Της Έφης Μπάσδρα*
Όταν το 2014 ανακοινώθηκαν τα ...
ευρήματα της μεγάλης έρευνας της McKinsey που αφορούσε στην αγορά εργασίας, τις δεξιότητες, τις σπουδές και την ανεργία γενικότερα, σε οκτώ ευρωπαϊκές χώρες ανάμεσά τους και η Ελλάδα, καταδείχθηκε για πρώτη φορά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η δυσαρμονία των υψηλών ποσοστών ανεργίας των νέων με την έλλειψη δεξιοτήτων και ειδικών προσόντων.
Παρά το τότε δυσθεώρητο πανευρωπαϊκό 23,6 % μέσο ποσοστό ανεργίας, η έρευνα έδειξε ότι οι επιχειρήσεις αδυνατούσαν να βρουν τους εργαζόμενους που αναζητούσαν, λόγω έλλειψης δεξιοτήτων και ειδικών γνώσεων.
Έτσι όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά προγράμματα για την έρευνα, την εκπαίδευση και την κατάρτιση όπως το Horizon2020 και το Erasmus+, ενέταξαν στο σχεδιασμό τους τη λογική της παράλληλης πρακτικής άσκησης των εκπαιδευομένων μέσα από συνέργειες με επιχειρήσεις και εργασιακές δομές και φορείς.
Στην κατεύθυνση αυτή εναρμονίστηκαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με αποτέλεσμα την απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους των ερευνητικών και εκπαιδευτικών κονδυλίων.
Το παρόν άρθρο δεν έχει σκοπό να απαριθμήσει τις κακοδαιμονίες και τη δογματική λογική κυβερνώντων, παραγόντων και φορέων. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει πλέον η πολυτέλεια του χρόνου για μεμψιμοιρίες παρά μόνο για προτάσεις και δράση.
Δέκα μήνες πριν την εκπνοή του μνημονίου και την έξοδο μας στις αδυσώπητες αγορές των υψηλών επιτοκίων και πριν την χαραυγή μιας ακόμη σκληρότερης επιτροπείας έτσι και αλλιώς, όποιος δεν κατανοεί ότι κάτω από αυτές τις αυτοκτονικές συνθήκες ελάχιστοι νέοι θα μείνουν να εργάζονται πλέον στην Ελλάδα προσπαθώντας να πληρώσουν τα ψίχουλα των συντάξεων των εκατομμυρίων ηλικιωμένων Ελλήνων, ζει μάλλον στο παράλληλο σύμπαν της ευδαιμονίας των επικοινωνιολόγων του Μαξίμου.
Σκοπός του άρθρου είναι να προτείνει μια βέλτιστη πρακτική που έχει ήδη εφαρμοστεί με επιτυχία από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Είναι το πρόγραμμα υποτροφιών «2+2». Το πρόγραμμα αυτό όχι μόνο εφαρμόστηκε με επιτυχία αλλά απέσπασε πλήθος εθνικών και διεθνών βραβείων ανθρώπινου δυναμικού όπως το «Global Business Excellence Awards in Outstanding HR Initiative».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το πρωτοποριακό αυτό πρόγραμμα, οι υπότροφοι λαμβάνουν υποτροφίες για διετείς μεταπτυχιακές σπουδές σε ελληνικά πανεπιστήμια. Καθημερινά όμως κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών του ασκούνται ως πρακτικάριοι για τέσσερις με πέντε ώρες σε μία επιχείρηση με αντικείμενο συναφές με αυτό των μεταπτυχιακών τους σπουδών.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών και λήψη του μεταπτυχιακού τίτλου, η επιχείρηση στο πλαίσιο της προγραμματικής συμφωνίας με τον φορέα διαχείρισης του προγράμματος υποτροφιών, προσλαμβάνει τον υπότροφο με καθεστώς πλήρους απασχόλησης για δύο επιπλέον χρόνια.
Συνεπώς «2+2», δυο χρόνια σπουδών με ενσωματωμένη διαρκή πρακτική άσκηση, συν δύο χρόνια εργασίας πλήρους απασχόλησης, τέσσερα συνολικά χρόνια στη αγορά εργασία. Το μόνο πρόγραμμα τόσο μεγάλης διάρκειας!!
Για τα πρώτα δυο χρόνια σπουδών του υποτρόφου, οι επιχειρήσεις δεν καταβάλουν κάποιο ποσό παρά μόνο αναλαμβάνουν το κόστος ασφαλιστικών εισφορών το οποίο όμως είναι μειωμένο καθ’ ότι οι υπότροφοι όσον αφορά την ασφάλεια υγείας καλύπτονται νομικά από το πανεπιστήμιο στο οποίο φοιτούν.
