Οι μύθοι που διέλυσε η κρίση


Η «φούσκα» της αγοράς ...

ακινήτων –και των σύνθετων χρεογράφων που συνδέονταν με αυτήν– δεν ήταν η μόνη που έσκασε το 2007-08. 
Θεμελιώδεις μύθοι και ψευδαισθήσεις για την οικονομία και την οικονομική πολιτική κατέρρευσαν μαζί με τους τραπεζικούς κολοσσούς που πτώχευσαν, κρατικοποιήθηκαν ή διασώθηκαν με δημόσιους πόρους, στους μήνες μετά το πάγωμα τριών funds από την BNP Paribas στις 9 Αυγούστου του 2007. Aλλοι μύθοι όμως, εξίσου επικίνδυνοι, επιβίωσαν και καθόρισαν τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης – επιδεινώνοντας και παρατείνοντάς την.
Το πρώτο θεωρητικό θύμα της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν η πίστη στην ικανότητα των αγορών να αυτορρυθμίζονται. Μιλώντας σε επιτροπή του Κογκρέσου στα τέλη Οκτωβρίου του 2008, μόλις πέντε εβδομάδες μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, ο Aλαν Γκρίνσπαν ομολογούσε: «Αυτοί ανάμεσά μας, μεταξύ των οποίων και εγώ, που θεωρούσαμε ότι το ιδιοτελές συμφέρον των πιστωτικών ιδρυμάτων θα προστάτευε τα κεφάλαια των μετόχων, είμαστε σε κατάσταση σοκ, αδυνατώντας να το πιστέψουμε».
Ως πρόεδρος της Fed από το 1987 έως το 2005, ο Γκρίνσπαν είχε υπάρξει μια από τις προεξάρχουσες φωνές υπέρ της απορρύθμισης του χρηματοπιστωτικού κλάδου και της κατάργησης των περιορισμών που είχαν επιβληθεί στον απόηχο του Μεγάλου Κραχ του 1929. 
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, η αμερικανική και η παγκόσμια οικονομία είχαν γνωρίσει ραγδαία ανάπτυξη. Στα τέλη του 2008 όμως έβλεπε τον κόσμο στην οικοδόμηση του οποίου είχε συμβάλει καταλυτικά –έναν κόσμο τρομακτικής μόχλευσης, ανεξέλεγκτων διασυνοριακών κεφαλαιακών ροών και τραπεζικών ιδρυμάτων που εξέθεταν τις οικονομίες των μικροκαταθετών τους στις διακυμάνσεις ακατανόητων χρηματοοικονομικών εργαλείων– να συντρίβεται, παρασέρνοντας μαζί του την παγκόσμια οικονομία.
Η καρδιακή ανακοπή που υπέστη το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η ύφεση του 2008-9, την οποία προκάλεσε, οδήγησαν σε μεγάλες αυξήσεις των δημοσίων δαπανών, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι οποίες βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα (αντιθέτως οι αναδυόμενες οικονομίες επηρεάστηκαν πολύ λιγότερο). 
Το δημοσιονομικό κόστος των προγραμμάτων τόνωσης της οικονομίας και των διασώσεων των τραπεζών είχε ως αποτέλεσμα τη διόγκωση των ελλειμμάτων και την αύξηση του δημοσίου χρέους σε πολλές χώρες.
Σε αυτές τις συνθήκες, με το σοκ του 2008 να έχει αλλάξει δραστικά την εκτίμηση του ρίσκου στις χρηματαγορές, ξεκίνησε η δεύτερη φάση της κρίσης, με επίκεντρο τα κράτη. Hδη το φθινόπωρο του 2008, η μικροσκοπική Ισλανδία, οι τράπεζες της οποίας είχαν φτάσει να έχουν ενεργητικό εννιά φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της χώρας, και η Ουγγαρία, προσέφυγαν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. 
