Το Πάσχα στην Αθήνα...
τέλη της δεκαετίας του ’50 και αρχές του ’60, το θυμάμαι πάντα βροχερό και κρύο.
Μπορεί να έφταιγε η νηστεία – καθώς στο σπίτι, όπου κανείς δεν θρησκευόταν, η περίοδος προσφερόταν βασικά για οικονομίες στα ψώνια και για λιτά, αυτοσχέδια γεύματα, που για ένα παιδί σαν εμένα μίζερο στο φαΐ, αποτελούσαν καθημερινό μαρτύριο.
Χόρτα, όσπρια, και λαδερά, καμιά φορά ψάρι που το σιχαινόμουν γιατί είχε κόκαλα και η μυρωδιά του με απωθούσε.
Ο πατέρας μου επικαλούνταν τη «δυσπεψία» του και τεμάχιζε τα χόρτα του με μανία μέχρι που γίνονταν πουρές πριν να τα βάλει στο στόμα, η μητέρα μου καταβρόχθιζε το ψάρι αφήνοντας στο πιάτο της μόνο τα κόκαλα του κορμού και του κεφαλιού που είχαν αδειάσει από ό,τι μπορούσε να μασηθεί – επιτείνοντας έτσι την απέχθειά μου.
Ξυπνούσα και κοιμόμουν πεινασμένος. Κρύωνα. Η κεντρική θέρμανση άναβε από λίγο, δυο με τρεις φορές τη μέρα. Ο ήλιος δεν έμπαινε ποτέ από τα παράθυρα γιατί ο δρόμος ήταν στενός, τα κτίρια απέναντί μας ψηλά και ο προσανατολισμός της πρόσοψης του διαμερίσματος δυτικός.
Οι καμπάνες της Ζωοδόχου Πηγής σήμαιναν τις ώρες της Μεγάλης Βδομάδας. Πένθιμα, αραιά χτυπήματα τις μέρες του πένθους αντηχούσαν στον στενό δρόμο του σπιτιού, ενώ από το γειτονικό Ελληνικό Ωδείο της Φειδίου (δεκαετίες τώρα ένα άθλιο ερείπιο) έρχονταν οι ψαλμωδίες από την τάξη της Βυζαντινής Μουσικής, σαν μια παράδοξη αντήχηση των ψαλτάδων της εκκλησιάς, μερικές δεκάδες μέτρα πιο κει.
Το ραδιόφωνο, στην τραπεζαρία όπου κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι που το πρωί γινόταν καναπές στρωμένο με ένα χαλί και μερικές μεγάλες υφαντές μαξιλάρες της γιαγιάς, έπαιζε από τη Μεγάλη Δευτέρα κλασική μουσική.
Εκεί μέσα κλεισμένος, απομονωμένος από τους δικούς μου, κανείς από τους οποίους δεν αγαπούσε την κλασική μουσική, περνούσα τις μοναχικές ώρες της Μεγαλοβδομάδας κολλημένος στο ραδιόφωνο, που κατά την κοινή αντίληψη προς γενική δυσαρέσκεια έπαιζε «πένθιμα» από όλα τα προγράμματα, το Εθνικό, το Δεύτερο και το Τρίτο αλλά και από τον Ενόπλων Δυνάμεων.
Για μένα όμως το Πάσχα ήταν η εποχή της πλουσιότερης συγκομιδής έργων μουσικής στο καλό μου μαγνητόφωνο.
Στις αρχές της Μεγαλοβδομάδας οι επιλογές ήταν από το σχετικά ελαφρύτερο ρεπερτόριο, ενώ τραγούδια και χορευτικοί ρυθμοί σταδιακά υποχωρούσαν. Σύντομα συμφωνικά έργα, το Ιταλικό Καπρίτσιο του Τσαϊκόφσκι, το Ισπανικό του Ρίμσκι-Κόρσακοφ, τα Πρελούδια του Λιστ, εισαγωγές και συμφωνικά αποσπάσματα από τις όπερες του Βάγκνερ, κοντσέρτα για πιάνο και για βιολί, εισαγωγές του Ροσίνι και του Μπετόβεν.
