Εάν η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία δεν ...
βρουν έναν τρόπο για να αναζωογονήσουν την οικονομία της Ευρώπης, το ευρώ μπορεί να απειληθεί, τονίζει σε δημοσίευμά του το περιοδικό Economist.
Στο δημοσίευμα, το οποίο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη νομισματική ένωση τονίζεται ότι «μόλις πριν από μερικούς μήνες οι ηγέτες της Ευρωζώνης πιστεύοντας ότι έχουν περάσει τα δύσκολα επαναπαύτηκαν» προσθέτοντας:
«Έχοντας εξασφαλίσει και την υπόσχεση του προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι ότι θα κάνει τα πάντα για να στηρίξει το ενιαίο νόμισμα η εμπιστοσύνη άρχισε να ρέει ξανά στην ήπειρο. Η ανάπτυξη φάνηκε να επιστρέφει, αν και με αργά βήματα, οι περιφερειακές χώρες άρχισαν να επανακάμπτουν, έπειτα από διασώσεις με επίπονα μέτρα ώστε να περιορίσουν τα έξοδα και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα. Η ανεργία, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, παρέμενε αρκετά υψηλή, αλλά στις περισσότερες χώρες τα ποσοστά έδειχναν να πέφτουν και τα spreads των ομολόγων είχαν μειωθεί καθώς οι αγορές σταμάτησαν να στοιχηματίζουν στην κατάρρευση του ευρώ».
Το βρετανικό οικονομικό περιοδικό αναφέρει εμφατικά ότι «όλα αυτά ήταν μια ψευδαίσθηση» σημειώνοντας ότι «τις τελευταίες εβδομάδας χώρες της ευρωζώνης άρχισαν να "μπάζουν νερά" για ακόμη μια φορά. Το συλλογικό τους ΑΕΠ παρέμεινε στάσιμο στο δεύτερο τέταρτο του 2014: Η Ιταλία επέστρεψε σε ολοκληρωτική ύφεση, το γαλλικό ΑΕΠ παρέμεινε στάσιμο και ακόμη και η πανίσχυρη Γερμανία σημείωσε μια αναπάντεχη πτώση απόδοσης. Το τρίτο τέταρτο του έτους αναμένεται αρκετά ασταθές, κυρίως επειδή η ζώνη του ευρώ θα υποστεί επιπλέον απώλειες από τις κυρώσεις της Δύσης στη Ρωσία. Την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός έχει πέσει επικίνδυνα χαμηλά, περίπου στο 0,4%, αρκετά πιο κάτω από το 2% που ήταν ο στόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δημιουργώντας επιπρόσθετους φόβους. Οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων βρίσκονται κάτω από το 1%, ακόμη ένας προάγγελος της πτώσης των τιμών. Η Ευρωζώνη στέκεται (ή καλύτερα ακροβατεί) σε αντίθεση με την Αμερική και τη Βρετανία, των οποίων οι οικονομίες απολαμβάνουν βιώσιμη ανάπτυξη».
Και συνεχίζει το δημοσίευμα:
«Αυτό που άρχισε πριν από περίπου τέσσερα χρόνια σαν μια τραπεζική κρίση και κρίση κρατικού χρέους έχει εξελιχθεί σε μια κρίση ανάπτυξης, που τώρα περιβάλλει και τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίας. Η Γερμανία ισορροπεί επικίνδυνα στα όρια της ύφεσης, η Γαλλία είναι βυθισμένη στη στασιμότητα και το ΑΕΠ της Ιταλίας είναι ελάχιστα πάνω από τα επίπεδα προ 15 ετών, όταν και εισήλθε στο ενιαίο νόμισμα. Από τη στιγμή που αυτές οι χώρες ισοδυναμούν με τα 2/3 του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, η ανάπτυξη σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ολλανδία δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα».
Παράλληλα, τονίζονται οι εγγενείς ασθένεις της Ευρώπης. «Δεν υπάρχουν αρκετοί πολιτικοί ηγέτες με το κουράγιο και την θέληση να προωθήσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και, εν τέλει, να επανεκκινήσουν τις οικονομίες για να έλθει η ανάπτυξη. Η κοινή γνώμη δεν είναι πεπεισμένη για την ανάγκη για βαθιές και ριζικές αλλαγές, ενώ παρά τις προσπάθειες του κ. Ντράγκι το νομισματικό και δημοσιονομικό πλαίσιο είναι τόσο στενό που "στραγγαλίζει" την ανάπτυξη.
