Φωτιά στο πολιτικό ...
σκηνικό, τη στιγμή που συνεχίζονται οι πυρετώδεις διεργασίες για την εξασφάλιση της ρευστότητας μέσω της επιδιωκόμενης συμφωνίας με τους δανειστές μας, βάζει εκ των πραγμάτων η κατάθεση πρότασης για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, για το πώς υπέγραψε η χώρα τα μνημόνια, από το κυβερνών κόμμα και τους Ανεξάρτητους Ελληνες.
Η αυριανή άλλωστε πρεμιέρα στη Βουλή, όπου το απόγευμα θα ξεκινήσει εκτός απροόπτου η συζήτηση επί της πρότασης για την έρευνα σχετικά με την είσοδο στα μνημόνια, πυροδοτεί και διαμορφώνει συνθήκες ευρείας αντιπαράθεσης μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης αλλά και μεταξύ των πρώην συμμάχων της δικομματικής κυβέρνησης, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.
Το... παιχνίδι δε της κολοκυθιάς, του στυλ «γιατί ν' αρχίσει η έρευνα από το 2009 και να μην πάει πίσω στο 2004 ή και ακόμη πιο πίσω στον χρόνο, στο 1981...», δείχνει αν μη τι άλλο ότι τα κόμματα αντιμετωπίζουν την όλη υπόθεση ως ευκαιρία ανάδειξης της δικής τους «αλήθειας» αλλά και διαφυγής από τα υπαρκτά εσωκομματικά ζητήματα.
Σε κάθε περίπτωση η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής αποφασίζεται -βάσει του αιτιολογικού κειμένου- για να διερευνήσει του λόγους που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια καθώς και θέματα που σχετίζονται με το PSI και την πρώτη και δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Το «κουμπί» για την κίνηση πατήθηκε πάντως δύο εβδομάδες πριν στο Μέγαρο Μαξίμου σε σύσκεψη με τη συμμετοχή του υπουργού Αμυνας Πάνου Καμμένου, ενώ την περασμένη εβδομάδα το θέμα συζητήθηκε εκ νέου στο προεδρείο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ που συνεδρίασε υπό τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα.
Μία από τις βασικές κόντρες που έχει ήδη ξεσπάσει -πριν καλά-καλά αρχίσει η κουβέντα στη Βουλή- εδράζεται στην επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ να αφήσουν εκτός της έρευνας την περίοδο Καραμανλή, χωρίς ωστόσο να «δεσμεύονται» ότι δεν θα οδηγήσει και εκεί η έρευνα. Η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Σαμαράς θα προσέλθουν στην εν λόγω αντιπαράθεση αφενός για να αντιτάξουν την επιχειρηματολογία τους για τη διακυβέρνηση από το 2012 μέχρι τη φετινή εκλογική 25η Γενάρη αλλά και για να υποστηρίξουν το κυβερνητικό έργο επί Καραμανλή - είναι πασιφανές ότι ο νυν αρχηγός της ΝΔ δεν θέλει να αφήσει ούτε χαραμάδα «παρεξήγησης» με το καραμανλικό μπλοκ. Ως «όπλο» απέναντι στην κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξαν δια του Πολιτικού Συμβουλίου την κατάθεση «γαλάζιας» πρότασης για Εξεταστική για την Οικονομία που θα ερευνήσει τη χρονική περίοδο από το 1981(!) και μετά.
Στη Συγγρού πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλησε να φανεί συνεπής ειδικά με την προεκλογική του δέσμευση για Εξεταστική για το μνημόνιο, προκειμένου να προσφέρει η κυβέρνησή του θέαμα αφού αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να προσφέρει άρτο στους ψηφοφόρους. Κατηγορούν μάλιστα εκ των προτέρων το κυβερνών κόμμα για τακτική κίνηση που θα προκαλέσει διχαστικό κλίμα -γι' αυτό και θα καταψηφίσουν την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ- και εισηγούνται η συζήτηση να ξεκινήσει αργότερα, τον Ιούνιο, αφού γίνει η συμφωνία με τους εταίρους.
Διμέτωπος
Η Εξεταστική ωστόσο κάθε άλλο παρά αποκλείει τη σφοδρή επίθεση του διμέτωπου αγώνα του ΠΑΣΟΚ εναντίον και των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αλλά και της Νέας Δημοκρατίας. Σε κάτι άλλωστε που συμφωνούν οι επί χρόνια κορυφαίοι εσωκομματικοί αντίπαλοι Ευάγγελος Βενιζέλος και Γιώργος Παπανδρέου είναι στην ανάδειξη ευθυνών της τότε κυβέρνησης της ΝΔ και του ιδίου του πρώην πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, τον οποίο καταγγέλλουν όλα αυτά τα χρόνια για τα βασικά αίτια που οδήγησαν τη χώρα στην αγκαλιά του μνημονίου.
ΠΑΣΟΚ και Κίνημα Παπανδρέου διαβλέπουν ειδικές σκοπιμότητες πίσω από την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να αφήσουν εκτός του πεδίου της έρευνας την περίοδο 2004-2009. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προέβη στην υλοποίηση της προεκλογικής δέσμευσης επιδιώκοντας όπως λένε στελέχη να ριχθεί άπλετο φως στις κρίσιμες διαδρομές που εγκλώβισαν τη χώρα στη μνημονιακή περίοδο επί πέντε χρόνια. Οι γνωρίζοντες «αποκαλύπτουν» ωστόσο ότι μέσω της Εξεταστικής Η Κουμουνδούρου φιλοδοξεί να φέρει καίριο χτύπημα στα δύο κόμματα που κυβέρνησαν επί δεκαετίες και που τώρα ταλανίζονται από εσωκομματικούς τριγμούς.
Οι ίδιοι άνθρωποι υποστηρίζουν ταυτόχρονα ότι η Εξεταστική μπορεί να δυσκολέψει τη γενικότερη πορεία του κυβερνώντος κόμματος, αφού τη στιγμή των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους χρειάζεται κλίμα συναίνεσης και υποστήριξης.