Χρειάστηκαν 27 χρόνια υπομονής. Το Μουσείο Γουλανδρή ανοίγει!


Είναι μια στιγμή που όλοι την ...

περιμέναμε: οι άνθρωποι που εργάστηκαν τόσο σκληρά γι’ αυτό, οι δημοσιογράφοι, οι φιλότεχνοι, οι Αθηναίοι. 
Το Μουσείο Γουλανδρή, το νέο καύχημα της πρωτεύουσας, είναι έτοιμο και μας περιμένει. Χθες το μεσημέρι, εμείς, οι τυχεροί εκπρόσωποι του Τύπου, είχαμε την τιμητική μας, μιας και κάναμε ποδαρικό στο κτίριο της οδού Ερατοσθένους. 
Περάσαμε το κατώφλι με καρδιοχτύπι. Δεν είναι μόνο τα σπουδαία έργα τέχνης που μας περίμεναν, αλλά το γεγονός ότι πολλοί από εμάς –που καλύπτουμε το εικαστικό ρεπορτάζ– ζήσαμε μαζί με την ανιψιά της Ελίζας Γουλανδρή, την πρόεδρο Φλερέτ Καραδόντη και τον διευθυντή Κυριάκο Κουτσομάλλη, τον 27χρονο αγώνα τους να γίνει ένα όραμα πραγματικότητα. Τόσο ο Βασίλης όσο και η Ελίζα Γουλανδρή έφυγαν από τη ζωή χωρίς να μπορέσουν να καμαρώσουν αυτό που εμείς είδαμε χθες.
Βλέπετε, από το 1992, που ανακοινώθηκε το σχέδιο του μουσείου, μεσολάβησαν δεκάδες εμπόδια. Τα απαρίθμησε στωικά ο Κυριάκος Κουτσομάλλης, εμφανώς συγκινημένος που το ταξίδι αυτό, της ανέγερσης της κατάλληλης στέγης, έφθασε στην αίσια ολοκλήρωσή του. 
Από τον αρχικό σχεδιασμό στο οικόπεδο της οδού Ρηγίλλης, σε σχέδια του Ιάπωνα αρχιτέκτονα Ι. Μ. Πέι (όπου βρέθηκαν σπαράγματα του Λυκείου του Αριστοτέλους), στη Ριζάρη (όπου περίοικοι έβαλαν φρένο στην ανοικοδόμηση), σε ένα κτίριο στο Μετς (που πάλι δεν προχώρησε), για να φθάσουμε στο σημερινό οικοδόμημα, στο Παγκράτι. 
Καθώς υπήρχε ήδη το κέλυφος, πέρασαν άλλα έξι χρόνια για να κτιστούν οι έντεκα όροφοι, με τους πέντε να βρίσκονται κάτω από το έδαφος.

Bίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890), «Νεκρή φύση με καφετιέρα».
«Επιτέλους, τα έργα ήρθαν σπίτι τους», είπε η Φλερέτ Καραδόντη. Αλήθεια είναι. Μια εξαιρετική συλλογή –που όλα τα λεφτά του κόσμου να είχες σήμερα, δεν θα μπορούσες να τη φτιάξεις– βρήκε, επιτέλους τη θέση της. Πικάσο, Μονέ, Γκογκέν, Βαν Γκογκ, Ντεγκά, Σεζάν, Γκρέκο, Κλέε, Τζακομέτι, Φράνσις Μπέικον, Τζάκσον Πόλοκ, Καντίνσκι, Μπαλτίς, Σαγκάλ θα διαμορφώσουν τις επόμενες γενιές των Αθηναίων, που θα μεγαλώσουν στον «ίσκιο» τους. Με το που μπαίνεις στους δύο ορόφους με τα αριστουργήματα, δεν ξέρεις πού να πρωτοκοιτάξεις. Σε πιάνει ζαλάδα. Για μερικές στιγμές, μπορεί πραγματικά να πιστέψεις ότι βρίσκεσαι σε κάποια μεγάλη ευρωπαϊκή ή αμερικανική πόλη. Μέχρι σήμερα, η χώρα κατείχε, λ.χ., ένα μόνο έργο του Πικάσο, το οποίο, μάλιστα, κλάπηκε από την Εθνική Πινακοθήκη. Τώρα έχουμε ολόκληρο «στερέωμα» γλυπτών και καμβάδων από καλλιτέχνες που άφησαν τη σφραγίδα τους στο τέλος του 19ου και στην αρχή του 20ού αιώνα.
Κρατήστε την αναπνοή σας έως τις 2 Οκτωβρίου, ημέρα που το μουσείο ανοίγει για το κοινό. Με το δεξί.