«Kακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας»


Το 1927 ο Ιωάννης Μεταξάς ...

κοινοβουλευτικός τότε υπουργός, δήλωνε στη Βουλή: «Είμεθα απολύτως κύριοι εν τοις ορίοις του Κράτους ημών, από απόψεως νομοθετικής. Αλλ’ υπάρχουν εκτός ημών και άλλα Κράτη τα οποία επίσης είναι παντοδύναμα εν τοις ορίοις αυτών με τα οποία όμως Κράτη ευρισκόμεθα εις σχέσεις». Ο Μεταξάς ήθελε να πει ότι η εθνική κυριαρχία δεν είναι ποτέ απόλυτη, αλλά ότι οι διακρατικές σχέσεις εκφράζουν τον υφιστάμενο συσχετισμό ισχύος.
Στην Ελλάδα, στην οποία κατά τον πρώτο αιώνα της ανεξαρτησίας της ο δημόσιος λόγος αναγνώριζε χωρίς πρόβλημα την ύπαρξη των προστάτιδων δυνάμεων, οι ξένες επεμβάσεις ήταν συχνές χωρίς να δημιουργούν ιδιαίτερες αντιδράσεις. Η ευθύνη για τα κακώς κείμενα στη χώρα αποδιδόταν στους Ελληνες πολιτικούς και όχι στους ξένους. 
Εξαίρεση αποτέλεσε η λεγόμενη Βαυαροκρατία στην πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Οθωνα, όταν ξένοι, που μισθοδοτούνταν από το δημόσιο ταμείο, ασκούσαν άμεσα την εξουσία. Η έλλειψη αντιδράσεων οφειλόταν στο ότι μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα οι διαφορές ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις που διεκδικούσαν την εξουσία αφορούσαν την ενδεδειγμένη τακτική και όχι τους στρατηγικούς στόχους, οι οποίοι μέχρι το 1909 ήταν κοινοί για όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς – αλυτρωτισμός και ανάπτυξη κατά το πρότυπο των δυτικοευρωπαϊκών κρατών.
Η εντονότερη ταξική διαφοροποίηση στο εσωτερικό της κοινωνίας και η Μικρασιατική Καταστροφή, που κατέστησε τον αλυτρωτισμό άνευ ουσιαστικού αντικειμένου, οδήγησαν στην εμφάνιση διαφορετικών και ασυμβίβαστων μεταξύ τους οραμάτων για το μέλλον της χώρας. 
Η διαμάχη ανάμεσα στο κομμουνιστικό κίνημα και στα αστικά κόμματα, αλλά και ανάμεσα στα τελευταία, δεν αφορούσε πλέον μόνο τη νομή της εξουσίας, αλλά και τη μελλοντική φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας. 
Οι επεμβάσεις των ξένων κρατών στα ελληνικά πράγματα ευθέως ή εμμέσως βοηθούσαν το ένα στρατηγικό σχέδιο για το μέλλον της χώρας έναντι των άλλων. Αυτό είχε ως συνέπεια η απόδοση ευθυνών για τα κακώς κείμενα στους ξένους να μη μείνει απλώς ένα διάχυτο αίσθημα, αλλά να εγκατασταθεί στον δημόσιο λόγο.
H Κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος, η δεκαετία του 1950, η δικτατορία, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αποτελούν περιόδους στις οποίες οι επεμβάσεις των ξένων στα ελληνικά πράγματα ήταν τόσο απροκάλυπτες και συχνά βίαιες, ώστε δεν μπορούσαν παρά να απασχολήσουν τον δημόσιο λόγο, και όχι μόνο των παρατάξεων των οποίων τα συμφέροντα και τους στόχους έπληξαν άμεσα και ματαίωσαν οι επεμβάσεις των ξένων. 
Ο «ξένος παράγοντας» έγινε ένα γενικής αποδοχής βασικό ερμηνευτικό εργαλείο για τα κακώς κείμενα στη χώρα, το οποίο επέτρεπε ακόμα και στις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που επωφελήθηκαν από τις επεμβάσεις του να συντονιστούν με το κοινό αίσθημα και να συγκαλύψουν τις δικές τους ευθύνες.
Μετά τη Mεταπολίτευση οι ιστορικοί και οι άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες θεματοποίησαν την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας και πολιτικής από το εξωτερικό. Οι αναλύσεις τους υποστήριξαν και συνόδευσαν τη νέα κοινωνική συναίνεση που ίσχυσε κατά την πρώτη εικοσαετία της Μεταπολίτευσης. 
Από τα μέσα όμως της δεκαετίας του 1990 οι συνθήκες μεταβλήθηκαν. Το «ευρωπαϊκό πεπρωμένο» της χώρας έγινε αποδεκτό από την πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων, αλλά ενώ κοινή συναινέσει προχωρούσε η ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι εγχώριες οικονομικές βάσεις της προσπάθειας, εξαιτίας ακριβώς και αυτής της ενσωμάτωσης, συνεχώς αποδυναμώνονταν. Η Ελλάδα μεταβαλλόταν σε ένα πρότυπο μεταμοντέρνας κοινωνίας με πλήρη αποσύνδεση της οικονομίας από την εδαφική και τη θεσμική της βάση.
Η αντίφαση αυτή δεν έγινε άμεσα αντιληπτή ως τέτοια και δεν αναλύθηκε από τους κοινωνικούς επιστήμονες, αλλά όσο γίνονταν αισθητά τα αδιέξοδα της αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος τόσο πλήθαιναν οι κριτικές για το πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα της περιόδου της Mεταπολίτευσης. 
Τα αίτια της κακοδαιμονίας αναζητούνται στην ανωριμότητα, στην αμάθεια και την απαιδευσία του «πληθυσμού», που με τη σειρά τους αποδίδονται στην ελαττωματική δημοκρατία και καμιά φορά στην έλλειψη κληρονομικής αριστοκρατίας. 
Tην εποχή που η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει απλώς ξένες επεμβάσεις, αλλά έχει απολέσει και τυπικά την εθνική της κυριαρχία στο οικονομικό και νομοθετικό επίπεδο, ο «μύθος του ξένου» έχει αντικατασταθεί από τον μύθο «των κακομαθημένων παιδιών της Ιστορίας».
* Ο κ. Χρήστος Χατζηιωσήφ είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίoυ Κρήτης.