στραμμένο σε ένα παρελθόν που αποθέωσε την κομματοκρατία, αλλά με δόσεις ρεαλισμού ώστε να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις, το υπουργείο Παιδείας σχεδιάζει πλήρη ανατροπή στον τρόπο διοίκησης και οργάνωσης των πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», δεκαμελής επιτροπή έχει ήδη καταγράψει τα σχέδια, ορισμένα εκ των οποίων έχουν προχωρήσει, ενώ άλλα –τα πιο κρίσιμα από πολιτικής σκοπιάς– είναι υπό εξέταση.
Οι βασικότερες ανατροπές αφορούν τον ρόλο και τη σύνθεση των Συμβουλίων, τον νέο τρόπο εκλογής πρυτάνεων και αντιπρυτάνεων, τη συμμετοχή των φοιτητών στις πρυτανικές εκλογές και στα συλλογικά όργανα των ΑΕΙ, ενώ οι αλλαγές προωθούνται στα μεταπτυχιακά προγράμματα, για τα οποία η ζήτηση έχει εκτιναχθεί.
«Η κυβέρνηση νομοθετεί φωτογραφικά και αποσπασματικά χωρίς κανέναν απολύτως διάλογο, ούτε καν στη Βουλή, αφού ψηφίζει τροπολογίες εν κρυπτώ τις οποίες ανακαλεί την επομένη “λόγω αδυναμίας υλοποίησης”», τονίζει στην «Κ» η αναπληρώτρια καθηγήτρια, πρώην μέλος του Συμβουλίου του Παν. Αθηνών, Βάσω Κιντή, επισημαίνοντας: «Το μόνο σχέδιο που έχει είναι το γκρέμισμα των βημάτων εκσυγχρονισμού που έγιναν και στα οποία αντιτάχθηκε ως αντιπολίτευση με θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Θα περιμένουμε τις προτάσεις της.
Ελπίζω να μην επαναφέρει τη συνδιοίκηση με τους φοιτητές (με την κομματοκρατία και τις συναλλαγές που συνεπάγεται) αλλά να τους ενθαρρύνει να εκλέξουν εκπροσώπους στα όργανα όπως ο νόμος 4009 ορίζει.
Τα ΑΕΙ πρέπει να πάνε μπροστά, όχι να γυρίσουν πίσω». «Τα ΑΕΙ συνιστούν τον κατ’ εξοχήν χώρο διαπαιδαγώγησης για τη δημοκρατική και θεσμική θωράκιση της χώρας. Μετά έξι χρόνια, η κυβέρνηση προχώρησε και προχωρά σ’ εκείνες τις θεσμικές αλλαγές που επαναφέρουν το αυτοδιοίκητο, συμμετοχικό, δημοκρατικό ανώτατο ίδρυμα.
Τα ΑΕΙ παράγουν και αναπαραγάγουν το αξίωμα ότι η παιδεία είναι δημόσιο αγαθό και πεδίο ισότητας των πολιτών, ώστε όλοι να μπορούν να σπουδάσουν», παρατηρεί στην «Κ» η αρμόδια για τα ΑΕΙ, αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας, Σία Αναγνωστοπούλου. «Τα ΑΕΙ είναι πεδία ανάδειξης της αριστείας και της καινοτομίας. Μετά έξι χρόνια που η αριστεία θεωρήθηκε εξαγοράσιμο και προεπιλεγμένο είδος, η κυβέρνηση θεσμοθετεί τον ενιαίο χώρο σύμπραξης των δυνάμεων των ΑΕΙ και των ερευνητικών ιδρυμάτων», συμπληρώνει.
Ωστόσο, ο Γιάννης Τσιβίδης, καθηγητής του Παν. Columbia των ΗΠΑ και πρώην καθηγητής στο ΕΜΠ, έχει άλλη θέση: «Κάτι ιδιαίτερα τραγικό με τα ελληνικά ΑΕΙ είναι το ποσό κοντόφθαλμοι είναι όσοι συνεισφέρουν στη διάλυσή τους.
