Οι Θεσσαλονικείς όταν ...
αναφέρονται στον τόπο τους τον αποκαλούν «η πόλη». Μιλώντας μαζί τους, συνειδητοποιείς αυτή την αξιοπρόσεκτη εμμονή τους.
Ερευνητής ο οποίος εμβαθύνει σε ζητήματα αστικής κουλτούρας εξηγεί στην «Κ» τους βασικούς λόγους: «Η Θεσσαλονίκη ήταν ανέκαθεν αστικό κέντρο – λόγω του λιμανιού και της γεωγραφικής της θέσης.
Ηταν πάντοτε η “πόλη”, ελλείψει άλλων μεγάλων αστικών κέντρων στην ευρύτερη περιοχή». Η πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας, με τη διαρκή κινητικότητα πληθυσμών, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα υπήρξε τόπος ιστορικών, κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών αλλά και τραυμάτων.
Η Θεσσαλονίκη δεν έτυχε της μαζικής αστυφιλίας του ’50 και του ’60 που βίωσε η Αθήνα, ωστόσο παρέμεινε η «μητρόπολη» της ευρύτερης περιφέρειάς της – των Βαλκανίων συμπεριλαμβανομένων.
Κοσμοπολίτικη και επαρχιακή, αρχαιοπρεπής και βυζαντινολάγνα, μεγάλη και μικρή, η πόλη έχει δημιουργήσει τη δική της κληρονομιά – αυτήν που σήμερα ο δήμος και οι αυτόνομες δημιουργικές ομάδες που δραστηριοποιούνται εκεί κατορθώνουν να φωτίσουν και ενεργοποιήσουν.
Σε αυτό ακριβώς το πνεύμα, για έκτη χρονιά φέτος, διοργανώνεται το Πικ-Νικ Urban Festival στη Ρωμαϊκή Αγορά, από την ομάδα Parenthesis. «Φέτος ήταν η πιο “ομαλή” διοργάνωση. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων, που έχει την ευθύνη της Ρωμαϊκής Αγοράς, έκαμψε κάθε προηγούμενο δισταγμό», λέει στην «Κ» η Αθηνά Ριζοπούλου από την Parenthesis.
Το Πικ-Νικ Urban Festival (30/8-1/9) μετατρέπεται σε φορέα ενεργοποίησης ενός χώρου, τον οποίον, υπό άλλες συνθήκες, οι Θεσσαλονικείς αντιμετωπίζουν με δέος και, ίσως, με αντίστροφο συντηρητισμό. Παρά ταύτα, το φεστιβάλ είναι αποφασισμένο, εδώ και λίγα χρόνια, να λειτουργεί ως επιστέγασμα του ελληνικού καλοκαιριού και του «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει».
Τις τρεις ημέρες του φεστιβάλ, η Ρωμαϊκή Αγορά θα γεμίσει ήχους από καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης, ενώ θα μετατραπεί και σε υπαίθριο σινεμά, σε συνεργασία με το διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Animasyros, αλλά και με την προβολή τριών μεγάλου μήκους φιλμ: «La La Land», «Captain Fantastic» και «Grand Budapest Hotel».
Η Αθηνά Ριζοπούλου αναφέρει στην «Κ» ότι στόχος είναι «η ανάδειξη του πλούσιου δημιουργικού υλικού της Θεσσαλονίκης. Δημιουργούμε μια κυψέλη για όλους, σε μια πόλη που φαίνεται ότι διψάει για ευκαιρίες πρόσβασης σε τέτοιους χώρους».
Η Εφορεία Αρχαιοτήτων, μάλιστα, προτίθεται να «ανοίξει» το φεστιβάλ και σε άλλες περιόδους του καλοκαιριού ή να διαρκεί όλο και περισσότερες ημέρες, κάτι που η διοργανώτρια Parenthesis δεν βλέπει με κακό μάτι. Ταυτόχρονα, η ίδια υπηρεσία εξετάζει το ενδεχόμενο η Ρωμαϊκή Αγορά να ανοιχθεί και σε άλλες εκδηλώσεις, τάση που παρατηρείται όλο και περισσότερο σε αντίστοιχους χώρους ανά την επικράτεια (Μεσσήνη, Δελφοί, Φίλιπποι κ.λπ.).
Και ο Δήμος Θεσσαλονίκης, όμως, έχει πρόθεση, όπως, εξάλλου, έχουν επανειλημμένως δηλώσει στελέχη του, να φωτίσει τα αδρανή τοπόσημα, στο πλαίσιο, όπως δηλώνεται, του μετασχηματισμού της πόλης σε τουριστικό προορισμό, πέρα «από το καλό φαγητό και τα σάντουιτς – το έχουμε εξαντλήσει αυτό το ζήτημα», όπως ειπώθηκε στην «Κ».