O Economist κάνει εκτενή αναφορά στον γάλλο «ασθενή» σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «ο κ. Ολάντ, ο οποίος εκλέχθηκε στην προεδρία με την υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας αναμορφωτής τύπου Θάτσερ, αλλά από τη στιγμή που τοποθέτησε τον Μανουέλ Βαλς ως πρωθυπουργό δείχνει, τουλάχιστον, να έχει ενστερνιστεί την αρχή των περικοπών στα δημοσιονομικά, της μείωσης των φόρων και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
Τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι «στον αντίποδα ο Μοντεμπούρ και οι σύμμαχοί του προσφέρουν τη γοητευτική ιδέα πως αν η ζώνη του ευρώ σβήσει τους κανόνες της, επιτρέψει μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα και αρκετά γενναιόδωρες δημόσιες δαπάνες δεν θα υπάρχει η ανάγκη για επώδυνες μεταρρυθμίσεις γιατί η οικονομία θα βγει ως εκ θαύματος από τα δικά της προβλήματα».
Το δημοσίευμα αναφέρει, ωστόσο, ότι ο Μοντεμπούρ «έχει δίκιο σχετικά με το τρίτο από τα βασικά προβλήματα της Ευρώπης, την υπερβολική λιτότητα, η οποία επιβάλλεται σε όλη την ήπειρο κυρίως από τη Γερμανία. Και ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι πρόσφατα παραδέχθηκε εμμέσως ότι η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική στην Ευρωζώνη είναι πολύ σφιχτή, ενώ υπαινίχθηκε ότι θα ήταν υπέρ μιας ποσοτικής χαλάρωσης, όπως έπραξαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία, κάτι που ερμηνεύθηκε ως μήνυμα προς την Ανγκελα Μέρκελ. Αυτή άλλωστε είναι και η ηγέτης που επιμένει περισσότερο από όλους στην αυστηρή πειθαρχία, όπως και η Bundesbank είναι η τράπεζα που αντιτίθεται περισσότερο από όλες στην πιθανότητα ποσοτικής χαλάρωσης».
Το βρετανικό περιοδικό, πάντως, δεν βλέπει μόνο... μαύρα σύννεφα. «Παρά την οποιαδήποτε κατήφεια σίγουρα υπάρχει και η θετική πλευρά. Αν οι κύριοι Ολάντ και Ρέντσι μπορούν να αποδείξουν ότι θα προωθήσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η Άνγκελα Μέρκελ ίσως να συμφωνήσει να ανεχθεί σε μια πιο χαλαρή δημοσιονομική στάση (συμπεριλαμβανομένων και μεγαλύτερων δημόσιων δαπανών στην Γερμανία) και νομισματική πολιτική. (...) Δυστυχώς, στον πραγματικό κόσμο, η Άνγκελα Μέρκελ έχει κάθε λόγο να μην εμπιστεύεται την Γαλλία και την Ιταλία, καθώς, όποτε η εξωτερική πίεση προς αυτές τις χώρες υποχωρεί, αμέσως κάνουν πίσω στις όποιες μεταρρυθμίσεις έχουν συμφωνήσει. Και η καγκελάριος της Γερμανίας μόλις τοποθέτησε ως πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον "υποψήφιο τίποτα" Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ».
Το δημοσίευμα υπογραμμίζει ότι «θα είναι αρκετά δύσκολο, αλλά χωρίς περαιτέρω πιέσεις από τους ηγέτες της ηπείρου, η ανάπτυξη δεν θα επιστρέψει και ο αποπληθωρισμός θα παγώσει».
Και καταλήγει το άρθρο-φωτιά:
«Χάρη στις υποσχέσεις του Μάριο Ντράγκι να θέσει ένα κατώτατο όριο δημοσίου χρέους, ο κίνδυνος πως οι οικονομικές πιέσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν διάλυση της Ενωσης έχει υποχωρήσει, ωστόσο, ο πολιτικός κίνδυνος πως μια ή περισσότερες χώρες θα αποφασίσουν να "πηδήξουν από το καράβι" γίνεται συνεχώς όλο και πιο ορατός. Η κρίση του ευρώ δεν έχει τελειώσει, απλά περιμένει πάντα στην γωνία».