Τα τροφεία των υποτρόφων πληρώνονται κανονικά από το πρόγραμμα υποτροφιών. Τα δυο επόμενα έτη, οι επιχειρήσεις καταβάλουν μισθό και ασφαλιστικές εισφορές με τους υφιστάμενους εργασιακούς όρους και μισθολόγια.
Ο σχεδιασμός του πρωτοποριακού αυτού προγράμματος θα μπορούσε να γίνει ακόμη πιο ελκυστικός προς τις επιχειρήσεις αν οι ασφαλιστικές εισφορές των υποτρόφων/εργαζομένων ενταχθούν σε συνδυαστικό πρόγραμμα πρακτικής άσκησης με τον ΟΑΕΔ.
Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα την μικρότερη δυνατή επιβάρυνση των επιχειρήσεων σε μία πολύ δύσκολη περίοδο και την ένταξη μεγαλυτέρου αριθμού ωφελουμένων επιχειρήσεων στο πρόγραμμα και τελικά υποτρόφων.
Καίριο όφελος του προγράμματος «2+2» αποτελεί η επιπλέον εξειδίκευση του υποτρόφου μέσω απόκτησης του μεταπτυχιακού του και η παράλληλη εξάσκηση των νεοαποκτηθέντων γνώσεων σε πραγματικές εργασιακές συνθήκες, ένα σύστημα που προσομοιάζει με την ζητούμενη ευρωπαϊκή πρακτική του Work Base Learning και όσα προτείνονται συστηματικά από όλες τις έρευνες και τους φορείς που ασχολούνται με θέματα ανεργίας και αγοράς εργασίας.
Επιπλέον η εισαγωγή των υποτρόφων στην φιλοσοφία της επιχείρησης αποτελεί ισχυρό παράγοντα για την περαιτέρω αξιοποίηση του μετά τη λήξη του προγράμματος, καθώς και η εγγραφή της εργασιακής εμπειρίας στο βιογραφικό του, στοιχείο απαραίτητο για την περαιτέρω ανέλιξη της καριέρας του.
Η μεταφορά τεχνογνωσίας στην επιχείρηση, η εισαγωγή επιλεγμένου άριστου στελεχιακού δυναμικού στις ελληνικές επιχειρήσεις, η αναχαίτηση του φαινομένου “brain drain” και η καταπολέμηση της ανεργίας ατόμων με υψηλά προσόντα, κάνουν το πρόγραμμα 2+2 μια win-win κατάσταση. Στα πεζά πλεονεκτήματα του προγράμματος μπορούν να εγγραφούν και τα ασφαλιστικά έτη της μελλοντικής συνταξιοδότησης των υποτρόφων.
Εδώ ακριβώς αξίζει να σκεφτεί κάποιος τη σημερινή απαξίωση των μεταπτυχιακών φοιτητών που κερδίζουν το πενιχρό τους εισόδημα τους ως σερβιτόροι κυρίως στον πιο «αναπτυξιακό κλάδο» της χώρας, τα πολυάριθμα καφέ!
Το πρόγραμμα αυτό μπορεί να εφαρμοστεί ακόμη και σε χιλιάδες μεταπτυχιακούς φοιτητές και να ενταχθεί στα χρηματοδοτούμενα προγράμματα εργασίας του ΕΣΠΑ σε συνεργασία με το Υπουργείο Εργασίας και το Υπουργείο Ανάπτυξης. Επιπλέον παρόμοιο πρόγραμμα θα μπορούσε αναλογικά να σχεδιαστεί για τους χιλιάδες νέους που έχουν φύγει ήδη στο εξωτερικό. Πρόκληση θα ήταν η εφαρμογή αυτού του προγράμματος και στο δημόσιο!!
Πιλοτικά το πρόγραμμα «2+2» έχει υλοποιηθεί με την Εθνική Τράπεζα και είχε ενταχθεί στις δράσεις του νέου ΕΣΠΑ αλλά η κυβερνητική αλλαγή ακύρωσε τη δράση ως μη προτεραιότητας!
Καλούμε λοιπόν ακόμη και τώρα, την τελευταία στιγμή την κυβέρνηση να εφαρμόσει μια άριστη πρακτική καταπολέμησης της ανεργίας και του brain-drain πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις και κολλήματα. Άλλωστε τα περισσότερα από αυτά τα έχει ήδη σβήσει η αύρα της άλλης πλευράς του Ατλαντικού!!!
*Η κ. Έφη Μπάσδρα είναι καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών και διετέλεσε Πρόεδρος του ΙΚΥ όταν σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε το πρόγραμμα «2+2».