«Καλώς». «Λίαν καλώς». «Αριστα». Αυτοί οι τρεις ...
βαθμοί επιτυχίας στις εξετάσεις για την απόκτηση τίτλου ειδικότητας των ειδικευόμενων γιατρών και τους οποίους επιχειρεί, με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση, να εισαγάγει η κυβέρνηση, έχουν εξελιχθεί σε μικρό «βατερλώ» για την ηγεσία του υπουργείου Υγείας.
Είκοσι ημέρες μετά την ψήφιση της σχετικής τροπολογίας, η οποία προστέθηκε σε νομοσχέδιο εκτάκτως, το υπουργείο υπό την πίεση ιατρικών ενώσεων και συλλόγων επιλέγει τακτική υποχώρησης, ανακοινώνοντας ότι στις προσεχείς πανελλαδικές εξετάσεις του φθινοπώρου δεν θα υπάρχει βαθμός στον τίτλο ειδικότητας, καθώς και ότι θα επανεξεταστεί συνολικά το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ρύθμισης.
Είχε προηγηθεί θύελλα αντιδράσεων εκπροσώπων γιατρών, οι οποίοι κάνουν λόγο για δημιουργία γιατρών τριών κατηγοριών με δεδομένο ότι ο βαθμός στον τίτλο ειδικότητας θα είναι «ισόβιος», δηλαδή θα συνοδεύει κάθε γιατρό σε όλη του την επαγγελματική ζωή, ανεξάρτητα από την εξέλιξή του.
Σύμφωνα με τη διάταξη που ψηφίστηκε πρόσφατα από την ελληνική Βουλή, θεσπίζεται νέο σύστημα εξετάσεων για την απόκτηση του τίτλου ειδικότητας από τους ειδικευόμενους γιατρούς και το οποίο αναμένεται να ισχύσει από το φθινόπωρο.
Ειδικότερα, καθιερώνονται πανελλαδικές εξετάσεις με δύο εξεταστικά κέντρα σε Αττική και Θεσσαλονίκη, έναντι επτά που υπήρχαν σήμερα στις έδρες κάθε Ιατρικής Σχολής. Η αλλαγή αυτή έγινε με σκοπό να υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια στις εξετάσεις και να αποφευχθούν όσο το δυνατόν φαινόμενα ευνοιοκρατίας ειδικά σε ειδικευμένους που έχουν εκπαιδευθεί από κριτές των εξεταστικών επιτροπών.
Οι εξετάσεις θα διενεργούνται από τριμελείς εξεταστικές επιτροπές και οι εξεταστικές περίοδοι ορίζονται σε τέσσερις τον χρόνο. Οι υποψήφιοι υποβάλλονται υποχρεωτικά σε γραπτή και προφορική διαδικασία.
Στην προφορική διαδικασία υποβάλλονται μόνο όσοι γιατροί έχουν «πιάσει» τη βάση (βαθμό τουλάχιστον πέντε στη βαθμολογική κλίμακα 0 έως 10) στη γραπτή δοκιμασία.
Όπως αναφέρεται στην υπό επανεξέταση διάταξη, στον τίτλο ειδικότητας που θα λάβει ο εξεταζόμενος θα αναγράφεται ο χαρακτηρισμός επιτυχίας του γιατρού στην προφορική διαδικασία: είτε καλώς, είτε λίαν καλώς, είτε άριστα.
Και εδώ είναι που εστιάζουν την κριτική τους οι εκπρόσωποι των γιατρών. Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ), η συγκεκριμένη ρύθμιση κατηγοριοποιεί τους γιατρούς, «τους χωρίζει σε ικανούς, ικανότερους και λιγότερο ικανούς», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, για την υπόλοιπη επαγγελματική τους ζωή και ανεξάρτητα από την εξέλιξή τους.
Μάλιστα, οι νοσοκομειακοί γιατροί εκφράζουν έντονα τον φόβο ότι ο βαθμός θα είναι κριτήριο για την ανάληψη θέσης στο ΕΣΥ, με τους «άριστους» να προσλαμβάνονται στα μεγάλα νοσοκομεία και τους έχοντες βαθμό «καλώς» να διεκδικούν θέση στην Περιφέρεια.
