Πολλοί πρωθυπουργοί στο παρελθόν είχαν επικαλεστεί, παραλαμβάνοντας την εξουσία, τη λογική της «καμένης γης», όχι επειδή αυτό ίσχυε, αλλά προκειμένου να μην τηρήσουν προεκλογικές τους δεσμεύσεις.
Όμως, στην προκειμένη περίπτωση η συγκεκριμένη αποστροφή θα προσεγγίζει σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα, καθώς η επόμενη κυβέρνηση θα παραλάβει το τραπεζικό σύστημα σε μια εξαιρετικά εύθραυστη ισορροπία, θα πρέπει να διαχειριστεί τη δημοσιονομική βόμβα των αναδρομικών με βάση τις αποφάσεις του ΣτΕ, θα βρει στον δρόμο της το «αγκάθι» της ΔΕΗ, ενώ θα πρέπει να κινηθεί σε ένα άκρως επιβαρυμένο οικονομικό περιβάλλον που συνδιαμορφώνουν η «ατελής» έξοδος της χώρας στις αγορές, το βάλτωμα των ιδιωτικοποιήσεων και η πίεση που ασκεί στην πραγματική οικονομία η μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού.
Το πιο κρίσιμο ζήτημα
Η πορεία των τραπεζών είναι εκ των πραγμάτων το πλέον κρίσιμο ζήτημα, καθώς, μεταξύ άλλων, δεν έχει εξευρεθεί ισορροπία μεταξύ κυβέρνησης, τραπεζών και θεσμών για την προστασία της πρώτης κατοικίας, με τον κ. Γ. Δραγασάκη να αναφέρεται δις το τελευταίο διάστημα στο ενδεχόμενο να υπάρξει ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης, το βάρος της οποίας θα κληθεί να καταβάλει ο ελληνικός λαός.
Μάλιστα, ο χειρισμός του θέματος φαίνεται ότι δημιουργεί τριβές και στο εσωτερικό της κυβέρνησης: Κατά πληροφορίες, πέραν του κ. Δραγασάκη και οι κ. Ευκλ. Τσακαλώτος και Δημ. Λιάκος τάσσονται υπέρ μιας ταχείας συμφωνίας με τις τράπεζες και τους θεσμούς.
Αντιθέτως, οι κ. Αλ. Φλαμπουράρης και Χρ. Βερναρδάκης προκρίνουν η κυβέρνηση να κρατήσει «σκληρή γραμμή». Χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί μια «μονομερής» ενέργεια από πλευράς κυβέρνησης – το επικρατέστερο σενάριο είναι αυτό μιας ατελούς συμβιβαστικής λύσης που θα παραπέμπει το πρόβλημα των κόκκινων δανείων στο μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, το πλήγμα για τις τράπεζες θα είναι βαρύ, δεδομένου ότι η ανάγκη δραστικής μείωσης των κόκκινων δανείων θεωρείται επιτακτική, καθώς το ποσοστό τους ανέρχεται σε 45% έναντι 4% στην Ευρώπη.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ΔΝΤ ανέφερε το πρόβλημα ως έναν από τους βασικούς κινδύνους για την οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, πάντως, η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο, να ενισχύσει το ποσό των 160 εκατ. ευρώ για φέτος και 200 εκατ. ευρώ για το 2020, που έχει προβλεφθεί για την κάλυψη μέρους της δόσης όσων δανειοληπτών ενταχθούν σε ρύθμιση και εξυπηρετούν το δάνειό τους, με επιπλέον πόρους από τα 400 εκατ. ευρώ, τα οποία προορίζονται για το επίδομα ενοικίου.
Οι δικαστικές αποφάσεις
Ο δεύτερος «εφιάλτης» για την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές μπορεί να προέλθει από τις δικαστικές αποφάσεις αναγνώρισης αναδρομικών σε συνταξιούχους για παράνομες περικοπές συντάξεων και δώρων.
Το συνολικό ποσό, σύμφωνα με τους υφιστάμενους υπολογισμούς κυβερνητικών πηγών, μπορεί να φθάσει στο αστρονομικό ύψος των 29 δισ., οδηγώντας σε απόλυτο δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Είναι ενδεικτικό ότι μόνο το κόστος των αναδρομικών που θα επιστραφεί στους δημοσίους υπαλλήλους, αν η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφασίσει την επιστροφή των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος θερινής άδειας για την περίοδο 2013-2018, ανέρχεται κοντά στα 4 δισ. ευρώ. Στελέχη της αντιπολίτευσης σημειώνουν πως παρότι η παρούσα κυβέρνηση «κρύβεται» τυπικά πίσω από τις εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις, θα μπορούσε να είχε αποφορτίσει η ίδια το τοπίο, τουλάχιστον για την περίοδο 2012-2015.
Και τούτο, καθώς οι νομοθετικές ρυθμίσεις του 2012 για «ψαλίδι» σε κύριες και επικουρικές συντάξεις από κοινού με την ολοκληρωτική κατάργηση των δώρων, κρίθηκαν το 2015 αντισυνταγματικές από το ΣτΕ.
