Με χαμηλές ταχύτητες ...
σερφάρουν οι χρήστες Διαδικτύου στην Ελλάδα. Με βάση τις μετρήσεις της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων, η μέση ταχύτητα σύνδεσης στο Διαδίκτυο για το 2018 ήταν μόλις 16,3 Mbps για τη λήψη δεδομένων (downloading) και στα 2,4 Mbps για την αποστολή δεδομένων (uploading).
Οι ταχύτητες αυτές, αν και είναι αναβαθμισμένες σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, εν τούτοις είναι ιδιαίτερα χαμηλές. Αντιστοιχούν δε στο 38% της προσφερόμενης ονομαστικής ταχύτητας λήψης και στο 72% της ονομαστικής ταχύτητας αποστολής δεδομένων. Τα στοιχεία αυτά περιέχονται στη μελέτη της ΕΕΤΤ με τίτλο «Αναφορά μετρήσεων Υπερίων 2018».
Η μελέτη περιλαμβάνει επεξεργασμένα τα δεδομένα του συστήματος «Υπερίων», βάσει του οποίου οι ίδιοι οι χρήστες ευρυζωνικών συνδέσεων μπορούν να μετρήσουν την πραγματική ταχύτητα πρόσβασης που διαθέτουν στο Διαδίκτυο.
Σε σχέση με το 2017, οι ταχύτητες που μετρήθηκαν είναι ελαφρώς αυξημένες, αφού η μέση ταχύτητα τη συγκεκριμένη χρονιά ανερχόταν σε 13,2 Mbps για λήψη δεδομένων και σε 1,7 Μbps για αποστολή.
Σύμφωνα με την ΕΕΤΤ, η βελτίωση αυτή ήταν αποτέλεσμα της διάδοσης των περισσότερο εξελιγμένων συνδέσεων, που βασίζονται και σε οπτικές ίνες (VDSL και FTTx). Για πρώτη φορά πέρυσι, δε, προστέθηκαν στο δείγμα μετρήσεων οι συνδέσεις των 100 Mbps/5 Mbps.
Η παραπάνω κατηγορία, εκτός του ότι περιλαμβάνει συνδέσεις με μεγαλύτερες ονομαστικές ταχύτητες, είναι και πιο αξιόπιστη.
Συνήθως επιτυγχάνουν πραγματικές ταχύτητες σε ποσοστό που πλησιάζει περισσότερο την ονομαστική ταχύτητα, έναντι του ποσοστού που επιτυγχάνει μια «χάλκινη» σύνδεση (ADSL).
Έτσι, μια σύνδεση που αξιοποιεί (εν μέρει) οπτική ίνα και αναφέρεται ως 50 Μbps, κατά μέσον όρο προσφέρει πραγματική ταχύτητα 25 έως 30 Mbps ή στο 50% έως 60% της ονομαστικής.
Μια αμιγώς χάλκινη σύνδεση (ADSL 24 Μbps), σύμφωνα με την ΕΕΤΤ, προσφέρει κατά μέσον όρο 8 Mbps ή στο 33% της ονομαστικής. Κι επειδή η χρήση «χάλκινων» συνδέσεων είναι περισσότερο διαδεδομένη στη χώρα μας, η συγκεκριμένη κατηγορία συνδέσεων καθηλώνει τις ταχύτητες του ελληνικού Διαδικτύου.
Η μελέτη δείχνει επίσης ότι η μέση ταχύτητα πρόσβασης στο Διαδίκτυο εξαρτάται τόσο από τη γεωγραφική περιοχή του χρήστη όσο και από την ώρα πρόσβασης.
Στα αστικά κέντρα οι ταχύτητες πρόσβασης είναι συνήθως υψηλότερες απ’ ό,τι στην επαρχία, όπως επίσης τις ώρες μη αιχμής σε σύγκριση με τις ώρες αιχμής. Για την επαρχία η ΕΕΤΤ δίνει στοιχεία μόνο για Κεντρική Μακεδονία και Θεσσαλία, καθώς κρίνει ανεπαρκή το δείγμα μετρήσεων για άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Στα συμπεράσματά της, η ΕΕΤΤ τονίζει μεν την αύξηση της μέσης τιμής ταχύτητας χρόνο με τον χρόνο, αλλά παράλληλα σημειώνει την αύξηση στην καθυστέρηση (RTT), τη διακύμανση της καθυστέρησης (jitter) και του ποσοστού απωλειών πακέτων (% packet loss).
Αυτή η αύξηση των δεικτών, σύμφωνα με την ΕΕΤΤ, φανερώνει την αύξηση του επιπέδου συμφόρησης των δικτύων στη χώρα μας.
Το αποτέλεσμα είναι ο μεγαλύτερος χρόνος αναμονής για τη μετάδοση και τη λήψη των πληροφοριών και το αυξημένο ποσοστό απωλειών πακέτων, που είναι ιδιαίτερα σημαντικά για διαδραστικές εφαρμογές και ζωντανή μετάδοση φωνής ή δεδομένων.
Η Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών καλεί το κοινό να κάνει χρήση του συστήματος «Υπερίων», με στόχο να γίνεται καλύτερη αξιολόγηση των διαδικτυακών υποδομών της χώρας. Πέρυσι, για την εξαγωγή των συμπερασμάτων της έκθεσης «Υπερίων 2018», η εταιρεία επεξεργάστηκε περίπου 13.500 μετρήσεις της ταχύτητας που πραγματοποίησαν περίπου 1.765 χρήστες (συνδέσεις).