Πέρα από πρόσκαιρα οφέλη (συντεχνιακά, κομματικά κ.λπ.), δεν βλέπουν ότι τελικά συνεισφέρουν στην καταστροφή της χώρας και συνεπώς και του εαυτού τους; Μήπως θα δρούσαν αλλιώς, αν μπορούσαν να φανταστούν, ζωντανά, πώς θα ήταν τα πανεπιστήμιά μας αν δούλευαν σωστά; Προτείνω να προβληθεί ευρέως το ντοκιμαντέρ του αναγνωρισμένου Frederick Wiseman, “At Berkeley”, ώστε να δουν οι φοιτητές πώς είναι ένα δημόσιο πανεπιστήμιο που σε προσκαλεί να μάθεις, να ερευνήσεις, να συνεργαστείς με τους συνάδελφους σου και τους καθηγητές σου, να δημιουργήσεις και να συζητήσεις τα προβλήματα του πανεπιστημίου με εποικοδομητικό τρόπο. Και ελπίζω να μην πουν “άλλο εκεί και άλλο εδώ” – τα περισσότερα από αυτά που θα δουν στην ταινία θα μπορούσαν να υπάρχουν και στα ελληνικά πανεπιστήμια».
Φοιτητές
Συμμετοχή στη Σύγκλητο
Συμμετοχή στη Σύγκλητο
Στα τέλη Οκτωβρίου 2014, ομάδα φοιτητών απέκλεισε τις δύο εξόδους της αίθουσας συνεδριάσεων της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών, στα Προπύλαια, με στόχο να επιβάλει τις θέσεις της στους συγκλητικούς για την εφαρμογή του νόμου 4009/2011. «Ακολούθησαν επανειλημμένες προκλήσεις από τους φοιτητές-δεσμοφύλακες, ακόμη και απειλές βίας στις απόπειρες εξόδου από την αίθουσα», ανέφερε η τότε πρυτανεία. Σε άλλη συνεδρίαση της Συγκλήτου του ΕΚΠΑ, κατά την οποία η ημερήσια διάταξη ήταν ουδέτερη πολιτικά, καθηγήτρια ζήτησε από φοιτητή να σταματήσει να καπνίζει, με αποτέλεσμα να εισπράξει ένα... «άσε μας, κυρά μου».
«Η τήρηση των κανόνων λειτουργίας της Συγκλήτου δεν μπορεί να σχετίζεται με τη σύνθεσή της και άρα είναι αποδεκτό να εκπροσωπείται η ακαδημαϊκή κοινότητα. Ωστόσο, με δεδομένη την πείρα μας έως τώρα, κατά τα χρόνια της Μεταπολίτευσης και του νόμου-πλαισίου του 1982, οφείλουμε να ξαναδούμε πώς πρέπει να είναι η σύνθεση και η συμμετοχή των φοιτητών ώστε η Σύγκλητος να είναι λειτουργική», αναφέρει στην «Κ» έμπειρος πανεπιστημιακός, σχολιάζοντας την απόφαση της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας να επιστρέψει η φοιτητική συμμετοχή στη Σύγκλητο και τα υπόλοιπα συλλογικά όργανα των ΑΕΙ, κατά τα πρότυπα του νόμου 1268 του 1982.
Δηλαδή, οι φοιτητές να συνδιοικούν, με μεγάλο αριθμό εκπροσώπων –τουλάχιστον τριών εκπροσώπων των προπτυχιακών φοιτητών– με δικαίωμα ψήφου στη Σύγκλητο και τα υπόλοιπα ακαδημαϊκά όργανα. Αυτή είναι και η βασική διαφορά του νόμου του 1982 από εκείνον του 2011. Ο πρώτος προέβλεπε «συνδιοίκηση» των φοιτητών. Δηλαδή, οι φοιτητές ήταν ισότιμα μέλη των γενικών συνελεύσεων των τμημάτων (σε ποσοστό 50% των μελών ΔΕΠ) και της Συγκλήτου (ένας εκπρόσωπος από κάθε τμήμα), δηλαδή είχαν δικαίωμα ψήφου.
Ο δεύτερος προβλέπει «εκπροσώπηση» των φοιτητών στη Σύγκλητο με έναν εκπρόσωπο με δικαίωμα λόγου. «Οι εκπρόσωποι των φοιτητών καταλήγουν να εκπροσωπούν τις φοιτητικές παρατάξεις μεταφέροντας την κομματική γραμμή στη Σύγκλητο.
