Γεννάμε λιγότερα παιδιά, σε μεγαλύτερη ηλικία


Το 2018 στη χώρα μας ...

σημειώθηκαν 33.857 περισσότεροι θάνατοι (120.297) από τις γεννήσεις (86.440). Δυστυχώς, όλα δείχνουν πως δεν πρόκειται για μια εξαίρεση, αλλά για μια νέα κατάσταση, που ήρθε για να μείνει και απαιτούνται πολύ σοβαρές και συνολικές αλλαγές για να ανατραπεί. 
«Τις τελευταίες δεκαετίες ο αριθμός των γεννήσεων στη χώρα μας έχει μειωθεί σημαντικά (155.000 τη δεκαετία του ’50, 141.000 το 1981, 102.000 το 2001 και 86.500 το 2018), ενώ ένα τμήμα των γεννήσεων αυτών (το 15% περίπου την τελευταία εικοσαετία) προέρχεται από αλλοδαπές μόνιμα εγκατεστημένες στη χώρα μας. 
Ταυτόχρονα, μετά το 1950 αυξάνεται συνεχώς και ο αριθμός των θανάτων λόγω της γήρανσης του πληθυσμού μας. Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν στη δημιουργία αρνητικών φυσικών ισοζυγίων (γεννήσεις–θάνατοι), που δεν αναμένεται να μετατραπούν σε θετικά τις αμέσως επόμενες δεκαετίες», σημειώνει σε παρέμβασή του ο καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης. Βασιζόμενος σε μελέτες του Εργαστηρίου
Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, σημειώνει πως εάν τα «μεταναστευτικά ισοζύγια στο μέλλον είναι ουδέτερα (δηλ. μηδενικά), ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειώνεται συνεχώς, ενώ ταυτόχρονα το πλήθος και το ποσοστό των ηλικιωμένων (65%+) και των υπερηλίκων (85+) θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο».
Παράμετροι
Σημαντικές παράμετροι τις οποίες σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης είναι η άνοδος της μέσης ηλικίας απόκτησης του πρώτου παιδιού και η πτώση των δεικτών γονιμότητας, τάσεις που εκφράζονται στο σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά στην Ελλάδα εκφράζονται με ιδιαίτερη ένταση. Ετσι, όσον αφορά τη μέση ηλικία πρώτης γέννας, αυτή από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ακολουθεί σταθερά ανοδική πορεία (από 24 στα 30,5 έτη). 
Καθώς μιλάμε για μέσον όρο, αυτό σημαίνει πως μεγάλο μέρος των γυναικών γίνονται μητέρες για πρώτη φορά πάνω από τα 35 έτη και ακόμα μεγαλύτερες, έτσι ώστε η γέννα να γίνεται όλο και περισσότερο υπόθεση της... μέσης ηλικίας. 
Βεβαίως, όταν μια γυναίκα φέρνει στον κόσμο το πρώτο παιδί της σε μεγάλη σχετικά ηλικία, σπανίως κάνει και δεύτερο, πόσο μάλλον τρίτο. Ταυτόχρονα, οι δείκτες γονιμότητας, σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, «καταρρέουν, πέφτοντας από τα 2,2 παιδιά ανά γυναίκα το 1979-80 στο 1,25 γύρω στο 2000, αυξάνονται ελαφρώς στη συνέχεια και μειώνονται εκ νέου (1,35 παιδιά/γυναίκα) τα τελευταία χρόνια». 
Ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2017 είναι 1,6 παιδιά ανά γυναίκα (με τη Γαλλία στο 1,85), ενώ η αναλογία αναπαραγωγής σε κοινωνικό επίπεδο υπολογίζεται σε 2,2 παιδιά ανά γυναίκα. Οι χώρες του νότου και της Ανατολικής Ευρώπης βρίσκονται πιο χαμηλά, περίπου στα ελληνικά επίπεδα.
Πώς διαγράφεται το δημογραφικό μέλλον, σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη και το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ); Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ξεκαθαρίζουν τους δύο ανεξάρτητους παράγοντες που καθορίζουν τις γεννήσεις κάθε χρονιάς: του πλήθους των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και του τελικού αριθμού των παιδιών που θα κάνουν. 
«Το πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, χωρίς ριζικές αλλαγές (σημαντική είσοδος νέων αλλοδαπών στη χώρα μας) δεν αναμένεται να αυξηθεί, αλλά αντιθέτως θα μειωθεί (κατά 250.000 από το 2018 έως το 2030, κατά 350-400.000 μέχρι το 2040). Ο παράγοντας αυτός θα έχει στο μέλλον προφανώς αρνητική επίπτωση στις γεννήσεις», σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης. 
