* Του Χρήστου Γκουγκουρέλα
Όταν τον Δεκέμβριο του ...
2017 ο Τούρκος Πρόεδρος, Recep Tayyip Erdogan, επισκεπτόμενος την Ελλάδα, δήλωσε ανοιχτά και ανενδοίαστα ενώπιον του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας και του τότε Πρωθυπουργού ότι η Συνθήκη της Λωζάνης πρέπει, στο πλαίσιο ενός γενικότερου αναθεωρητισμού των ελληνοτουρκικών σχέσεων, να ‘‘επικαιροποιηθεί’’, ο σάλος που προκλήθηκε ήταν αναμενόμενα μεγάλος (https://www.iefimerida.gr/news/381483/salos-me-tin-apaitisi-erntogan-na-anatheorithei-i-synthiki-tis-lozanis).
Ακόμα μεγαλύτερες του σάλου όμως ήταν οι απορίες που προκλήθηκαν και έκτοτε προκαλούνται: Υπάρχει, άραγε, ανάγκη να αναθεωρηθεί η Συνθήκη της Λωζάνης; Και ποια είναι αυτή η ανάγκη; Λαμβανομένων υπόψη των πρόσφατων γεγονότων, τι σχέση έχει η τουρκική εισβολή στη Συρία με την άνω Συνθήκη;
Και εν τέλει, ‘‘περνάει’’ μήπως, η εισβολή αυτή κάποιο υπόρρητο μήνυμα (από την πλευρά της Τουρκίας) και για τις μεταξύ μας διεθνείς σχέσεις; Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή:
Στο άρθρο 3 της Συνθήκης της Λωζάνης προβλέπεται ότι τα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία είναι αυτά που ορίζονται στο άρθρο 8 της Γαλλοτουρκικής Συμφωνίας της 20ης Οκτωβρίου 1921.
Η Συμφωνία αυτή, γνωστή και ως Συμφωνία της Άγκυρας ή Συμφωνία Bouillon - Youssouf Kemal Bey ορίζει στο εν λόγω άρθρο ότι η συρο-τουρκική συνοριακή γραμμή ξεκινά από σημείο του κόλπου της Αλεξανδρέττας, εκτείνεται προς τα νότια στην τοποθεσία Payas και προχωρά προς το Meidan–Ekbez, αφήνοντας πάντως τη σιδηροδρομική γραμμή στη συριακή πλευρά.
Απ’ εκεί συνεχίζει προς τα νοτιοανατολικά, δίδοντας την τοποθεσία Marsova στη Συρία και, αντιστοίχως, την τοποθεσία Karnaba και την πόλη Killis στην Τουρκία. Μετά η συνοριακή γραμμή ενώνεται με τον σιδηροδρομικό σταθμό στο Choban Bey (που ανήκει στην Τουρκία) και ακολουθεί τον σιδηρόδρομο της Βαγδάτης προς το Nisibin (που κι αυτό ανήκει στην Τουρκία).
Τελικά, η συνοριακή γραμμή ακολουθεί τον παλιό δρόμο Nisibin-Jerizet Ιbn Omar και καταλήγει όπως αυτός.
Με την πρόσφατη, λοιπόν, εισβολή του στρατού της στη Συρία, η Τουρκία καταπάτησε ουσιαστικά τα άνω σύνορα και έθεσε εξόφθαλμα εν αμφιβόλω τη Συνθήκη της Λωζάνης, που παραπέμπει στην άνω Συμφωνία της Άγκυρας.
Ο Erdogan πρόβαλε, παρά ταύτα, ως διεθνή νομική ratio της τουρκικής στρατιωτικής πρωτοβουλίας το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.
Σύμφωνα με αυτό το άρθρο καμία διάταξη του άνω Χάρτη δεν εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας στην περίπτωση που κάποιο κράτος – μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση μέχρις ότου το Συμβούλιο Ασφαλείας (UN Security Council) λάβει τα αναγκαία μέτρα προς διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.
Τα δε μέτρα που λαμβάνει το κράτος - μέλος του ΟΗΕ, όταν ασκεί το δικαίωμα νόμιμης άμυνας θα πρέπει να αναφέρονται αμέσως στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού, το οποίο έχει απόλυτη διακριτική ευχέρεια να αναλάβει οποιαδήποτε δράση που κρίνει ότι είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της ειρήνης και ασφάλειας.
Όμως είναι φανερό - και προκύπτει άμεσα από την ορθή ερμηνεία της γραμματικής διατύπωσης του άνω άρθρου - ότι για να δικαιολογούνταν η εισβολή των Τούρκων θα έπρεπε αυτοί να βρίσκονται σε νόμιμη άμυνα και να δέχονται, υποτίθεται από τους ‘‘τρομοκράτες’’ Κούρδους, άμεση και παρούσα επίθεση, που θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια των Τούρκων και την ειρήνη στην περιοχή. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν συνέβαινε.
