Της Έφης Μπάσδρα*
Με αφορμή το πρόσφατο ...
ταξίδι του πρωθυπουργού στο Γκέτεμποργκ στη Διάσκεψη Κορυφής της Ε.Ε. «για κοινωνικά θέματα, για τη δίκαιη απασχόληση και την ανάπτυξη» και όσα ακούστηκαν για το μέλλον της Ευρώπης σε ζητήματα εκπαίδευσης και πολιτισμού, αλλά και την έκθεση της Επιτροπής για το 2017 σχετικά με την παρακολούθηση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης στην Ε.Ε., επανέρχεται με επίταση το θέμα των δαπανών για την εκπαίδευση.
Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του ’15, ανέρχονταν στο 4,3% του ΑΕΠ. Η χώρα μας, μαζί με την Ιταλία (4% του ΑΕΠ) και τη Ρουμανία (3,1%), βρίσκεται στις τρεις κατώτερες βαθμίδες της Ε.Ε., σημαντικά χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ως ποσοστό του συνόλου των δημοσίων δαπανών, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος για τις δαπάνες στην παιδεία στην Ε.Ε. ανερχόταν στο 10,3%. Στην Ελλάδα καταγράφηκε το χαμηλότερο επίπεδο με 7,8% και ακολουθούν η Ιταλία με 7,9% και η Ρουμανία με 8,6%.
Οι μειωμένες δαπάνες σημαίνουν και μειωμένη ποιότητα ως προς την παρεχόμενη εκπαίδευση, γεγονός που αποτυπώνεται στα αποτελέσματα ερευνών όπως του PISA. Ακόμα, σύμφωνα με τη διεθνή κατάταξη QS World University Rankings 2018, στην οποία κατατάσσονται τα 959 κορυφαία πανεπιστήμια διεθνώς, τα ελληνικά πανεπιστήμια λαμβάνουν μεταξύ άλλων και χαμηλή βαθμολογία στη μέτρηση του δείκτη φοιτητών προς μέλη ΔΕΠ.
Η μέτρηση αυτή αποτυπώνει την επίπτωση της μείωσης του επιστημονικού προσωπικού των πανεπιστημίων λόγω περιστολής των διαθέσιμων πόρων στην περίοδο της κρίσης. Μείωση που επήλθε κυρίως από την εξαιρετικά πενιχρή αντικατάσταση του 5:1 αφυπηρετούντων μελών ΔΕΠ λόγω μνημονίων.
Υπό αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η σύγκριση της ποιότητας των ελληνικών ανώτατων ιδρυμάτων αλλά και της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες με κράτη που δαπανούν πολύ υψηλότερα ποσά σε αυτήν είναι εν πολλοίς άδικη. Η διαπίστωση δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση δικαιολογία για την τωρινή διάλυση της εκπαίδευσης και τους ακραίους πειραματισμούς.
Επανέρχεται ωστόσο εμφατικά η πρόταση για εξαίρεση από το δημοσιονομικό έλλειμμα μιας χώρας του ποσοστού του εθνικού προϋπολογισμού που αφορά σε δαπάνες για την εκπαίδευση. Η πρόταση διατυπώθηκε το 2014 με πρωτοβουλία του «Δίκτυου», επανήλθε όμως με την πρόσφατη επιστολή της Αννας Διαμαντοπούλου προς τον πρωθυπουργό.
Η πρόταση λέει ότι, αν το ποσοστό δαπανών για την εκπαίδευση υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, π.χ. αν η Ελλάδα διαθέτει για την παιδεία το 3% του ΑΕΠ της και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 5,2%, τότε το υπολειπόμενο ποσοστό 2,2% να μπορεί να διατεθεί για την παιδεία χωρίς να υπολογίζεται στο έλλειμμα.
Ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση και προσωπικές διαφωνίες, η πρόταση επιβάλλεται να ιδωθεί με την αφοπλιστική κυνικότητα του δόγματος του Ντενγκ Ξιαοπίνγκ «άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, αρκεί ποντίκια να πιάνει».
Τελικά εμείς οι άνθρωποι της εκπαίδευσης δεν μπορεί κοντόφθαλμα να μη στηρίξουμε μια εθνική πρόταση που στοχεύει στη διασφάλιση επαρκών και κατάλληλων υποδομών και μέσων, που στοχεύει στην καταπολέμηση της ανισότητας με την παροχή ίσων ευκαιριών και τελικά στην παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους. Το μόνο που έχουμε να χάσουμε είναι η ιδεοληψία μας...
* Η κ. Εφη Μπάσδρα είναι καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, πρώην πρόεδρος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ).