«Φτάνουμε στο σημείο ...
χωρίς επιστροφή», λέει ο Κύπριος μόνιμος αντιπρόσωπος κ. Κορνηλίου στην «Κ», καθώς, τέσσερις ημέρες πριν από το βρετανικό δημοψήφισμα και με τις δημοσκοπήσεις να δίνουν προβάδισμα στην έξοδο, στις Βρυξέλλες κυριαρχεί τρόμος για την επόμενη ημέρα.
«Φοβάμαι ότι το Brexit μπορεί να είναι η αρχή του τέλους όχι μόνο για την Ε.Ε. αλλά και για ολόκληρο τον δυτικό πολιτικό πολιτισμό», λέει ο επικεφαλής του Συμβουλίου Ντ. Τουσκ, σε συνέντευξή του την προηγούμενη εβδομάδα, δίνοντας τον τόνο για το τι θα σήμαινε μια τέτοια έκβαση των γεγονότων.
Ωστόσο, παρά τον τρόμο, συγκεκριμένο σχέδιο ανάγκης (plan b) που θα ακολουθηθεί αν το αποτέλεσμα είναι υπέρ της εξόδου, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, δεν φαίνεται να υπάρχει στα συρτάρια. Σύμφωνα με ορισμένους αξιωματούχους, με τους οποίους μίλησε η «Κ» στις Βρυξέλλες, υπάρχει η εντολή «να μην καταγραφούν σε χαρτί οποιαδήποτε σενάρια».
Ετσι θα αποφευχθούν οι διαρροές, καθώς οι αντιδράσεις των αγορών μπορεί να είναι απρόβλεπτες τη στιγμή που δεν είναι σίγουρο κατά πόσον ένας οδικός χάρτης θα βοηθούσε. Αλλωστε, ο μηχανισμός εξόδου ενός κράτους-μέλους από την Ε.Ε. προβλέφθηκε μόλις το 2009.
«Η άμεση αντίδραση των αγορών είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα την επόμενη ημέρα», λέει στην «Κ» ο επικεφαλής του think tank Βruegel στις Βρυξέλλες Γκρούντραμ Γουλφ. Η άποψή του είναι ότι, αν οι αγορές αντιδράσουν έντονα στην έξοδο από την Ε.Ε., «τότε η πολιτική πίεση θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο».
Και η πολιτική πίεση που περιγράφει ο Γουλφ δεν είναι άλλη από την απόφαση να ακολουθηθεί μία από τις δύο σχολές σκέψεις που κυριαρχούν για χρόνια στις Βρυξέλλες. Από τη μία, είναι η σχολή που υποστηρίζουν οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι σοσιαλδημοκράτες Γερμανοί, ότι πρέπει να γίνει ένα μεγάλο «ομοσπονδιακό βήμα» προς μια πολύ πιο ενωμένη Ευρώπη και μια πολύ πιο στενά συνδεδεμένη Ευρωζώνη (π.χ. με έναν υπουργό Οικονομικών Ευρωζώνης), που θα έχει ως αποτέλεσμα να γίνει η Ευρωζώνη πολύ πιο ισχυρή. Οι αποφάσεις, όμως, θα φεύγουν ακόμη περισσότερο από τα κράτη-μέλη και θα λαμβάνονται όλο και περισσότερο κεντρικά, στις Βρυξέλλες, με τα εθνικά κοινοβούλια να χάνουν τη δύναμή τους.
Η ελπίδα
«Υπάρχει η ελπίδα ότι μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. η Γαλλία και η Γερμανία θα συνειδητοποιήσουν ότι η σχέση τους είναι ακόμη πιο σημαντική και στρατηγική και θα προχωρήσουν σε σειρά ευρωπαϊκών εγχειρημάτων», λέει ο Γουλφ, ο οποίος υποστηρίζει ότι μια τέτοια «ομοσπονδιακή ένωση» θα δώσει τη λύση στο πολιτικό πρόβλημα που μπορεί να προκύψει.
Ο ίδιος προσθέτει ότι, για να μην υπάρξει σταδιακή διάλυση της Ευρώπης, οι πολιτικοί αρχηγοί θα πρέπει να κάνουν πιο ελκυστική την Ευρωπαϊκή Ενωση και κυρίως τη γαλλογερμανική συμμαχία. «Υπάρχει πολλή νευρικότητα, όμως το πολιτικό σύστημα δεν είναι έτοιμο για αυτά τα βήματα», λέει ο ίδιος.
