη της. «Ο τελευταίος μου μισθός στο κομμωτήριο ήταν 500 ευρώ, αλλά τον καιρό εκείνο, το αφεντικό μου “πόνταρε” στα φιλοδωρήματα που θα μου έδιναν». Συνολικά, συγκέντρωνε περί τα 800 ευρώ, ποσό που σήμερα ξεπερνά κατά πολύ, στηρίζοντας και τον μακροχρόνια άνεργο σύζυγό της.
«Δεν έφυγα για το οικονομικό, αλλά για να εξοικονομώ χρόνο για την οικογένειά μου», διευκρινίζει, «στο κομμωτήριο όφειλα να βρίσκομαι πέντε μέρες την εβδομάδα, Πέμπτη και Παρασκευή “χτυπούσα” δωδεκάωρα, ακόμα και όταν ήταν άδειο». Οπως εξηγεί, «ακόμα και όταν ένα κομμωτήριο κατεβάζει τα ρολά, το προσωπικό του παραμένει για τουλάχιστον μία ώρα παραπάνω: πρέπει να σκουπίσει και να σφουγγαρίσει το πάτωμα, να βάλει στο πλυντήριο τις πετσέτες, να καθαρίσει τους καθρέφτες». Και στο μεταξύ, λόγω κρίσης, τα φιλοδωρήματα έχουν κάνει φτερά…
Για την ίδια, η οποία είχε τότε δύο μικρά παιδιά, όλα αυτά ήταν «χαμένος χρόνος». «Αναγκαζόμουν να παίρνω νταντά», θυμάται. Τώρα, δηλώνει «κυρία του εαυτού» της. Και η ασφάλεια; Η σύνταξη; «Εχω κάνει συμφωνία με έναν φίλο μου γιατρό που με παρουσιάζει στην εφορία ως γραμματέα του», εξηγεί, «εγώ του πληρώνω 220 ευρώ τον μήνα για τα ένσημα». Σύμφωνα με την ίδια, αν δούλευε ως ελεύθερος επαγγελματίας, θα έχανε το 50% των εσόδων της. Αν, πάντως, έρθει ποτέ η ανάπτυξη στη χώρα... «θα προτιμήσω να ανοίξω δικό μου κομμωτήριο, διαφορετικά θα παραμείνω στα μαύρα».
Με ιδιωτική ασφάλιση
«Θα ήθελα πραγματικά να φορολογούμαι για τη δουλειά μου, υπό την προϋπόθεση ότι οι εισφορές θα ήταν λογικές», λέει με ειλικρίνεια στην «Κ» η 35χρονη φιλόλογος Χριστίνα, η οποία καθώς δεν έχει περάσει στο ΑΣΕΠ, τα τελευταία 15 έτη παραδίδει μαθήματα κατ’οίκον. «Αν εγγραφόμουν στον ΟΑΕΕ, θα όφειλα να δίνω 350 ευρώ το δίμηνο στο Ταμείο», επισημαίνει, «χωρίς κανείς να μου εγγυάται αν και πόση σύνταξη θα πάρω, γερνώντας». Αλλωστε, τα έσοδα από τα μαθήματα δεν είναι σταθερά. «Η δουλειά μας περιορίζεται σε οκτώ μήνες τον χρόνο, οι ακυρώσεις εκ μέρους των παιδιών είναι συχνές». Παράλληλα, το αντίτιμο για τη διδασκαλία «πέφτει», οι τάξεις αλλά και οι ώρες διδασκαλίας μειώνονται. «Οι οικογένειες μάς χρειάζονται πια μόνο στο λύκειο ενόψει Πανελληνίων», περιγράφει η 35χρονη, η οποία περιμένει σε λίγους μήνες το πρώτο της παιδί. «Ως δικλίδα ασφαλείας έχω κάνει ιδιωτικές ασφάλειες, νοσοκομειακή και συνταξιοδοτική, ενώ φαίνομαι και προστατευόμενο μέλος στο ΙΚΑ του συζύγου μου», διευκρινίζει η νεαρή φιλόλογος, «σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν θα σκεφτόμουν τη λύση του φροντιστηρίου».
Την ίδια άποψη υποστηρίζει η συνομήλική της, καθηγήτρια γερμανικών, Δανάη. «Εγώ πέρασα στο ΑΣΕΠ, έζησα δέκα έτη στην επαρχία και τώρα είμαι αποσπασμένη στην Αθήνα», λέει στην «Κ». «Πολλά φροντιστήρια δίνουν στους συμφοιτητές μου 3,50 και 5 ευρώ την ώρα, παρά το ότι τα γερμανικά είναι η πιο καλοπληρωμένη και περιζήτητη ξένη γλώσσα». Συνεπώς, και εκείνη καταφεύγει, αναπόφευκτα, στα ιδιαίτερα, «καθώς ο μισθός μου έχει πάρει από καιρό την κατιούσα». Το όνειρο του Δημοσίου έχει γίνει εφιάλτης. «Αν τοποθετηθώ εκ νέου επαρχία, θα παραιτηθώ, προτιμώ να μείνω στην αβεβαιότητα των ιδιαίτερων...».
«Πρωταθλητές» οι κατ’ οίκον εργαζόμενοι
«Πρωταθλητές» οι κατ’ οίκον εργαζόμενοι
Η ανασφάλιστη και αδήλωτη εργασία στη χώρα μας, σύμφωνα με τους ειδικούς, ξεπερνά το 25% του ΑΕΠ. «Πρωταθλητές» αναδεικνύονται ο κατασκευαστικός και αγροτικός τομέας, οι οικιακοί βοηθοί και η πάσης φύσεως παροχή υπηρεσιών κατ’ οίκον. Τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία αφορούν μόνον εταιρείες, στις οποίες το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) έχει προβεί σε ελέγχους. Ωστόσο, οι απαντήσεις που δίνουν εργαζόμενοι και εργοδότες στις εν λόγω επιχειρήσεις είναι ενδεικτικές της οικονομικής κατάστασης, αλλά και της κουλτούρας μας. Οπως καταγράφεται σε μελέτη της ΓΣΕΕ που βασίζεται σε στοιχεία του ΣΕΠΕ, στο ερώτημα προς τους εργαζόμενους, «γιατί δεχθήκατε αδήλωτη δουλειά;», το 41% απαντά για να «πάρω τη δουλειά», το 34% για «οικονομικούς λόγους», το 7% «από συνήθεια», το 4% «είμαι ασφαλισμένος αλλού», το 5% για «λόγους νομιμότητας» και το 3% «επειδή εργάζομαι στην οικογενειακή μας επιχείρηση». Οι εργοδότες, από την άλλη, απαντούν κατά 44,4% ότι απασχόλησαν κάποιον ανασφάλιστο για «οικονομικούς λόγους» και κατά 40,4% γιατί «έτσι έχω συνηθίσει». Ως τρόπους για την αλλαγή αυτής της τακτικής, οι εργοδότες υποδεικνύουν τους αποτελεσματικότερους ελέγχους (33%), τη μείωση των εισφορών (27%), την ανάπτυξη της αγοράς (17%), τα οικονομικά κίνητρα (16%), τη μείωση της γραφειοκρατίας (6%).