Η διεθνής εμπειρία
Για μία ρύθμιση η οποία έρχεται σε αντίθεση με το τι ισχύει στις περισσότερες χώρες του κόσμου, κάνει λόγο στην «Κ» ο γενικός γραμματέας της ΟΕΝΓΕ, νευροχειρουργός στο Κρατικό Νίκαιας κ. Πάνος Παπανικολάου.
Όπως τονίζει, «στο Ηνωμένο Βασίλειο οι εξετάσεις δίνονται 1,5 χρόνο πριν από τη λήξη της ειδικότητας, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει συμπληρωθεί η διδακτέα ύλη, ενώ στον τίτλο δεν αναγράφεται βαθμός. Ούτε στη Γερμανία, ούτε στις ΗΠΑ δεν δίνεται βαθμός στον τίτλο ειδικότητας.
Στη Γαλλία αποκτάς τον τίτλο χωρίς εξετάσεις, αλλά υπάρχουν “φραγμοί” κατά την εκπαίδευση, ενώ στην Ιαπωνία δεν μπαίνει βαθμός ούτε στο πτυχίο της Ιατρικής». Σύμφωνα με τον ίδιο, μεταξύ των εμπλοκών που δημιουργεί το νέο σύστημα είναι ότι το υπουργείο δεν έχει απαντήσει στο πώς θα ισοτιμηθούν οι τίτλοι ειδικότητας που αποκτώνται στο εξωτερικό.
«Είμαστε υπέρ των αντικειμενικών, αξιοκρατικών, πανελλαδικών εξετάσεων για την ειδικότητα, ωστόσο ζητούμε την απόσυρση της ρύθμισης, καθώς είναι αντιεπιστημονική και στρέφεται ενάντια στις μελλοντικές γενιές των γιατρών, οι οποίοι θα πάρουν τον δρόμο της ξενιτιάς, διεκδικώντας ισότιμη μεταχείριση, με τους συναδέλφους τους, από τα άλλα κράτη», δηλώνει στην «Κ» ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών Γιώργος Πατούλης και προσθέτει «τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα πρωτόγνωρο μεταναστευτικό ρεύμα, ειδικά στους νέους γιατρούς. Ουσιαστικά, η Ελλάδα χρηματοδοτεί την εκπαίδευση του ιατρικού κόσμου, για να στελεχώσουν τα συστήματα υγείας των άλλων χωρών».
Οι γιατροί επικεντρώνουν την κριτική τους και στο γεγονός ότι δεν έχει ληφθεί προς το παρόν κανένα μέτρο για την ουσιαστική αναβάθμιση της ιατρικής εκπαίδευσης, «ώστε το σύνολο των γιατρών να είναι άριστο». Αυτό είναι ένα προβληματικό σημείο που παραδέχονται ακόμα και όσοι υποστηρίζουν τον βαθμό στον τίτλο ειδικότητας.
Όπως ανέφερε στην «Κ» ο πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Εκπαίδευσης του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ), συντονιστής διευθυντής ΕΣΥ στο τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής στον «Ευαγγελισμό», Γιάννης Δατσέρης, «η συγκεκριμένη διάταξη είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι ένα μέτρο που ευνοεί την αριστεία, αφού είναι υπέρ της αξιολόγησης και κατά της ισοπέδωσης. Πρόκειται για μία εξαίρεση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ».
Η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί αντιγραφή άρθρου σχεδίου νόμου που είχε κατατεθεί στη Βουλή το 2012, αλλά δεν ψηφίστηκε λόγω πρόωρων εκλογών. Με τη διαφορά ότι σε εκείνο το σχέδιο νόμου, η αλλαγή στις εξετάσεις για ειδικότητα προέκυπτε από μία γενική αναδιάρθρωση των εκπαιδευτικών κέντρων που υπάρχουν στη χώρα μας και επανεξέταση του εκπαιδευτικού προγράμματος.