Eνα χρόνο αργότερα ξεκίνησε η ελληνική κρίση, που οδήγησε σε τρία προγράμματα διάσωσης και τη μεγαλύτερη κρατική χρεοκοπία στα χρονικά. Eτσι κατέρρευσε με πάταγο και ο μύθος που ήθελε τις κρατικές κρίσεις χρέους και τις επεμβάσεις του ΔΝΤ να περιορίζονται στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Η άλλη μεγάλη ψευδαίσθηση που διαλύθηκε στον απόηχο της οικονομικής κρίσης ήταν αυτή της δανειακής ευημερίας. Oπως ανέλυσε ο Ραγκουράμ Ρατζάν στο βιβλίο του «Fault Lines», ένα από τα καλύτερα που έχουν γραφτεί για τη διεθνή κρίση, στην περίοδο μετά το 1980 η διεύρυνση της ανισότητας και η συρρίκνωση των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας δημιούργησαν ισχυρότατες πολιτικές πιέσεις για εύκολο δανεισμό. 
Η εύκολη πρόσβαση σε ρευστότητα μπορεί μακροπρόθεσμα να δημιουργούσε ανισορροπίες και να εγκυμονούσε τεράστιους κινδύνους, βραχυπρόθεσμα όμως έδινε ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα και επέτρεπε σε φτωχά νοικοκυριά να αγοράζουν σπίτια και να νιώθουν ότι δεν έχουν αποκλειστεί από το αμερικανικό όνειρο.
Πολιτική συνέπεια
Η δραστική περιστολή του δανεισμού που επέφερε η κρίση (και που σε ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, συνεχίζεται έως σήμερα) είχε ως αποτέλεσμα να φανεί στις πραγματικές της διαστάσεις η διολίσθηση της μεσαίας και της εργατικής τάξης στον ανεπτυγμένο κόσμο. 
Ετσι, το άρρητο και μη βιώσιμο κοινωνικό συμβόλαιο που επέτρεψε στον χρηματοοικονομικό κλάδο να κυριαρχήσει στην αμερικανική οικονομία (από 10% των συνολικών κερδών των αμερικανικών επιχειρήσεων το 1980 ξεπέρασε το 2005 το 40%), με αντάλλαγμα την παροχή δανείων στις μάζες, κατέρρευσε. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ήταν (μεταξύ άλλων) η πιο τρανταχτή πολιτική συνέπεια της κατάρρευσης αυτής.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα και η επόμενη μέρα
Η δανειακή ευημερία είναι μια κατάσταση την οποία γνωρίζουμε καλά στη χώρα μας. Κάθε άλλο παρά «θωρακισμένη», η ελληνική οικονομία εισήλθε στην περίοδο της διεθνούς περιδίνησης άκρως εκτεθειμένη, με ελλείμματα προϋπολογισμού και τρεχουσών συναλλαγών στο 15% του ΑΕΠ. Στα καλά χρόνια, η Ελλάδα δανείστηκε σαν να μην υπήρχε αύριο. 
Οταν το αύριο ήλθε, η απόσταση μεταξύ των εισοδημάτων της χώρας και των παραγωγικών της δυνατοτήτων ήταν τεράστια. Με τις αγορές απρόθυμες πλέον να καλύψουν το κενό, είχε φτάσει η ώρα της σκληρής προσαρμογής.
