Ως ένα «δίκαιο συμβιβασμό» μεταξύ ...
των αγορών και του ελληνικού Δημοσίου χαρακτηρίζουν ξένοι διαχειριστές το κόστος και το εύρος της ομολογιακής έκδοσης με το οποίο επέστρεψε η χώρα μας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
«Τον ερχόμενο Φεβρουάριο ή Μάρτιο, οπότε και θα έχουν γνωστοποιηθεί τα στοιχεία για την ελληνική οικονομία για το 2017, το ελληνικό Δημόσιο είναι πιθανόν να επιχειρήσει μια δεύτερη ομολογιακή έκδοση», αναφέρουν οι ίδιες πηγές.
Προσθέτουν δε πως είναι εύλογη η προσπάθεια της χώρας, στο πλαίσιο του οικονομικού της προγράμματος, να επιχειρήσει τουλάχιστον δύο ακόμα εκδόσεις πριν από τον Αύγουστο του 2018, όπως άλλωστε προανήγγειλε και ο υπουργός Οικονομικών.
Υπό την προϋπόθεση ότι τα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας θα είναι ουσιαστικά βελτιωμένα και το πλαφόν του χρέους που έχει θέσει το ΔΝΤ θα το επιτρέπει, μια επόμενη έκδοση μπορεί να αφορά ξανά και την ανταλλαγή των υπολοίπων χρεογράφων που λήγουν τον Απρίλιο του 2019, ονομαστικής αξίας 2,5 δισ. ευρώ, με άλλο ομόλογο μικρής διάρκειας, αναφέρουν στην αγορά.
Ομαδοποίηση
Εχει τεθεί και ζήτημα αύξησης των μεγεθών των υπαρχόντων ελληνικών ομολόγων και ειδικότερα αυτών που έχουν προκύψει ως υποπροϊόν του PSI με την ομαδοποίησή τους σε λιγότερες αλλά μεγαλύτερες εκδόσεις. Αυτό προτείνεται για να μπορούν μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια να τοποθετούν ποσά που έχουν σημασία γι’ αυτούς και να μην αποτρέπονται από το γεγονός πως οι κανονισμοί τους επιτρέπουν την τοποθέτηση σε ομόλογα με ελάχιστο όριο το 10% της κάθε έκδοσης.
«Αλλο είναι η Fidelity να αγοράσει το 10% μιας έκδοσης 3 δισ. ευρώ, που έχει νόημα για τα μεγέθη του χαρτοφυλακίου της και άλλο το 10% ενός ομολόγου του 1,5 δισ. που αποτελεί πολύ μικρή τοποθέτηση για τέτοιου ενεργητικού κεφάλαια», εξηγεί στην «Κ» fund manager με ενδελεχή γνώση των προβληματισμών που έχουν οι ξένοι διαχειριστές.
Στο διά ταύτα, η έξοδος του Δημοσίου αυτή την εβδομάδα χαρακτηρίζεται από το χαμηλότερο κουπόνι (4,325% σήμερα έναντι 4,75% το 2014), τη χαμηλότερη τελική τιμολόγηση (απόδοση 4,625% έναντι 4,95%) αλλά και το υψηλότερο spread, τη διαφορά δηλαδή του κόστους δανεισμού (απόδοση) για πέντε χρόνια της Ελλάδας σε σχέση με της Γερμανίας. Αυτή η τελευταία διαφορά κάνει πολλούς να μιλούν για ακριβή τιμολόγηση, αλλά από την άλλη πλευρά αποτελεί αντικειμενικό γεγονός ότι με αυτή την ανταμοιβή εμφανίστηκαν πολλοί πρόθυμοι για να αναλάβουν αυτό το ρίσκο.
Το τίμημα της απουσίας
Εν τέλει αυτό είναι και το τίμημα της απουσίας από τις αγορές εδώ και τρία χρόνια, συμφωνούν οι περισσότεροι. Για κάποιους δε ίσως και να είναι χαμηλό, υπό αυτή την άποψη, το κόστος του 4,625% για τα 3 δισ. ευρώ που άντλησε το Δημόσιο. Να σημειωθεί πως το 1,5 δισ. εξ αυτών των κεφαλαίων αφορά την ανταλλαγή ομολόγων ωρίμανσης Απριλίου του 2019 (το λεγόμενο και «ομόλογο Σαμαρά» των 4 δισ.) και τα άλλο 1,5 δισ. νέο χρήμα.
Στο συνολικό κόστος της έκδοσης πρέπει να προσμετρηθεί έτσι και η τιμή στην οποία εξαγοράστηκαν τα χρεόγραφα του 2019, καθώς αυτή διαμορφώθηκε στο 102,6% της ονομαστικής αξίας (102,65 λεπτά ανά ευρώ) ήτοι ένα εφάπαξ 2,65%, όπως και οι προμήθειες των αναδόχων το ύψος των οποίων εκτιμάται πως μπορεί να κινείται πέριξ του 1% επί των αντληθέντων, επίσης εφάπαξ.
Πιο σημαντικός, πάντως, για άλλους είναι ο αριθμός των επενδυτών που συμμετείχαν στην έκδοση αυτής της εβδομάδας: Αυτός εκτιμάται πως έφτασε κοντά στους 200 διαφορετικούς οργανισμούς, μεταξύ των οποίων και οι ελληνικές τράπεζες, αλλά και οι ίδιοι οι ανάδοχοι. Οι τελευταίοι φέρονται να απορρόφησαν περί το 5% του συνολικού ποσού της έκδοσης.