Ο δήμος έχει, μεν, ανοικτή την πόρτα του σε συνεργασίες με τις ομάδες που δραστηριοποιούνται στη Θεσσαλονίκη, ωστόσο το μεγάλο ζήτημα που παραμένει είναι πώς αυτό θα υλοποιηθεί και, εξ αντανακλάσεως, θα κεφαλαιοποιηθεί προς όφελος της αγοράς και της επιχειρηματικότητας. Ζήτημα, ασφαλώς, που ανακύπτει ελλείψει τεχνογνωσίας και, συχνά, πολιτικής βούλησης.
Παρά ταύτα, η Θεσσαλονίκη αποκτά νέες δομές φιλοξενίας. Αυτή την περίοδο ετοιμάζονται νέες ξενοδοχειακές μονάδες εντός του αστικού ιστού, που θα προστεθούν στις ήδη, αν και ευάριθμες, δομές που προσφέρουν «εμπειρία».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το «Stay», ένα hostel που λειτουργεί στο κέντρο της πόλης, σε μία μοντερνιστική πολυκατοικία, προσελκύοντας όλο και περισσότερους νέους ταξιδιώτες. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με πληροφορίες, στα φετινά «Δημήτρια» ο δήμος σχεδιάζει την επανενεργοποίηση κτιρίων εν αχρησία, στο πνεύμα των παραδειγμάτων της Ροτόντας και των Δημοτικών Σφαγείων, που μετατράπηκαν σε ζωντανούς και δραστήριους χώρους πολιτισμού και καινοτομίας.
Η μεν Ροτόντα φιλοξενεί διαρκώς συναυλίες, ενώ τα Δημοτικά Σφαγεία, που μετονομάστηκαν σε LABattoir, γίνονται κόμβος τέχνης, τεχνολογίας και επιχειρηματικότητας, υπό την αιγίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα, άλλη μία διοργάνωση δίνει ανάσες, αυτήν τη φορά στο Καπάνι, τη... Βαρβάκειο της Θεσσαλονίκης.
Το Kapani Project είναι ένα φεστιβάλ που μετατρέπει την αγορά, για μία ημέρα, σε κόμβο πολιτισμού, ιστορίας της αγοράς και ανθρώπινης επαφής, με μουσική, περφόρμανς, εικαστικά, βίντεο. Φέτος, διοργανώνεται στις 4/10.
Reworks, In-Edit, ταράτσες
Η Θεσσαλονίκη, εκτός από τα μεγάλα φεστιβάλ κινηματογράφου και, ασφαλώς, τη ΔΕΘ, έχει να υπερηφανεύεται για τις διεθνείς της μουσικές διοργανώσεις, όπως είναι το Reworks, που περίπου το εν πέμπτον του κοινού είναι από το εξωτερικό, αλλά και το In-Edit, που «κατεβαίνει» και φέτος στην Αθήνα, όπως και πέρυσι, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Παράλληλα, από προχθές και έως την ερχόμενη Κυριακή, η Θεσσαλονίκη φιλοξενεί το Taratsa Film Festival, σε έξι ταράτσες: Λέσχη Θεσσαλονίκης, ΕΣΗΕΜΘ, «Stay Hostel», ΔΣΘ, Urania Bar και Cafe Θέα/tro.
«Εκκρεμότητα», ωστόσο, παραμένει το Maison Crystal στη νέα παραλία, το πρώην μπαρ, το οποίο, μέσα στα τέσσερα χρόνια αχρησίας του, είχε μετατραπεί σε εστία μόλυνσης και αιτία πολιτικής αντιπαλότητας μεταξύ των δημοτικών παρατάξεων για τη μελλοντική του χρήση. Στο ίδιο πνεύμα, οι νέοι χώροι που απέκτησε ο δήμος στο λιμάνι περιμένουν και εκείνοι την αξιοποίησή τους...
Παρ’ όλα αυτά, όπως μεταφέρεται στην «Κ», «υπάρχει θετικό έδαφος από τους φορείς της Θεσσαλονίκης για επανάχρηση χώρων. Εκτός από τις καλλιτεχνικές ομάδες, διαθέτουμε το “σωστό μέγεθος”, σε σχέση με την Αθήνα, ώστε να μη “χάνονται” τα events. Υπάρχει μια γενική... ανησυχία».