«Θα μπορούσε εν μέρει μόνον να αντισταθμιστεί εάν οι νεότερες γενεές αρχίσουν να κάνουν όλο και λίγο περισσότερα παιδιά απ’ ό,τι οι γονείς τους ή/και εάν σταματήσουν να κάνουν τα παιδιά τους σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία», συμπληρώνει ο καθηγητής του Παν. Θεσσαλίας. Πάντως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Εργαστηρίου, που παρουσιάζονται από τον κ. Κοτζαμάνη στη μελέτη με τίτλο «Τα νέα μέτρα στήριξης της οικογένειας και η συμβολή τους στις γεννήσεις και στη γονιμότητα», πολύ δύσκολα οι γεννήσεις την επόμενη δεκαετία θα φτάσουν τους θανάτους, οι οποίοι αναμένεται να αυξηθούν λόγω γήρανσης του πληθυσμού.
Για να υπάρξει μια πορεία αναστροφής αυτής της τάσης απαιτείται σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη «μια στοχευμένη δημογραφική πολιτική, σε συνδυασμό με μια αποτελεσματική κοινωνική πολιτική, την ανόρθωση της οικονομίας μας, τη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας ώς και την άρση των έμφυλων διακρίσεων και της ασυμβατότητας μεταξύ εργασιακής και οικογενειακής ζωής».
Τα μέτρα που απαιτούνται
Τι μπορεί όμως να γίνει για να ανακοπεί σε μια πρώτη φάση η φθίνουσα πορεία της γονιμότητας και στη συνέχεια αυτή να αυξηθεί;
Απαιτείται προφανώς μια προοδευτική αλλαγή των αναπαραγωγικών μας συμπεριφορών και κυρίως η δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος που σήμερα δεν υπάρχει, περιβάλλοντος που θα επιτρέψει την υλοποίηση από τις νεότερες γενιές οικογένειας με γύρω στα δύο παιδιά κατά μέσον όρο. 
Σε τι συνίσταται όμως το ευνοϊκότερο αυτό περιβάλλον; Τα μέτρα αυτά, τονίζει ο Βύρων Κοτζαμάνης, πρέπει να είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του, ανεξαρτήτως της μορφής της (συμβίωση με/χωρίς σύμφωνο, γάμος, μονογονεϊκή οικογένεια) και ταυτόχρονα, εκτός των άλλων, να στοχεύουν και στη μέγιστη δυνατή μείωση των διαφορών του επιπέδου διαβίωσης των οικογενειών μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων που απορρέουν από την έλευση ενός παιδιού. 
Απαιτούνται μέτρα τα οποία δεν θα στοχεύουν μόνο στη μείωση του οικονομικού κόστους (άμεσου/έμμεσου), που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμα κάθε παιδιού, αλλά και:
Πρώτον, στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή. Δεύτερον, στην άρση των έμφυλων διακρίσεων. Και τρίτον, στην αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων έως και στη μερική κάλυψη βασικών κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον οι γονείς, όπως στήριξη στην περίπτωση απώλειας της εργασίας, ενεργές πολιτικές για την επανένταξη στην αγορά εργασίας, υψηλό σχετικά ελάχιστο διασφαλισμένο κατώτατο εισόδημα. 
«Στόχος θα πρέπει να είναι η αύξηση της τελικής γονιμότητας των νεότερων γυναικών σε 1,8 παιδιά και η σταθεροποίηση μακροπρόθεσμα των γεννήσεων πάνω από τις 90.000/έτος. Ειδικότερα δε μεγαλύτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην ανακοπή της αύξησης του ποσοστού των γυναικών χωρίς παιδιά, που έχει ξεπεράσει το 20% στις γενεές 1970-75», τονίζει ο καθηγητής Δημογραφίας κ. Κοτζαμάνης.
Η διαχρονική εξέλιξη του δείκτη γονιμότητας στην Ελλάδα
Πώς εξελίχθηκαν όμως οι δείκτες γονιμότητας στην ελληνική κοινωνία τις προηγούμενες δεκαετίες, σύμφωνα με τον καθηγητή Βύρωνα Κοτζαμάνη; Την περίοδο 1950-1979 υπήρχε υψηλός δείκτης, από 1,95-2,1 παιδιά ανά γυναίκα, ενώ ταυτόχρονα ιδιαίτερη σημασία είχε πως «οι γυναίκες που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1935 και στο 1955 έκαναν τα παιδιά τους σε όλο και μικρότερη ηλικία».
Οι γενεές των γυναικών που γεννήθηκαν από το 1960 έως το 1975 έκαναν τελικά 1,6-1,7 παιδιά, λιγότερα απ’ ό,τι οι μητέρες τους. Οι γυναίκες όμως την περίοδο αυτή άρχισαν να κάνουν τα παιδιά τους, σε αντίθεση με τις προηγούμενες γενεές, σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία.