Η ελληνική οικονομία είναι σήμερα συρρικνωμένη κατά 24,8% σε σχέση με το 2007 (η Ιταλία, αντιστοίχως, έχει συρρικνωθεί κατά 6,2% και η Πορτογαλία κατά 2,4%, ενώ το ΑΕΠ της Ισπανίας είναι διογκωμένο κατά 2,1%, της Γερμανίας κατά 10,9% και των ΗΠΑ κατά 14,6%). H ανεργία παραμένει σχεδόν 15 μονάδες υψηλότερη από τα προ κρίσης επίπεδα και ο γενικός δείκτης του ΧΑΑ είναι 83% κάτω σε σχέση με τον Αύγουστο του 2007 (το αντίστοιχο ποσοστό πτώσης στην Ιταλία είναι 45%, ενώ οι ΗΠΑ είναι στο συν 69%). Τι φταίει;
Για το αντιμνημονιακό στρατόπεδο στην Ελλάδα και τους διεθνείς υποστηρικτές του η απάντηση είναι μονολεκτική: η λιτότητα. Αναμφίβολα, η δημοσιονομική προσαρμογή στην οποία υποχρεώθηκε η Ελλάδα από το 2010, για να φτάσει από πρωτογενές έλλειμμα άνω του 10% σε πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 4% σε επτά χρόνια, σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης, είναι ακραία. 
Είναι επιπλέον σαφές ότι η επιβολή της λιτότητας ευρύτερα στην Ευρωζώνη, ακόμα σε χώρες με υγιή δημόσια οικονομικά που αντιμετώπιζαν άλλου τύπου προβλήματα, παρέτεινε την ευρωκρίση. Η ιδέα της «επεκτατικής λιτότητας», που χρησιμοποιήθηκε στις απαρχές της ευρωκρίσης για να δικαιολογήσει τα εμπροσθοβαρή μέτρα προσαρμογής που υιοθέτησε η Ευρωζώνη ως κοινή γραμμή απέναντι στην καταιγίδα, ήταν ένας ακόμη μύθος.
Εξίσου παραπλανητική, ωστόσο, είναι η πεποίθηση –την οποία συμμερίζονται νομπελίστες της οικονομικής επιστήμης με ανεπαρκείς γνώσεις για την ελληνική ιδιαιτερότητα– ότι, εκτός από αναγκαία, η χαλάρωση της λιτότητας είναι και ικανή συνθήκη για την υπέρβαση της κρίσης. Ο όρος «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» έχει χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά. 
Ωστόσο αμφιβάλλει κανείς ότι χωρίς ανεξάρτητη φορολογική διοίκηση, χωρίς έγκαιρη απονομή Δικαιοσύνης, χωρίς εξορθολογισμό της γραφειοκρατίας των επενδύσεων και της πτωχευτικής διαδικασίας, χωρίς αποτελεσματικές αρχές ελέγχου και ρύθμισης του ανταγωνισμού και στρατηγικών κλάδων της οικονομίας, χωρίς αξιολόγηση στη δημόσια διοίκηση και τα σχολεία, η αύξηση των δημοσίων δαπανών δεν θα έλυνε τίποτα στη χώρα μας;
Δέκα χρόνια μετά την αρχή της μεγάλης κρίσης, οι ΗΠΑ έχουν ανακάμψει αλλά βρίσκονται εν μέσω πολιτικής κρίσης διαρκείας και η Ε.Ε. ανεβάζει ταχύτητες στην οικονομία, αλλά βιώνει τον ακρωτηριασμό του Brexit. Το συνολικό χρέος ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ έχει συνεχίσει να αυξάνεται, κυρίως εξαιτίας των αναδυόμενων οικονομιών. 
Οι ανισορροπίες που έχουν συσσωρεύσει οι οικονομίες αυτές, και κυρίως η Κίνα, είναι βασική πηγή ανησυχίας για έναν νέο γύρο διεθνούς χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Μία άλλη είναι οι «σκιώδεις» χρηματοοικονομικοί κλάδοι όπως τα ETFs, που, σύμφωνα με τους Financial Times, διαχειρίζονται 4 τρισ. δολάρια ανά τον κόσμο.
Σε αυτό το σκηνικό, όπου όλοι έχουν στρέψει το βλέμμα στον επόμενο πόλεμο, η Ελλάδα, μόνη μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών και βαριά τραυματισμένη, προσπαθεί ακόμη να κερδίσει τον προηγούμενο.