Με την έγκριση, προ ημερών, από το ...
συνέδριο του SPD, της έναρξης επίσημων διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό νέου Μεγάλου Συνασπισμού στη Γερμανία, αναπτερώθηκαν οι ελπίδες για σημαντικά βήματα προόδου στην αναβάθμιση των δομών διακυβέρνησης της Ευρωζώνης.
Ο επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών, Μάρτιν Σουλτς, έχει θέσει την Ευρώπη και την εποικοδομητική συνεργασία με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν στο επίκεντρο των επιδιώξεών του σε μία νέα συνεργασία με τους Χριστιανοδημοκράτες της Άγκελα Μέρκελ.
Ωστόσο η επικράτηση του «Ναι» σε ανανέωση του Μεγάλου Συνασπισμού ήταν οριακή. Παράλληλα, πολλοί αμφιβάλλουν ότι η καγκελάριος, ακόμα και στην τελευταία της θητεία, θα είναι διατεθειμένη να μετακινηθεί σημαντικά προς την φιλόδοξες θέσεις του κ. Μακρόν, αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις που θα υπονομεύσουν τη σταθερότητα του γερμανικού οικονομικού οικοδομήματος. Το Ground Euro ζήτησε από τρεις βαθείς γνώστες της γερμανικής πραγματικότητας να συνοψίσουν την επίδραση του νέου GroKo στις εξελίξεις στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε.
ΜΑΡΚΟΥΣ ΓΟΥΟΚΕΡ, δημοσιογράφος, Wall Street Journal
Την περασμένη Παρασκευή, τέσσερις μήνες μετά τις αβέβαιης έκβασης εκλογές στη Γερμανία, η Άγκελα Μέρκελ ξεκίνησε επίσημες συνομιλίες για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με το SPD, στη βάση ενός προσχεδίου συμφωνίας που περιλάμβανε θερμά λόγια για την Ευρώπη.
Το προσχέδιο αυτό προκάλεσε ένα ξέσπασμα αισιοδοξίας σε κύκλους της Ε.Ε. σχετικά με το βαθμό στον οποίο η γερμανική κυβέρνηση θα είναι ανοιχτή σε μεγαλύτερη οικονομική αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Ακόμα και ορισμένοι Γερμανοί σχολιαστές είπαν ότι το CDU-CSU εγκαταλείπει την αρνητική στάση του πρώην υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και παραδίδεται στον ευρω-ενθουσιασμό των Σοσιαλδημοκρατών.
Μάλλον πρόκειται περί παρερμηνείας των προθέσεων και των δύο κομμάτων.
Μάλλον πρόκειται περί παρερμηνείας των προθέσεων και των δύο κομμάτων.
Στο SPD, ο πιο ένθερμος υποστηρικτής των ιδεών του Εμανουέλ Μακρόν για βαθύτερη ενοποίηση στην Ευρωζώνη είναι ο αδύναμος πρόεδρος του κόμματος, ο Μάρτιν Σουλτς. Η επιρροή στο κόμμα μεταφέρεται σε άλλα στελέχη, όπως η αριστερή Αντρέα Νάλες, της οποίας οι προτεραιότητες στη διαπραγμάτευση με τη Μέρκελ αφορούν στην κοινωνική πολιτική, όχι στην Ευρώπη.
Στο στρατόπεδο του CDU-CSU, η πιο σημαντική φωνή σκεπτικισμού απέναντι στην ιδέα της οικονομικής αλληλεγγύης είναι η ίδια η καγκελάριος. Θεωρεί ότι το μεγάλο ελάττωμα της Ευρωζώνης δεν είναι το έλλειμμα συλλογικών πόρων, αλλά η μειωμένη ανταγωνιστικότητα σε εθνικό επίπεδο, ειδικά σε κλάδους τεχνολογιών αιχμής, όπου θεωρεί ότι η Ευρώπη χάνει έδαφος έναντι των ΗΠΑ και της Ασίας.
Η Μέρκελ και οι σύμβουλοί της θεωρούν ότι οι οικονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ κρατών-μελών της Ευρωζώνης αμβλύνουν τα κίνητρα για μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο. Η άποψη αυτή αποτελεί αντανάκλαση του κυρίως ρεύματος στο κόμμα της και των θέσεων του γερμανικού οικονομικού κατεστημένου.
Ωστόσο η Μέρκελ έπρεπε επίσης να ενθαρρύνει τον Σουλτς να στηρίξει έναν νέο Μεγάλο Συνασπισμό. Εξ' ου και η θερμή αλλά αόριστη ρητορική περί ενίσχυσης της Ευρωζώνης. Η καγκελάριος, επιπλέον, δεν θέλει να φανεί απορριπτική απέναντι στον Μακρόν, όπως είχε φανεί απέναντι στον προκάτοχό του, Φρανσουά Ολάντ.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τα λόγια είναι στο μέγιστο βαθμό εποικοδομητικά, χωρίς όμως, ως τώρα τουλάχιστον, να μετακινείται από τις κόκκινες γραμμές της. Η πιο κρίσιμη από αυτές είναι ότι η Γερμανία διατίθεται να στηρίξει συλλογικούς μηχανισμούς οικονομικής στήριξης στην Ευρωζώνη μόνο αν ενισχυθεί περαιτέρω ο κεντρικός έλεγχος σε θέματα φορολογίας και δαπανών, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τραπεζικών πρακτικών. Το τίμημα της αυξημένης αλληλεγγύης είναι μειωμένη εθνική κυριαρχία.