Ωστόσο, η Παιδεία έχει εθνική υπόσταση, πάνω στην οποία πρέπει να συγκλίνουν παγκόσμιες τάσεις. Δεν είναι θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης το πανεπιστήμιο», τονίζει μιλώντας στην «Κ» η κ. Νιόβη Παυλίδου, μέλος του πρώτου Συμβουλίου του ΑΠΘ. Αλλωστε, εξαιτίας της ακύρωσης στην πράξη του πνεύματος του νόμου για συμμετοχή των φοιτητών στις ακαδημαϊκές αποφάσεις, στην Ελλάδα οι εκπρόσωποι των φοιτητών έχουν καταλήξει να λειτουργούν κατά τα πρότυπα του συντεχνιακού συνδικαλισμού. «Ακούσαμε ποτέ για τυχόν διαβλητές εξετάσεις;» ρωτά με νόημα η κ. Παυλίδου. «Το μόνο που ενδιαφέρει τους εκπροσώπους των φοιτητών είναι να υπηρετούν με φιλολαϊκό τρόπο τους φοιτητές», προσθέτει η ίδια. Και βεβαίως να χτίζουν τη δική τους πολιτική καριέρα μέσα στον κομματικό σωλήνα.
Συμβούλιο Ιδρύματος
Διατηρείται «ψαλιδισμένο»
Διατηρείται «ψαλιδισμένο»
Με νέα, μικρότερη σύνθεση και περιορισμένες αρμοδιότητες, σε σχέση με όσα προέβλεπε ο νόμος 4009/11, αναμένεται να παραμείνουν τα Συμβούλια των Ιδρυμάτων. Βεβαίως, ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό αναιρείται η φιλοσοφία της θεσμοθέτησής τους το 2011.
Ειδικότερα, με βάση τον νόμο Διαμαντοπούλου, η σύνθεση των Συμβουλίων ήταν 15μελής. Πρόκειται για 8 θέσεις πανεπιστημιακών του ίδιου ιδρύματος, οι οποίοι εκλέγονταν από τους συναδέλφους τους στο ίδρυμα. Για τις υπόλοιπες 6 θέσεις, οι 8 εκλεγμένοι επέλεγαν μεταξύ «εξωτερικών» υποψηφίων, δηλαδή πανεπιστημιακών άλλου ΑΕΙ (της Ελλάδος ή του εξωτερικού) και προσωπικοτήτων με σημαντικό έργο στον τομέα τους.
Ετσι, κατά την εκλογή των Συμβουλίων, συνολικά περίπου 100 Ελληνες πανεπιστημιακοί από σπουδαία ΑΕΙ ξένων χωρών –από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Δανία έως την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία– «επέστρεψαν» στην Ελλάδα ώστε να συμβάλουν στην αναμόρφωση των ελληνικών πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Ως 15ο μέλος των Συμβουλίων ορίσθηκε ο εκλεγμένος εκπρόσωπος των φοιτητών του ΑΕΙ, ωστόσο σε κανένα ίδρυμα δεν μετείχε φοιτητής λόγω των αντιδράσεων στον νόμο 4009 σημαντικής μερίδας των φοιτητικών παρατάξεων.
Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου ήταν η χάραξη στρατηγικής για την ανάπτυξη του ιδρύματος, η γενική εποπτεία και ο έλεγχος της λειτουργίας του σύμφωνα με τον Οργανισμό και τον Εσωτερικό Κανονισμό, η ανάληψη πρωτοβουλιών για τη σύνδεση του ιδρύματος με την κοινωνία και την οικονομία, η έγκριση του ετήσιου τακτικού οικονομικού προϋπολογισμού και τελικού οικονομικού απολογισμού του ιδρύματος, η έγκριση του προγραμματισμού για την αξιοποίηση της περιουσίας του ιδρύματος. Επίσης, τα Συμβούλια επέλεγαν ύστερα από αξιολόγηση τους υποψηφίους για τη θέση του πρύτανη και του κοσμήτορα, τους οποίους θα εξέλεγαν οι πανεπιστημιακοί.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο που εξετάζεται τώρα από το υπουργείο Παιδείας, τα Συμβούλια θα είναι 7μελή. Τα έξι μέλη θα είναι εκλεγμένα από τους πανεπιστημιακούς του ιδρύματος –υποψήφιοι θα μπορούν να είναι πανεπιστημιακοί από το ίδρυμα ή από άλλο ΑΕΙ, και άλλες προσωπικότητες–, ενώ την έβδομη θέση θα έχει ex officio ο δήμαρχος της πόλης που εδρεύει το ΑΕΙ (ή εκπρόσωπός του). Οι αρμοδιότητες των «νέων» Συμβουλίων θα είναι κυρίως εποπτικές-ελεγκτικές, ενώ δεν θα έχουν λόγο στην επιλογή των υποψηφίων για τις θέσεις πρύτανη ή κοσμητόρων.
Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του σχεδιασμού, πρόθεση είναι να μην ενισχυθεί η θέση του πρύτανη, αλλά και το Συμβούλιο να διατηρηθεί με «ψαλιδισμένες» αρμοδιότητες, ώστε να μην προκληθούν αντιδράσεις από φοιτητικές παρατάξεις και πανεπιστημιακούς φίλα προσκείμενους στον ΣΥΡΙΖΑ.
Πρυτανικές εκλογές
Η επάνοδος συνδικαλιστών
Η επάνοδος συνδικαλιστών
Επιστρέφει ο αντιπρύτανης με αναβαθμισμένο ρόλο, αλλά η τύχη της φοιτητικής ψήφου στην εκλογή πρύτανη κρίνεται από τα πολιτικά μαγειρέματα, με το πλέον πιθανό σενάριο τη συμμετοχή τους με στάθμιση.
Ειδικότερα, το πρυτανικό συμβούλιο σχεδιάζεται να διευρυνθεί με τη συμμετοχή τριών μελών της Συγκλήτου, ενώ οι αντιπρυτάνεις θα εκλέγονται με ξεχωριστή λίστα και για συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Με βάση τα ισχύοντα, ο πρύτανης επιλέγει και ορίζει τους αναπληρωτές του (με το Συμβούλιο να έχει λόγο στην επιλογή, κάτι το οποίο θα απαλειφθεί).
Ειδικότερα, το πρυτανικό συμβούλιο σχεδιάζεται να διευρυνθεί με τη συμμετοχή τριών μελών της Συγκλήτου, ενώ οι αντιπρυτάνεις θα εκλέγονται με ξεχωριστή λίστα και για συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Με βάση τα ισχύοντα, ο πρύτανης επιλέγει και ορίζει τους αναπληρωτές του (με το Συμβούλιο να έχει λόγο στην επιλογή, κάτι το οποίο θα απαλειφθεί).
Με βάση τον σχεδιασμό της ηγεσίας του υπουργείου, θεωρείται βέβαιο ότι ο αντιπρύτανης θα εκλέγεται από την ακαδημαϊκή κοινότητα, όπως και ο πρύτανης. Αυτό ίσχυε με τον νόμο του 1982, όταν πρύτανης και αντιπρυτάνεις εκλέγονταν θέτοντας υποψηφιότητα ως πρυτανικό σχήμα. Αντίθετα, τα σχέδια της νυν ηγεσίας είναι οι πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις να εκλέγονται σε διαφορετικά ψηφοδέλτια.
«Στόχος είναι να περιορισθεί το φαινόμενο των κομματικών πρυτανικών σχημάτων. Ο πρύτανης δεν εκλέγεται για να φτιάξει κυβέρνηση», ανέφερε στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας, εστιάζοντας και στο γεγονός ότι οι υποψήφιοι αντιπρυτάνεις θα αξιολογούνται από το εκλογικό σώμα και για τις ικανότητές τους να αναλάβουν τις αρμοδιότητες για τις οποίες θέτουν υποψηφιότητα.
Ποιο θα είναι το εκλογικό σώμα; Είναι το κρίσιμο ερώτημα και κυρίως εάν και πώς οι φοιτητές θα συμμετέχουν στις πρυτανικές εκλογές. Ο νόμος του 1982 όριζε συμμετοχή των φοιτητών διά εκλεκτόρων, αποθεώνοντας τις κομματικές παρατάξεις και τις συναλλαγές μεταξύ υποψηφίων πρυτάνεων και «φοιτητοπατέρων».
Ο νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ που ψηφίσθηκε επί υπουργίας Μαριέττας Γιαννάκου του 2007 όρισε την καθολική συμμετοχή των φοιτητών στις πρυτανικές εκλογές, ενώ η βαρύτητα της ψήφου των φοιτητών ήταν 40% επί των συνολικών ψήφων (ανεξαρτήτως της συμμετοχής), καθώς ψηφίζουν και οι πανεπιστημιακοί και το διοικητικό προσωπικό. Το νομοσχέδιο που δημοσιοποιήθηκε επί υπουργίας Αρ. Μπαλτά αλλά δεν έφθασε στη Βουλή προέβλεπε ότι η ψηφοφορία θα είναι καθολική για το σύνολο των εγγεγραμμένων φοιτητών, ενώ η βαρύτητα της ψήφου τους θα αυξάνει αναλόγως με το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές, με ανώτατο όριο το 70% επί των συνολικών ψήφων.