Αντιθέτως, το στρατιωτικό εγχείρημα των Τούρκων ταυτίζεται νοηματικά με την έννοια της πολεμικής επίθεσης (aggression) και όχι της νόμιμης άμυνας, όπως η έννοια αυτή ορίζεται στην 3314/1974 (ΧΧΙΧ) Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (UN General Assembly Resolution on aggression).
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή συνιστά πράξη πολεμικής επίθεσης ενός κράτους προς ένα άλλο όταν οι στρατιωτικές επίγειες, θαλάσσιες ή εναέριες δυνάμεις του πρώτου εισβάλλουν στο έδαφος, στα ύδατα ή στον εναέριο χώρο του άλλου. Αυτό ακριβώς κι έκανε η Τουρκία στη Συρία.
Εξάλλου, το άρθρο 52 του πρώτου Πρωτοκόλλου (1977) των Συμβάσεων της Γενεύης σχετικά με ζητήματα του Δικαίου του Πολέμου επιβάλλει κάθε ‘‘πολεμική επίθεση’’ ενός κράτους σε άλλο να διενεργείται μόνο όταν αντικειμενικά υφίσταται ‘‘πολεμική αναγκαιότητα’’ (military necessity) για το επιτιθέμενο κράτος.
Στην προκείμενη περίπτωση όμως η τουρκική εισβολή στη Συρία, υποτίθεται για να καταπολεμηθούν οι ‘‘τρομοκράτες’’ Κούρδοι, μάλλον με… ‘‘πολεμική αυθαιρεσία’’ έχει να κάνει, παρά με ‘‘πολεμική αναγκαιότητα’’.
Όταν, επομένως, ένα κράτος υπογράφει μια Συνθήκη, και μάλιστα μια τόσο καθοριστική γεωπολιτικά Συνθήκη, όπως είναι αυτή της Λωζάνης, πρέπει να την σέβεται, γιατί ακριβώς αυτή η
Συνθήκη συνιστά πρωτογενές Διεθνές Δίκαιο. Άλλωστε, το άρθρο 26 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, το οποίο αναφέρει ότι ‘‘έκαστη Συνθήκη που τίθεται σε ισχύ δεσμεύει τα σ’ αυτήν συμβαλλόμενα μέρη και πρέπει να τηρείται με καλή πίστη (bona fides)’’, καθιερώνοντας την Αρχή του Διεθνούς Δικαίου ‘‘pacta sunt servanda’’ (τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται) δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία περί της απόλυτης σημασίας του άνω διεθνούς κανόνα.
Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, ο Erdogan όχι μόνο δεν διαθέτει το λεγόμενο Jus ad bellum (δικαιολογημένη από τη διεθνή νομιμότητα αιτία για έναρξη πολέμου) αλλά φαίνεται να ‘‘τσαλακώνει’’ εκκωφαντικά τη Συνθήκη της Λωζάνης και, ταυτόχρονα, να περιφρονεί προκλητικά το Προοίμιο του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ (του Χάρτη που ο ίδιος επικαλέστηκε για να εισβάλει στη Συρία), στο οποίο αναφέρεται ρητά ότι τα συμβαλλόμενα στον Χάρτη κράτη οφείλουν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη και σεβασμός προς τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις (διεθνείς) Συνθήκες (όπως είναι η Συνθήκη της Λωζάνης που έχει υπογράψει η ηττηθείσα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Τουρκία) και από άλλες πηγές του Διεθνούς Δικαίου.
Παρά ταύτα, τίποτε απ’ ό,τι φαίνεται δεν εμποδίζει τον Τούρκο Πρόεδρο στην εξ’ ιδίας οπτικής και πρωτοβουλίας ‘‘de facto επικαιροποίηση’’ της Συνθήκης της Λωζάνης, τουλάχιστον όσον αφορά τις προβλέψεις που η Συνθήκη όριζε για τις γεωγραφικές σχέσεις Συρίας-Τουρκίας.
Το ‘‘παράδοξο’’ (;) και άκρως ανησυχητικό όμως είναι ότι μετά τη συμφωνία Erdogan-Putin στο Sochi και την άρση των αμερικανικών κυρώσεων προς την Τουρκία, αυτή η εν τοις πράγμασι αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης λαμβάνει χώρα, δυστυχώς, όχι μόνο κατά προφανή καταστρατήγηση της διεθνούς νομιμότητας, αλλά και υπό την ανοχή (;) ή και υποβοήθηση(;) των μεγάλων γεωστρατηγικών δυνάμεων του Πλανήτη (https://www.kathimerini.gr/1048486/article/epikairothta/kosmos/pieseis-mosxas-stoys-koyrdoys-apeiles-erntogan).