Πάντως, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στην «Κ» ο κ. Δημήτρης Βαρνάβας, μέλος του ΚΕΣΥ, σε επόμενο στάδιο αναμένεται να θεσμοθετηθούν τα «βιβλία ειδικότητας - logbook» στα οποία θα καταγράφονται οι δεξιότητες που αποκτά ο κάθε γιατρός στη διάρκεια της εκπαίδευσής του, και τα οποία έχουν ήδη ετοιμάσει οι ομάδες εργασίας του ΚΕΣΥ. Επιπλέον, έχει προχωρήσει σε αξιολόγηση των κέντρων εκπαίδευσης της χώρας για το ποια πληρούν τις προϋποθέσεις να εκπαιδεύουν νέους γιατρούς.
7.300 εκπαιδευόμενοι
7.300 εκπαιδευόμενοι
Αυτή τη στιγμή εκπαιδεύονται για ειδικότητα σε νοσοκομεία της χώρας 7.300 γιατροί, ενώ οι θέσεις ειδικότητας αγγίζουν τις 11.000. Την τελευταία δεκαετία έχει μειωθεί δραματικά ο αριθμός των ειδικευόμενων γιατρών στη χώρα μας, γεγονός που οφείλεται τόσο στο brain drain, όσο και στο γεγονός ότι Ελληνες απόφοιτοι σχολών ιατρικής του εξωτερικού που παλαιότερα έρχονταν στην Ελλάδα για να κάνουν την ειδικότητα, τώρα επιλέγουν να παραμείνουν στο εξωτερικό.
Έτσι ακόμα και σε μεγάλα νοσοκομεία, στα οποία παλαιότερα υπήρχαν αναμονές πολλών ετών για την κατάληψη θέσης ειδικότητας, τώρα παρατηρούνται κενά. «Σε έρευνα σε τέσσερα νοσοκομεία της Αθήνας και συγκεκριμένα στα νοσοκομεία Νίκαιας, “Ευαγγελισμός”, Γεννηματάς και ΚΑΤ, παρατηρήσαμε ότι το 60% των θέσεων ειδικότητας ήταν καλυμμένο, ενώ σε ένα επιπλέον 20% των θέσεων υπηρετούσαν ειδικευόμενοι με παράταση που σημαίνει ότι έχουν ήδη συμπληρώσει τον χρόνο εκπαίδευσής τους», σημειώνει ο κ. Παπανικολάου.
Συνεχίζεται η φυγή στο εξωτερικό
Με σταθερά υψηλούς ρυθμούς συνεχίζεται η μετανάστευση ιατρικού προσωπικού της χώρας μας προς χώρες του εξωτερικού. Εκτιμάται πως από την αρχή της κρίσης έως σήμερα έχουν αναζητήσει την τύχη τους στο εξωτερικό περίπου 18.000 γιατροί.
Όσοι από αυτούς κατάφεραν να βρουν μια ικανοποιητική εργασία στο εξωτερικό, προβληματίζονται για το εάν θα επιστρέψουν, προβάλλοντας ως βασικό εμπόδιο όχι τόσο τις απολαβές, όσο την απουσία ενός οργανωμένου πλαισίου στο ελληνικό σύστημα Υγείας, που θα παρέχει δυνατότητες επιστημονικής εξέλιξης και θα βασίζεται στην αξιοκρατία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου το 60% των απόφοιτων ιατρικών σχολών της Ελλάδας επιθυμεί να φύγει στο εξωτερικό για ειδικότητα, ενώ μόνο από την Αθήνα, από το 2011 έως σήμερα, έχουν φύγει στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας 3.394 ανειδίκευτοι γιατροί.
Ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών την τελευταία τριετία εκδίδει περί τα 1.200 πιστοποιητικά σε γιατρούς που θέλουν να φύγουν στο εξωτερικό, εκ των οποίων κατά μέσο όρο 350 αφορούν ανειδίκευτους γιατρούς.