Συστημικό πρόβλημα
Τρίτος κίνδυνος διαρκείας για την επόμενη κυβέρνηση είναι η πορεία της ΔΕΗ που από βασικός αναπτυξιακός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας έχει μετατραπεί σε συστημικό πρόβλημα. Την τελευταία τετραετία η χρηματιστηριακή αξία της ΔΕΗ υποχώρησε δραματικά, ενώ το χρέος της ξεπέρασε τα 4 δισ., αλλά και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς αυτή κινούνται πάνω από τα 2,7 δισ. και τα αποτελέσματά της το 9μηνο του 2019 έφτασαν τα 300 εκατ. ευρώ.
Όμως, η κυβέρνηση, για λόγους πολιτικού κόστους, αρνείται σταθερά κάθε συζήτηση περί αύξησης των τιμολογίων. Είναι ενδεικτικό ότι όταν το θέμα ετέθη από τη διοίκηση της εταιρείας πριν από περίπου ένα μήνα, ο υπουργός Ενέργειας Γ. Σταθάκης απέρριψε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο το ενδεχόμενο.
Είναι ως εκ τούτου προφανές ότι η τετραετία διακυβέρνησης Τσίπρα θα αφήσει μια ιδιαίτερα βαριά «κληρονομιά» στο διάδοχο σχήμα, είτε πρόκειται για τη Ν.Δ. ή –εάν ανατραπούν πλήρως τα δημοσκοπικά δεδομένα– τον ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, η επόμενη κυβέρνηση δεν θα έχει να διαχειριστεί μόνο τις «καυτές πατάτες» που προαναφέρθηκαν, αλλά και τα ιδιαίτερα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί με τους εταίρους και μάλιστα σε ένα επιβαρυμένο περιβάλλον που διαμορφώνουν οι μεγάλες καθυστερήσεις στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και το σταθερά υψηλό κόστος δανεισμού της χώρας.
Το κρίσιμο 15νθήμερο για την αντικατάσταση του νόμου Κατσέλη
Δύο εβδομάδες καιρό έχει η κυβέρνηση για να συμφωνήσει με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στο θέμα της αντικατάστασης του νόμου Κατσέλη και να συμμορφωθεί με τα υπόλοιπα από τα 16 προαπαιτούμενα της 2ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, αλλά οι οιωνοί δεν είναι καλοί.
Η πρόταση που έφτασε στα χέρια των ευρωπαϊκών θεσμών την περασμένη εβδομάδα χαρακτηρίζεται από πηγές τους υπερβολικά γενναιόδωρη στις παραμέτρους της, καθώς θέτει το όριο προστασίας της πρώτης κατοικίας στις 200.000 ευρώ και υποχρεώνει ουσιαστικά τις τράπεζες να δεχθούν το «κούρεμα» από τη στιγμή που θα υποβάλει την αίτηση ο ενδιαφερόμενος δανειολήπτης, χωρίς δυνατότητα να την εξετάσουν με τα δικά τους κριτήρια, εισοδηματικά και άλλα.
Λίγους μήνες μετά τις δηλώσεις Μοσκοβισί για «μεικτά αποτελέσματα» της πρώτης αξιολόγησης, το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών έχει διαρραγεί και έχουμε επιστρέψει στις μάχες χαρακωμάτων.
Οι θεσμοί ανησυχούν ότι αντί να τιμωρηθούν, θα ενθαρρυνθούν για άλλη μία φορά οι στρατηγικοί κακοπληρωτές και ότι οι τράπεζες θα υποστούν ζημίες, με ευρύτερες συνέπειες για την ελληνική οικονομία.
Το διάδοχο σχήμα του νόμου Κατσέλη είναι ίσως το πιο εμβληματικό σημείο διαφωνιών κυβέρνησης και θεσμών, αυτό που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε μια σοβαρή ρήξη, όταν θα έρθει η ώρα της απόφασης για την επιστροφή των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών, SMPs και ΑΝFAs. Δεν είναι όμως το μόνο. Τα σύννεφα έχουν μαζευτεί εδώ και καιρό, σίγουρα από τον Δεκέμβριο, πάνω από τον μεταμνημονιακό ουρανό των σχέσεων των δύο πλευρών.
Η πρώτη αξιολόγηση είχε «μεικτά αποτελέσματα», όπως είπε και ο Πιερ Μοσκοβισί, αλλά δεν σήκωσε σκόνη, καθώς δεν είχαν λήξει ακόμη προθεσμίες για ολοκλήρωση προαπαιτουμένων και δεν συνοδευόταν από εκταμίευση δόσης (SMPs και ΑΝFAs), ενώ ακόμη οι δύο πλευρές απολάμβαναν την επίγευση της εξόδου από το μνημόνιο. Τον Δεκέμβριο άρχισαν να αξιολογούνται οι επιδόσεις στην ικανοποίηση των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων της χώρας και διαπιστώθηκε ότι έμεναν 46 εκκρεμότητες, στο πλαίσιο των 16 προαπαιτουμένων. Ανάμεσά τους ο νόμος Κατσέλη, αλλά και η καθυστέρηση στην εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών και στην πρόοδο των ιδιωτικοποιήσεων, ιδίως της Εγνατίας.
Σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, η κυβέρνηση κατέστησε σαφές ότι μπαίνει δυναμικά στην προεκλογική περίοδο, αποφασισμένη να «παράγει» αλλεπάλληλες θετικές ειδήσεις. Ετσι, ανακοίνωσε μια αύξηση του κατώτατου μισθού 10,9%, πάνω και από το υψηλότερο όριο που είχε προτείνει η επιτροπή εργασίας, η οποία είχε συσταθεί γι’ αυτόν το σκοπό, ενώ ετοιμάζεται για μία σειρά από ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών, μεταξύ των οποίων αυτή των 120 δόσεων για οφειλές στην εφορία, κόντρα στην άποψη των θεσμών, που απεχθάνονται οτιδήποτε θεωρούν ότι συντηρεί την κουλτούρα των μη πληρωμών.
«Θα φτάσουν στα όρια»
«Αρχισαν πάλι τα παρατράγουδα στην Ελλάδα», παρατηρούσε έμπειρος κοινοτικός παράγων, σε Ελληνα συνομιλητή του και η παρατήρησή του απηχεί την ατμόσφαιρα στις Βρυξέλλες το τελευταίο διάστημα.
Πλέον, πηγές στην Ευρώπη και στην Ελλάδα σημειώνουν ότι αιωρείται ως απειλή ακόμη και εμπλοκή στην επιστροφή των SMPs και ΑΝFAs, που μαζί με την επιστροφή των επιτοκιακών κερδών από ομόλογα που συνδέονται με το δεύτερο δάνειο και το όφελος από τη μη καταβολή της τρέχουσας δόσης τους πλησιάζουν το 1 δισ. ευρώ.
Κάτι τέτοιο θα ήταν βεβαίως βαρύ, καθώς θα οδηγούσε μετά βεβαιότητος σε άνοδο των spreads και σε νέο αποκλεισμό από τις αγορές, επαναφέροντας το φάσμα ενός νέου μνημονίου.
Οι θεσμοί δεν θα ήθελαν κάτι τέτοιο και γενικότερα δεν θα ήθελαν επαναφορά της ελληνικής κρίσης, ενόψει και των κρίσιμων ευρωεκλογών του Μαΐου.
Αναλυτές εκτιμούσαν ότι και οι δύο πλευρές θα φτάσουν στα όριά τους και ανέφεραν ως ένα ενδεχόμενο να αναβληθεί η πληρωμή της δόσης για κάποιο διάστημα, έως ότου η κυβέρνηση εκπληρώσει κάποιο εκκρεμές προαπαιτούμενο. «Θα το παίξουν όσο γίνεται, χωρίς να διακινδυνεύσουν ότι το spread θα φτάσει στον ουρανό», εκτιμούσε ένας αναλυτής.
Στο θέμα του νόμου Κατσέλη, πάντως, οι τράπεζες έχουν σημάνει συναγερμό και οι θεσμοί βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος.
Εκτός του ορίου προστασίας της πρώτης κατοικίας, με το οποίο διαφωνούν (μιλούν για έως 100.000 ευρώ, έναντι 200.000 της κυβερνητικής πρότασης), έχουν επίσης ενστάσεις με την επιδιωκόμενη ένταξη και άλλων δανείων, μικροεπιχειρηματιών, με προσημείωση στην πρώτη κατοικία, στο προστατευτικό νέο πλαίσιο, καθώς κάτι τέτοιο θα τους στερήσει τη δυνατότητα να πουλήσουν επιχειρηματικά δάνεια.
Θέλουν επίσης να έχουν την ευχέρεια να αποφασίζουν οι ίδιες για το αν και σε ποιον θα «κουρεύουν» τα δάνεια, επισημαίνοντας ότι ο δανειολήπτης μπορεί να έχει άλλα 3-4 ακίνητα που έχει μεταβιβάσει σε οικείους του και έτσι να θεμελιώνει δικαίωμα για «κούρεμα» του δανείου του.
Οι τράπεζες θα ήταν διατεθειμένες ίσως να κάνουν μια άτυπη συμφωνία με την κυβέρνηση για αποφυγή πλειστηριασμών στην προεκλογική περίοδο, αλλά επί του παρόντος στο κυβερνητικό στρατόπεδο δείχνει να επικρατεί η γραμμή Φλαμπουράρη και όχι Δραγασάκη, κάτι που δυσκολεύει τη διαπραγμάτευση.
Ετσι, δεν αποκλείεται να μην κλείσει καθόλου, ενόψει εκλογών το θέμα, παρατείνοντας την αβεβαιότητα και μεταφέροντας την καυτή πατάτα στην επόμενη κυβέρνηση.
Η συζήτηση βεβαίως θα συνεχιστεί. Οι θεσμοί αναφέρουν ότι θα μπορούσαν να συζητήσουν ένα όριο προστασίας ώς τις 120.000 ευρώ. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το κλίμα εμπιστοσύνης των δύο πλευρών έχει διαρραγεί και έχουμε επιστρέψει στις μνημονιακές εποχές και στις μάχες χαρακωμάτων.