Η χώρα έχει βαριές δεσμεύσεις από την κρίση, υποστηρίζει ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής


Σε διαφορετικό μήκος ...

κύματος από τα όσα ισχυρίζεται η κυβέρνηση περί κλίματος ευφορίας για τη χώρα μετά και την έξοδο από τα μνημόνια ήταν οι δηλώσεις του επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Φραγκίσκου Κουτεντάκη.
Μιλώντας στην Επιτροπή Απολογισμού και Ισολογισμού του Κράτους, βασιζόμενος στην τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, προειδοποίησε ότι «παρά τις προσδοκίες», θα περάσουν χρόνια μέχρι να αποκατασταθεί το επίπεδο ευημερίας σε αξιοπρεπές επίπεδο. 
«Η χώρα από εδώ και πέρα έχει βαριές δεσμεύσεις και βαριές κληρονομίες απο την κρίση. Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ κινείται σε καλή κατεύθυνση, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είμαστε σε καλό σημείο. 
Θα περάσουν χρόνια ώστε να αποκατασταθεί σε αξιοπρεπές επίπεδο η ευημερία και το επαρκές εισόδημα στην χώρα. Θέλω να μετριάσω τις προσδοκίες που ακούγονται. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις ούτε μπορεί η χώρα σε 1-2 χρόνια να αποκαταστήσει τη ζημιά που υπέστη σε 8-9 χρόνια. Θα πάρει καιρό. Το κριτήριο είναι αν κινούμαστε σε καλό δρόμο και όχι σε ποιο σημείο είμαστε σε σχέση με δέκα χρόνια πριν» σημείωσε ο κ. Κουτεντάκης.
Αιτιολογώντας τα όσα είπε αναφέρθηκε στο «στοκ ληξιπρόθεσμων οφειλών, τα κόκκινα δάνεια, το μειωμένο κεφαλαιακό απόθεμα αλλά και το μειωμένο ποσοτικά και ποιοτικά εργατικό δυναμικό».
«Το θέμα λοιπόν είναι αν η διαχείριση αυτών των προβλημάτων οδηγεί σε καλή κατεύθυνση ή το αντίθετο», είπε χαρακτηριστικά. 
Σχολιάζοντας την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού σημείωσε ότι «ενδεχομένως με τη μείωση του αφορολόγητου ένα κομμάτι της αύξησης του κατώτατου μισθού  ή ακόμα και όλο το ποσό να χαθεί».
«Με τη μείωση του αφορολόγητου ένα κομμάτι ή ολόκληρη η αύξηση μπορεί να χαθεί. Υπάρχουν περιπτώσεις που η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να αυξήσει την απασχόληση, άλλες που μπορεί να μειώσει την απασχόληση. 
Δεν γνωρίζουμε μέχρι τώρα ποιο είναι το κριτήριο, σε ποιες περιπτώσεις θα την αυξήσει και σε ποιες θα την μειώσει. Δεν είναι απλή υπόθεση να προβλέψει κανείς το τι θα γίνει, γι’ αυτό κι εμείς καταγράφουμε την άγνοια που υπάρχει γενικώς. 
Η επίπτωση στην απασχόληση εξαρτάται από το πώς θα το αντιληφθεί η επιχείρηση. 
Το 2012, όταν μειώθηκε ο κατώτατος μισθός δεν υπήρξε αύξηση της απασχόλησης αλλά μείωση της απασχόλησης γιατί η οικονομία βρισκόταν σε σοβαρή ύφεση. 
Σήμερα, αν η οικονομία συνεχίσει να πηγαίνει καλά, αυτή η πίεση μπορεί να λειτουργήσει θετικά για την απασχόληση ακόμα και με αύξηση του μισθολογικού κόστους. Όλα αυτά όμως είναι εικασίες και όχι ποσοτικές εκτιμήσεις που μπορώ να αποδείξω», είπε. 
Τέλος, δεν παρέλειψε να επισημάνει τις αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει ενδεχόμενη εμπλοκή στο Eurogroup της 11ης Μαϊου λέγοντας πως «μια ενδεχόμενη αστοχία στην εκταμίευση ποσών θα στερήσει ποσά για δημόσια ταμεία και παράλληλα θα στείλει κακό μήνυμα στις αγορές».