Η Συνθήκη της Λωζάνης όμως, είναι αυτή που όχι μόνο καθόρισε τις γεωγραφικές επικράτειες και τα σύνορα των χωρών μας (Ελλάδας- Τουρκίας), αλλά αποτελεί ανυπερθέτως τον θεμέλιο λίθο κάθε διπλωματικής αναφοράς ή σχεδιασμού και την ιστορικο-νομική βάση κάθε προσπάθειας διαλόγου και συνεννόησής μας με τους Τούρκους.
Μήπως, λοιπόν, το ‘‘μήνυμα των ημερών’’ του Erdogan στρέφεται και προς τα δυτικά σύνορα της Χώρας του; Που κάποτε, αργά ή γρήγορα, θα πρέπει ίσως (αν λάβουμε σοβαρά υπόψη τα λεγόμενα του τον Δεκέμβριο του 2017 στην Ελλάδα) να ‘‘αναθεωρηθούν’’;
Η απάντηση σε τούτο το κεφαλαιώδες ερώτημα είναι ούτως ή άλλως δύσκολη, αλλά αυτό που μπορεί να ειπωθεί τελικά είναι ότι η σχέση της Τουρκίας με το Διεθνές Δίκαιο είναι μια ‘‘a la carte’’ σχέση, υπό την έννοια ότι οι γείτονες μας ‘‘εργαλειοποιούν’’ περιστασιακά και κατά το δοκούν το νόημα των διεθνών κανόνων.
Η δογματική, κεντρική γεωπολιτική τους αντίληψη φαίνεται να εδράζεται στην πίστη ότι ‘‘τα συμφέροντα και η ευρύτερη στρατηγική ορίζει τι είναι (διεθνές) Δίκαιο τελικά, παρά το (διεθνές) Δίκαιο μορφώνει και εγκολπώνει τα συμφέροντα και την στρατηγική’’.
Μια τέτοια αντίληψη όμως, αν ισχύει, είναι εξαιρετικά ‘‘επικίνδυνη’’ και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τις αμυντικές δαπάνες των δύο κρατών. Έτσι, μπορεί η Ελλάδα να δαπανά (2018) το 2,4% του ΑΕΠ της για την άμυνα, ενώ η Τουρκία το 2,5% του δικού της ΑΕΠ (https://data.worldbank.org/indicator/ms.mil.xpnd.gd.zs), αλλά σε πραγματικούς όρους η Τουρκία δαπανά κάθε χρόνο για τον συγκεκριμένο σκοπό 19 δισ. δολάρια ενώ εμείς, αντιστοίχως, 5,2 δισ. δολάρια.
Κι αυτή αυτή η διαφορά, σε κλίμακα όχι του λεγόμενου ‘‘βαθέος χρόνου’’, αλλά σε χρονική κλίμακα λίγων μόνο ετών, προκαλεί τρομακτικές ανισότητες, που ίσως δώσουν, αργά ή γρήγορα, το έναυσμα για διατράνωση της τουρκικής επιθυμίας (και) για … μεταξύ μας ‘‘επικαιροποίηση’’ της Συνθήκης της Λωζάνης.
Εν πάση περιπτώσει, όπως ραγδαία εξελίσσονται τα πράγματα στη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα, τo παγκόσμιο γεωπολιτικό status quo μοιάζει σήμερα με μια μεγάλη ‘‘αρένα’’, που θυμίζει τον εξαιρετικά διδακτικό και παναιωνίως επίκαιρο διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους, όπως αυτός εκτυλίσσεται ανάγλυφα στο πέμπτο βιβλίο (§85-116) της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη.
Μήπως, τελικά, ποτέ δεν παύσαμε να ζούμε, και ζούμε ακόμα και σήμερα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης Ανθρώπινης Κοινότητας, σε συνθήκες που στο τέλος το μόνο ‘‘Δίκαιο’’ που εφαρμόζεται είναι το ‘‘Δίκαιο του Ισχυρού’’;
Όποια κι αν είναι πάντως η απάντηση σ’ αυτό το θεμελιώδες φιλοσοφικό και πολιτικό ερώτημα, δεν πρέπει επ’ ουδενί να λησμονείται ότι το Διεθνές Δίκαιο συνιστά μια από τις σπουδαιότερες πολιτικές και πολιτιστικές ‘‘κατακτήσεις’’ της Ανθρωπότητας, το ‘‘εποικοδομητικό έρεισμα’’ των διεθνών σχέσεων και φυσικά το καταλληλότερο modus operandi στις διεργασίες της παγκόσμιας Κοινότητας ή και στις διμερείς ή πολυμερείς διενέξεις των κρατών αυτής.
Κατερίνη, 25/10/2019
* Ο Χρήστος Γκουγκουρέλας είναι Δικηγόρος
Lim in International Commercial Law
Llm in European Law
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science