Από τη Μεγάλη Τρίτη το ρεπερτόριο άρχιζε βαθμιαία να «βαραίνει» κι άλλο, παίζονταν Λειτουργίες του Χάιντν, του Μότσαρτ, των Αναγεννησιακών και των Προκλασικών, ενώ Μεγάλη Τετάρτη και Μεγάλη Πέμπτη σειρά είχαν τα Ρέκβιεμ διαφόρων συνθετών και τα Πάθη του Μπαχ.
Την εποχή εκείνη είχα (εκτός από το πικάπ – δώρο που μου έκανε η μητέρα μου) ένα αθάνατο –τουλάχιστον γα αρκετά χρόνια– μαγνητόφωνο Φίλιπς που είχε συνδεθεί στο ράδιο και εγώ έκανα με αυτό αμέτρητες εγγραφές, γνωρίζοντας ένα πλήθος έργα άγνωστά μου. Το μαγνητόφωνο ήταν δώρο του πατέρα μου που, φίλος και συμπατριώτης του διευθυντή της εταιρείας Φίλιπς, είχε γερή έκπτωση στα μηχανήματα και στους δίσκους της.
Για οικονομία χρησιμοποιούσα την πιο αργή από τις τρεις ταχύτητες που διέθετε το μηχάνημα, αυτήν η οποία ήταν, σύμφωνα με το βιβλίο των οδηγιών, κατάλληλη μόνο για ηχογράφηση ανθρώπινης ομιλίας, όπου δεν χρειάζεται «υψηλή πιστότητα». Επίσης οι μπομπίνες που αγόραζα ήταν έξτρα λεπτές για μεγαλύτερη διάρκεια (και χαμηλότερη ποιότητα, ούτως ή άλλως) χωρούσαν όμως έτσι ατελείωτες ώρες μουσικής.
Η αδεξιότητα
Μετά τις μαγνητοφωνήσεις τα άκουγα για να αποφασίσω αν θα τα κρατούσα ή αν επάνω από αυτά θα έγραφα κάτι άλλο. Καθώς ποτέ η διάρκεια ενός νέου έργου δεν συνέπιπτε με εκείνην του παλιότερου, συχνά μετά το τέλος του δεύτερου περίσσευε ένα μέρος από το τέλος του σβησμένου, το οποίο έπρεπε μετά να εξαλείψω όσο καλύτερα μπορούσα, ηχογραφώντας πάνω από αυτή την ουρά μια σιωπή. Και πόσες φορές η αδεξιότητά μου με έκανε να σβήνω έτσι και την αρχή ενός άλλου έργου που ήθελα να το διατηρήσω!
Δράματα πασχαλινά, μεγαλοβδομαδιάτικα, τα Πάθη ενός νεαρού μουσικόφιλου – ανάλογα αυτά με το άλλο εκείνο δράμα, το δράμα της διάρκειας κάποιας σύνθεσης που ξεπερνούσε τη διαθέσιμη ταινία για λίγα μόλις δευτερόλεπτα, κάτι που ουσιαστικά αχρήστευε την κοπιώδη και αγωνιώδη εγγραφή μιας ολόκληρης ώρας, ενώ παρακολουθούσα καρδιοχτυπώντας όλο και πιο έντονα το αριστερό καρούλι της ταινίας να λιγοστεύει, να εξαντλείται και τελικά να τελειώνει περνώντας πάνω από την κεφαλή εγγραφής το μεταλλικό τμήμα το οποίο τερμάτιζε την περιστροφή με ένα τσακ που αντηχούσε στα αυτιά μου σαν πυροβολισμός!