Η νυν ηγεσία φέρεται να μην έχει καταλήξει εάν θα προκρίνει τη ρύθμιση Μπαλτά ή παραλλαγή της. Μάλιστα, ορισμένοι μιλούν για μη συμμετοχή των φοιτητών στις πρυτανικές εκλογές, ώστε να αποφευχθούν και οι ακρότητες με τις κλοπές καλπών, ενώ εξετάζεται και η πρόταση οι φοιτητές να εκπροσωπούνται στα ακαδημαϊκά όργανα διά εκλεκτόρων. Δηλαδή, επιστροφή των «φοιτητοπατέρων».
Μεταπτυχιακά
Τέλος εγγραφής τα 1.750 ευρώ
Τέλος εγγραφής τα 1.750 ευρώ
Το υπουργείο Παιδείας καταργεί τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, αλλά δέχεται οξύτατες αντιδράσεις που μιλούν για πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα και στο επίπεδο των μεταπτυχιακών.
Ειδικότερα, τέλος εγγραφής για τα μεταπτυχιακά προγράμματα στα ΑΕΙ/ΤΕΙ καθιερώνει το υπουργείο Παιδείας. Το ποσό δεν θα ξεπερνά τα 1.750 ευρώ (το τριπλάσιο του εκάστοτε νομοθετικά οριζόμενου κατώτατου ακαθάριστου μηνιαίου μισθού) και θα υπάρχουν και οικονομικά κριτήρια για τη μείωσή του. Η απόφαση για την επιβολή τέλους εγγραφής θα λαμβάνεται από τη σύγκλητο του πανεπιστημίου ή τη συνέλευση του ΤΕΙ με ειδική πλειοψηφία 2/3 και προϋποθέτει την ειδικά αιτιολογημένη και διεξοδικά τεκμηριωμένη πρόταση της συνέλευσης του οικείου τμήματος.
Αλλες πηγές χρηματοδότησης των προγραμμάτων μπορεί ακόμη να είναι δωρεές, παροχές, κληροδοτήματα, χορηγίες φορέων, ερευνητικά προγράμματα, ευρωπαϊκοί πόροι κ.ά. Επίσης, οι αμοιβές των καθηγητών που θα διδάξουν στα μεταπτυχιακά δεν θα μπορεί να ξεπερνούν το 20% των ακαθάριστων αποδοχών της βαθμίδας τους και υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συμπληρώσει τις εκ του νόμου προβλεπόμενες διδακτικές τους υποχρεώσεις, στις οποίες εμπίπτει μία τουλάχιστον εβδομαδιαία διδασκαλία σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα.
«Οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά θέτουν τέλος σε ένα άναρχο τοπίο εμπορευματοποίησης της παιδείας και επιτρέπουν σε όλους/όλες να σπουδάσουν. Τα ΑΕΙ είναι πεδία ανάδειξης της αριστείας και της καινοτομίας.
Μετά έξι χρόνια που η αριστεία θεωρήθηκε εξαγοράσιμο και προεπιλεγμένο είδος, η κυβέρνηση θεσμοθετεί τον ενιαίο χώρο σύμπραξης όλων των δυνάμεων των ΑΕΙ και των ερευνητικών ιδρυμάτων. Μόνο σε ένα τέτοιο άριστο πλαίσιο αναδεικνύονται οι άριστοι και οι καινοτομίες, ενώ θεσμοθετεί επίσης την κινητοποίηση του “κεφαλαίου” των διεθνών επιστημόνων», ανέφερε στην «Κ» η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου.
Από την άλλη, η ηγεσία του υπουργείου δεν προχωρεί με γοργά βήματα σε ζητήματα υψηλού πολιτικού ρίσκου όπως είναι οι συγχωνεύσεις - καταργήσεις τμημάτων, σχολών και ιδρυμάτων. Κάτι που κρίνεται απαραίτητο για μια χώρα με πολλά ΑΕΙ για τα μεγέθη της (δημογραφικά αλλά και δημοσιονομικά).
Η Ελλάδα έχει 264 τμήματα πανεπιστημίων και 182 ΤΕΙ, την ίδια στιγμή που η σωρευτική μείωση της χρηματοδότησης την τελευταία πενταετία στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ φθάνει το 60%. Βεβαίως, για το 2017 το υπουργείο έδωσε 500 νέες θέσεις διδασκόντων στα πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», εκτιμάται ότι η συνεργασία των πανεπιστημιακών με τους διδάσκοντες των ΤΕΙ θα μπορούσε να αποτελέσει βήμα για συγχωνεύσεις τμημάτων ΤΕΙ με πανεπιστημιακά.