Τη δεκαετία του 2000 υπήρχε μια προσωρινή άνοδος του συγχρονισμένου δείκτη γονιμότητας, όχι γιατί ανακόπηκαν οι πτωτικές τάσεις του αριθμού παιδιών ανά μητέρα στις διαδοχικές γενεές, καθώς οι μητέρες συνέχιζαν να κάνουν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά. Οφείλεται κυρίως στην αναπλήρωση των γεννήσεων, δηλαδή στο ότι οι γυναίκες που ανέβαλαν συνεχώς τις γεννήσεις τους τα προηγούμενα χρόνια, τις έκαναν τελικά σε μεγαλύτερη ηλικία εκείνη την περίοδο.
Την περίοδο της κρίσης
Η μικρή μείωση του συγχρονισμένου δείκτη γονιμότητας την περίοδο της κρίσης (από 1,48 το 2010 σε 1,35 παιδιά / γυναίκα το 2017) οφείλεται στη συνεχιζόμενη αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών στις νεότερες γενεές και στη συνεχιζόμενη μείωση της γονιμότητάς τους (οι δύο αυτοί παράγοντες δύνανται να συσχετισθούν με την κρίση). Η μείωση, σύμφωνα με την εκτίμηση του Εργαστηρίου, θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη χωρίς τις γεννήσεις των αλλοδαπών.
Συνολικά εξετάζοντας, βλέπουμε πως «στις γενεές των γυναικών που γεννήθηκαν μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’50 η γονιμότητα συρρικνώνεται γρήγορα. Ειδικότερα, αν οι γυναίκες που γεννήθηκαν λίγο πριν από τον πόλεμο έκαναν, όπως προαναφέραμε, κατά μέσον όρο 2,2 παιδιά και αυτές που γεννήθηκαν μία εικοσαετία αργότερα (το 1955-1959) 1,9 παιδιά, οι νεότερες (όσες γεννήθηκαν μετά το 1960) κάνουν όλο και λιγότερα, οι γεννηθείσες δε το 1975-1979 θα κάνουν πιθανότατα κατά μέσον όρο μόλις 1,53 παιδιά. Ταυτόχρονα, η μέση ηλικία στην τεκνογονία αυξάνεται συνεχώς: 26,3 έτη στις γενεές 1960-1964, 30,3 έτη στις γενεές 1975-1979», σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης.
Η πρόσφατη οικονομική κρίση εκδηλώθηκε σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από τη μείωση του πλήθους των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (μείωση που ξεκίνησε λίγο πριν από το 2009: -300.000 ανάμεσα στο 2009 και στο 2018), τη συνεχή αύξηση της ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών (αύξηση που έχει ξεκινήσει εδώ και μία τριακονταπενταετία) και τη μείωση του μέσου αριθμού των παιδιών στις διαδοχικές γενεές των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1960.
Η επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος και η ήδη σχετικά υψηλή ηλικία στην τεκνογονία θα επηρεάσουν ακόμη και την αναπλήρωση των γεννήσεων από τις νεότερες γενεές, καθώς τμήμα τους που θα επιδιώξει κάποια στιγμή να κάνει ένα παιδί σε μεγάλη ηλικία δεν θα το μπορέσει, καθώς η βιολογική ικανότητα σύλληψης μειώνεται ταχύτατα μετά τα 35 έτη. Επομένως, τα παιδιά που θα κάνουν οι γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1980 θα είναι πιθανότατα ακόμη λιγότερα και από τα 1,5.
Οι τάσεις
Ποιες τάσεις προβλέπονται για την επόμενη δεκαετία; Σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, «οι ετήσιοι δείκτες συγχρονικής γονιμότητας, ακόμη και εάν δεν είχαν ληφθεί τα πρόσφατα μέτρα της κυβέρνησης, θα αυξηθούν πιθανότατα ελαφρώς την επόμενη δεκαετία για δύο λόγους: 
πρώτον, θα υπάρξει μια μικρή “αναπλήρωση των γεννήσεων”, καθώς κάποιες από τις πιο ηλικιωμένες γυναίκες, που οδεύουν προς το τέλος του αναπαραγωγικού κύκλου τους, μην έχοντας πλέον περιθώρια, θα κάνουν το –ή το επιπλέον– επιθυμητό παιδί. 
Δεύτερον, δεν αναμένεται να συνεχισθεί για πολύ ακόμη η αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών –ιδιαίτερα δε του πρώτου– στις νεότερες γενεές.» Οι δύο αυτοί παράγοντες θα έχουν κάποιο μικρό θετικό αντίκτυπο την επόμενη δεκαετία και οι δείκτες συγχρονικής γονιμότητας πιθανότατα θα αυξηθούν οριακά (από τα 1,35 το 2017 στα 1,45-1,50 παιδιά / γυναίκα).»
Η αύξηση αυτή δεν πρόκειται όμως να συνεχισθεί τη μεθεπόμενη δεκαετία εάν οι νεότερες γενεές δεν αρχίσουν να κάνουν όλο και περισσότερα παιδιά (έστω και λίγο περισσότερα), γεγονός που προϋποθέτει, όπως προαναφέραμε, ευνοϊκότερες συνθήκες στη χώρα μας».