Ετσι έτυχε και κάποια Μεγάλη Παρασκευή ηχογράφησα και άκουσα πρώτη φορά στη ζωή μου τα Κατά Ιωάννην Πάθη του Μπαχ, σε μια εκτέλεση που την απέκτησα δυο φορές, αργότερα, και εξακολουθώ να την προτιμώ από όλες όσες άκουσα ή απέκτησα αργότερα.
Μπόρεσα κάποτε να αποκτήσω τα Κατά Ιωάννην, για πρώτη φορά στα πανάκριβα βινύλια της Archiv Produktion, με το υπέροχο κουτί της εταιρείας, ντυμένο με λεπτό ύφασμα και με λιμπρέτο σε μεγάλο σχήμα και ακριβό χαρτί, διακοσμημένο με ξυλογραφίες του Αλμπρεχτ Ντίρερ, και με τα λόγια σε τρίγλωσση παράθεση, ώστε να μπορείς να παρακολουθείς τι τραγουδούν οι σολίστες και η χορωδία.
Και αργότερα, πολύ πιο πρόσφατα, την έκδοσή τους σε ψηφιακούς δίσκους από την Berlin Classics. Είναι η θαυμαστή ηχογράφηση του 1954 από την Ορχήστρα της Λειψίας, τους καλύτερους Γερμανούς τραγουδιστές της εποχής και τη χορωδία του Αγίου Θωμά, μέσα στην ίδια την εκκλησία όπου είχε παίξει και ο ίδιος ο Μπαχ.
Τη μουσική την ήξερα ήδη απέξω, με την απόκτηση των βινυλίων γνώρισα και το ευαγγελικό κείμενο και τους στίχους από τα κοράλ και τις άριες – και η αγάπη μου για το έργο αυτό μεγάλωσε ακόμα περισσότερο.
«Επιστροφή» στο πατρικό
Όταν έρχεται Μεγάλη Βδομάδα και, σπάνια πια, αποφασίσω να ξανακούσω τα Κατά Ιωάννην (πάντα υπό τη διεύθυνση του Γκάντερ Ραμίν) αυτόματα μεταφέρομαι στο πατρικό μου, στη γειτονιά του κέντρου της Αθήνας τις μέρες εκείνες της νηστείας, του κρύου, της συννεφιάς που ελάφρωναν και χάνονταν μόνο με τη χαρά των σχολικών διακοπών, των κινηματογράφων στην Πανεπιστημίου και στη Σταδίου όπου παρακολουθούσαμε με τους φίλους τις συναρπαστικές περιπέτειες που τότε ήξερε να αφηγείται η έβδομη τέχνη στα παιδιά και –πάνω απ’ όλα– με την κλασική μουσική του ραδιοφώνου, που έκανε τους περισσότερους να αποφεύγουν να το ανοίξουν και περίμεναν πώς και πώς να έρθει η Ανάσταση και η «βαριά» μουσική να δώσει επιτέλους ξανά τη θέση της στην «ελαφριά», τα τραγούδια και τους χορούς που θα συνόδευαν τα πασχαλινά τσιμπούσια τους και θα έφερναν –δυστυχώς!– αρκετά κοντύτερα την αποφράδα ημέρα κατά την οποία τα σχολεία θα ξανάνοιγαν.
Ο Αλέξης Πανσέληνος (Αθήνα, 1943) είναι συγγραφέας. Το τελευταίο μυθιστόρημά του είναι τα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Για το βιβλίο του αυτό τιμήθηκε το 2018 με το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών. Το πασχαλινό αφήγημα «Τα Κατά Ιωάννην πάθη μου» γράφτηκε ειδικά για την «Κ».
Ο Αλέξης Πανσέληνος (Αθήνα, 1943) είναι συγγραφέας. Το τελευταίο μυθιστόρημά του είναι τα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Για το βιβλίο του αυτό τιμήθηκε το 2018 με το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών. Το πασχαλινό αφήγημα «Τα Κατά Ιωάννην πάθη μου» γράφτηκε ειδικά για την «Κ».