Τον Μάρτιο του 2017, θα εορτάζονται τα 60 χρόνια από τη Συμφωνία της Ρώμης και την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Θα απέχουμε επίσης λίγους μήνες από τις γαλλικές και τις γερμανικές εκλογές και, σε περίπτωση που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος οδηγήσει τη Βρετανία εκτός της ευρωπαϊκής οικογένειας, τότε «είναι ρεαλιστικό να περιμένει κανείς όχι μόνο μια γαλλογερμανική δήλωση, αλλά και μια δήλωση των έξι ιδρυτικών κρατών-μελών προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση, που θα τονίζει την αμετάκλητη φύση της Ε.Ε.», λέει Ευρωπαίος αξιωματούχος στην «Κ».
Από την άλλη, είναι η σχολή σκέψης που υποστηρίζουν τα ανατολικά κράτη-μέλη, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, οι βόρειες χώρες, όπως η Σουηδία και η Δανία, αλλά και οι Γερμανοί χριστιανοδημοκράτες, που θεωρούν ότι μια «ομοσπονδιακή ένωση» θα είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει η Ευρωπαϊκή Ενωση, ειδικά ύστερα από πιθανή έξοδο της Βρετανίας.
Για τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας, η Ε.Ε. θα πρέπει να μείνει όπως είναι και να μην αφήσει κάποιο κράτος-μέλος πίσω, να είναι «μια ένωση που δεν θα αποκλείει κανέναν», λέει Ευρωπαίος αξιωματούχος και τονίζει ότι αυτή είναι και η θέση του επικεφαλής του Συμβουλίου Ντ. Τουσκ.
Κυρίως οι χώρες εκτός του ευρώ, αν χάσουν τον βασικό τους εταίρο, τη Βρετανία, θα αντιπροσωπεύουν πλέον μόνον το 15% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ και δεν θα έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν οποιαδήποτε απόφαση.
Το βασικό ερώτημα είναι, σύμφωνα με τον Γουλφ, κατά πόσον η Ε.Ε. έχει την ίδια δύναμη να αντιδράσει σε πιθανή έξοδο ενός κράτους-μέλους όπως θα το έκανε πριν από δύο χρόνια. «Η κατάσταση είναι πολύ πιο εύθραυστη τώρα σε πολύ περισσότερες χώρες, με τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα να είναι πολύ πιο ισχυρά. Το ερώτημα “Τι Ευρώπη θέλουμε τα επόμενα χρόνια” θα βρίσκεται σίγουρα στις επόμενες προεκλογικές εκστρατείες, που θα γίνουν το 2017 στα πιο ισχυρά κράτη-μέλη, την Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία.
Η αδυναμία
Η Ευρώπη αδυνατεί να δίνει θετικά μηνύματα των επιτευγμάτων της, λέει Ευρωπαίος διπλωμάτης στην «Κ» και τονίζει ότι θα είναι πολύ σημαντικό αυτή τη φορά να περάσει αμέσως το μήνυμα ότι: α) το δημοψήφισμα δεν θα έχει αρνητική επίπτωση στην Ε.Ε. και ότι β) θα βρεθεί ένας δημοκρατικός τρόπος να φύγει η Βρετανία και να ακολουθήσει τον δρόμο της εκτός της Ενωσης.
«Μην περιμένετε αυτό να γίνει πολύ γρήγορα, θα χρειαστεί τουλάχιστον δύο χρόνια για να κόψει τους δεσμούς, αλλά στο τέλος θα εξαρτηθεί από το τι είδους σχέση θα θέλει να έχει η Βρετανία με την Ε.Ε. και τι θα επιτρέψουν τα υπόλοιπα 27 κράτη-μέλη», καταλήγει.
«Δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα», λέει άλλος Ευρωπαίος διπλωμάτης στην «Κ». Ομως για τον ίδιο, όπως και για πολλούς αξιωματούχους στις Βρυξέλλες, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουν οι ηγέτες είναι να καθίσουν και να αναλύσουν πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο. «Πώς η Ε.Ε. μέσα σε πέντε χρόνια έχασε τη δύναμη και το κύρος της», αναρωτιέται. «Εμείς φταίμε, κανένας άλλος».