Σπουδαίο μακεδονικό ταφικό μνημείο


Η εξωτερική ...


μαρμάρινη θύρα του βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης. 

Ήταν το πιο εντυπωσιακό εύρημα της πρώτης ανασκαφής στον τύμβο του Δερβενίου, που είχε διενεργήσει δύο χρόνια πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ο Ελληνας Οθωμανός αρχαιολόγος Θεόδωρος Μακρίδης, αποκαλύπτοντας ένα από τα πρώτα και σπουδαιότερα ταφικά μνημεία της αρχαίας Μακεδονίας.

Εκτοτε ο διθάλαμος μακεδονικός τάφος φέρει το όνομά του και, παρά την αγωνία που είχε εκφράσει από την πρώτη στιγμή ο ανασκαφέας για τη διατήρησή του, το ταφικό σύνολο (τύμβος-τάφος) –ταυτισμένο πλέον με την αρχαία Λητή, μια από τις σπουδαιότερες πόλεις του μακεδονικού βασιλείου– είχε αφεθεί στην τύχη του και στη φθορά του χρόνου επί έναν και πλέον αιώνα.

Το οικοδόμημα μεγάλης ιστορικής και αισθητικής αξίας είχε σχεδόν καταρρεύσει, όταν το 2011, εκατό χρόνια μετά τη δημοσίευση των ευρημάτων από τον Μακρίδη Μπέη, το έργο για την αποκατάσταση, τη συντήρηση και την ανάδειξή του εντάθηκε στο ΕΣΠΑ 2007-2013 με προϋπολογισμό 1.200.000 ευρώ. 

Οι εργασίες ξεκίνησαν το 2012, ολοκληρώθηκαν πριν από ένα χρόνο και σήμερα ο τάφος «Μακρίδη Μπέη» αποτελεί ακόμη ένα επισκέψιμο μνημείο της Θεσσαλονίκης (σύντομα και διαδικτυακά www.macedoniantombofmakridybey.culture.gr).

Χρονολογημένος στο τέλος του 4ου - αρχές 3ου αιώνα π.Χ., με μνημειακή πρόσοψη ιωνικού ρυθμού, μαρμάρινη σαρκοφάγο στον νεκρικό θάλαμο, ο διθάλαμος τάφος αποτελεί δείγμα της αρχιτεκτονικής, της ταφικής τελετουργίας και του αμύθητου πλούτου που είχε εισρεύσει στις πόλεις του μακεδονικού βασιλείου από τους βετεράνους στρατιώτες του Αλεξάνδρου μετά την επιστροφή τους από την εκστρατεία στην Ανατολή. 

«Οι συνθήκες στον τύμβο όταν αναλάβαμε ήταν τραγικές. Το κτίριο ήταν παραμορφωμένο. Η καμάρα του προθάλαμου είχε καθίσει πάνω στη σκαλωσιά που το στήριζε από το 1997», περιγράφει η αρχιτέκτονων-αναστηλώτρια Φανή Αθανασίου. 

Δώδεκα μελέτες μιας διεπιστημονικής ομάδας προηγήθηκαν της επέμβασης για τη σωτηρία του κτίσματος, του τεχνητού τύμβου –έργο της αρχαιότητας– και την προστασία του με ένα καινοτόμο στέγαστρο, εν μέρει υπόσκαφο, εν μέρει ορατό. 

Η πλήρης αποκατάστασή του από την ομάδα (Βενετία Μάλαμα, Μαρία Μίζα, Μαρία Σαραντίδου, Αλέξης Παπασωτηρίου) αναδεικνύει τον αρχαίο δρόμο, την ιωνική του πρόσοψη, τα έγχρωμα επιχρίσματα που κοσμούσαν τοίχους και καμάρες.

Το μνημειακών διαστάσεων (μήκους 10 μ. και ύψους 8 μ.) ταφικό κτίσμα, αναστηλωμένο, φωτισμένο τη νύχτα, τεκμηριώνει το αφήγημα που έχει γράψει πλήθος ευρημάτων για τη στρατηγικής σημασίας αρχαία Λητή, μια πόλη, όπως εξηγεί η αρχαιολόγος Κατερίνα Τζαναβάρη, με κατοίκηση από τη μέση νεολιθική εποχή (5.600-5.300 π.Χ.) έως τα ρωμαϊκά χρόνια και σε μεγάλη ακμή την αρχαϊκή περίοδο, από τα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου Β΄. Χτισμένη πριν από τη Θεσσαλονίκη, αποτελούσε οχυρό στη στενή διάβαση προς τον κάμπο του Λαγκαδά και τη λίμνη Κορώνεια.

Οι ανασκαφές έφεραν στο φως το ιερό της Δήμητρας και της κόρης (1936), ασύλητους τάφους από το εκτεταμένο αρχαϊκό νεκροταφείο (1962), τον αρχαϊκό οικισμό, αριστουργήματα της μεταλλοτεχνίας και χρυσοτεχνίας (κρατήρας του Δερβενίου, μεταλλικά σκεύη, πολύτιμα αγγεία, μαρμάρινα αγάλματα, Πάπυρος του Δερβενίου). Κοσμούν τις μόνιμες συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, αλλά εκατοντάδες θραύσματα αγγείων από τελετουργικές θραύσεις στο ιερό παρέμεναν στις αποθήκες του επί 80 χρόνια.

Η πρόσφατη συντήρηση και η μελέτη φέρνουν νέα στοιχεία για τη λατρεία της Δήμητρας και της κόρης, σύνναο της Αρτεμης, της μητέρας των θεών (προστάτιδα της εστίας) και της Αφροδίτης. Θα ανακοινωθούν σήμερα από τις αρχαιολόγους Τζένη Βελένη και Ανναρέτα Τουλουμτζίδου σε ημερίδα στο ΑΜΘ, όπου ερευνητές θα ξεδιπλώσουν το αφήγημα της αρχαίας Λητής, καθώς και το χρονικό της αποκατάστασης του μακεδονικού τάφου «Μακρίδη Μπέη».