Το πιο πιθανό αποτέλεσμα, συνεπώς, παραμένει μία συμφωνία περιορισμένων μεταρρυθμίσεων στη διακυβέρνηση της Ευρωζώνης. Αρκετών ώστε ο Μακρόν και η Μέρκελ να μπορούν να πουν ότι επιτεύχθηκε πρόοδος. Όχι όμως αρκετών ώστε να ξεπεραστούν οι αδυναμίες της Ευρωζώνες τις οποίες εξέθεσε η κρίση.
Πριν από όλα αυτά, φυσικά, το CDU-CSU και το SPD πρέπει να συμφωνήσουν σε ένα πλήρες κυβερνητικό πρόγραμμα, το οποίο στη συνέχεια πρέπει να εγκρίνουν τα 440.000 μέλη των Σοσιαλδημοκρατών. Το εγχείρημα μπορεί να καταρρεύσει σε οποιαδήποτε από αυτά τα δύο στάδια, οδηγώντας σε νέες εκλογές και παράταση της παράλυσης. Τα δύο κόμματα έχουν βάλει στόχο να τελειώσουν τις διαπραγματεύσεις πριν το Καρναβάλι και να ορκιστεί η νέα κυβέρνηση πριν την Πρωταπριλιά. Τα συμπεράσματα δικά σας.
ΧΑΝΣ ΚΟΥΝΤΝΑΝΙ, Senior Transatlantic Fellow, German Marshall Fund of the US
Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, φαινόταν ότι οι προοπτικές για ένα πραγματικό άλμα προς τα εμπρός, που θα συνέβαλλε στην υπέρβαση των ρηγμάτων στο εσωτερικό της Ε.Ε. και θα καθιστούσε το ευρώ βιώσιμο, ήταν αμυδρές. Οι μεγάλοι νικητές των εκλογών ήταν τα δύο κόμματα που προεκλογικά απαιτούσαν μία πιο σκληρή γραμμή απέναντι στην Ευρωζώνη - οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) και η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Ωστόσο με την κατάρρευση των συνομιλιών για τον συνασπισμό τύπου Τζαμάικα (CDU-CSU, FDP, Πράσινοι), και τη στροφή των Σοσιαλδημοκρατών υπέρ ενός νέου Μεγάλου Συνασπισμού, υπάρχει πλέον η πιθανότητα να συμβεί αυτό το άλμα προς τα εμπρός στην Ευρώπη.
Σε αντίθεση με το 2013, το SPD έχει αναδείξει την Ευρώπη σε προτεραιότητα στις διαπραγματεύσεις με τους Χριστιανοδημοκράτες. Ωστόσο δεν είναι ακόμα σαφές αν αυτό θα μετατραπεί σε κάτι χειροπιαστό - η προκαταρκτική συμφωνία μεταξύ των δύο κομμάτων δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις για την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης.
Επιπλέον, αν ολοκληρωθούν επιτυχώς οι διαπραγματεύσεις, η νέα κυβέρνηση θα είναι ο τρίτος Μεγάλος Συνασπισμός από το 2005 και μετά, και θα καθιστούσε το AfD (που συγκέντρωσε 13% των ψήφων το Σεπτέμβριο) στο μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης στην Μπούντεσταγκ. Με άλλα λόγια, μπορεί ο Μεγάλος Συνασπισμός να είναι καλή είδηση για την Ευρώπη, αλλά μάλλον είναι κακή είδηση για τη γερμανική δημοκρατία.
ΝΤΑΝΙΕΛ ΓΚΡΟΣ, διευθυντής του Center for European Policy Studies
Τι μπορούμε να περιμένουμε από έναν νέο Μεγάλο Συνασπισμό, που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση; Έχω την αίσθηση ότι οι παρατηρητές εκτός Γερμανίας έχουν κάπως υπερβολικές προσδοκίες.
Πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας, κατ’ αρχάς, ότι πρόκειται για τα ίδια κόμματα που κυβερνούν και σήμερα. Αυτό από μόνο του σημαίνει ότι η πολιτική της νέας κυβέρνησης δεν θα αλλάξει σημαντικά. Τόσο οι Χριστιανοδημοκράτες όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες θέλουν να διατηρήσουν το διάσημο πλέον «μαύρο μηδενικό» στα δημόσια οικονομικά - δηλαδή να παραμείνει οριακά πλεονασματικός ο προϋπολογισμός.
Η βασική διαφωνία αφορά αν το αν η δημοσιονομική αυτή ισορροπία θα επιτευχθεί με μία μικρή αύξηση των δαπανών, ή αν πρέπει να αυξηθούν οι φόροι ώστε οι δαπάνες να αυξηθούν πολύ περισσότερο.
Στο μέτωπο της μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης, οι πιθανότητες για αλλαγή πολιτικής μοιάζουν κάπως μεγαλύτερες· ωστόσο οι οποίες παραχωρήσεις στον Μακρόν θα είναι περισσότερο ρητορικού χαρακτήρα παρά ουσίας. Ίσως να υπάρξει ένας προϋπολογισμός για το ευρώ, αλλά πιθανότατα θα είναι πολύ μικρός σε μέγεθος και θα ενταχθεί στον ευρύτερο κοινοτικό προϋπολογισμό, που ίσως αυξηθεί κάπως.
Μία αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού από 0,95% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ σε 1,1-1,2% δεν αποτελεί ακριβώς επανάσταση. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ESM) ίσως μετονομαστεί σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, αλλά τα βασικά στοιχεία της διακυβέρνησής του δεν αναμένεται να αλλάξουν.
Σε γενικές γραμμές, η πολιτική της Γερμανίας είναι μάλλον απίθανο να μετακινηθεί σημαντικά αν ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός αποτελείται από τα ίδια κόμματα όπως ο προηγούμενος.