Η Τζο Κοξ είναι ...
νεκρή. Αυτό, αφεαυτού, ως δήλωση, αρκεί για να ορίσουμε τη φρίκη που περιβάλλει τον κόσμο μας. Μαζί με τους ανθρώπους εκτελούνται και τα σύμβολα όμως. Κι αυτό επιτείνει το επίθετο «νεκρός», αφού όπως η ζωή ολοκληρώνεται με τον θάνατο, έτσι και ένα σύμβολο, μια αρχή, που υπηρετείται από έναν άνθρωπο χάνει ένα κομμάτι του παζλ της. Η Τζο Κοξ είναι νεκρή, και παίρνει μαζί της ένα κομμάτι του ουμανισμού της Δύσης.
Η Τζο Κοξ είχε ταχθεί υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην Ε.Ε., ενώ, σε ομιλία της στο βρετανικό Κοινοβούλιο, είχε κάνει λόγο για την εκλογική της περιφέρεια, όπου οι Ιρλανδοί καθολικοί και οι μουσουλμάνοι «έχουν περισσότερα να τους ενώνουν, παρά να τους χωρίζουν».
Στο προσωπικό λογαριασμό της στο Twitter είχε γράψει, την προηγούμενη εβδομάδα, ότι το μεταναστευτικό αποτελεί, μεν, πρόβλημα, ωστόσο αυτό δεν αποτελεί λόγο για ένα Brexit. Σε άλλη περίπτωση, είχε δηλώσει: «Το μίσος δεν έχει πιστεύω, φυλή ή θρησκεία· είναι δηλητήριο».
O Guardian, στο κύριο άρθρο της Παρασκευής, την επομένη της δολοφονίας της Τζο Κοξ, αναφέρει ότι «κάθε βίαιο έγκλημα ρυπαίνει το ιδανικό μιας εύρυθμης κοινωνίας, αλλά όταν το έγκλημα διαπράττεται ενάντια στους ανθρώπους που έχουν ειρηνικά επιλεγεί για να νομοθετούν, τότε η προσβολή είναι ακόμη βαθύτερη», ενώ καταλήγει: «Ο ιδεαλισμός της Κοξ ήταν η καθαυτήν αντίθεση στον βάναυσο κυνισμό.
Ας τιμήσουμε τη μνήμη της. Επειδή οι αξίες και η αφοσίωση που ενσάρκωσε είναι ό,τι μας μένει για να κρατήσουμε τη βαρβαρότητα μακριά». Η Πόλι Τόινμπι, αρθρογράφος της ίδιας εφημερίδας, αναφέρει ότι το τραγικό γεγονός δεν μπορεί να ιδωθεί μεμονωμένα, εφόσον εντάσσεται στη γενικότερη διάθεση της κοινωνίας, η οποία «μας έχει πει ότι περιφρονεί την πολιτική τάξη, δυσπιστεί μ’ εκείνους που την υπηρετούν, περιθωριοποιεί εκείνους με τους οποίους δεν ταυτίζεται αμέσως».
Παρίσι, Βρυξέλλες, Ορλάντο, Λιντς. Μέσα σε περίπου επτά μήνες, ο θρηκευτικός και πολιτισμικός σκοταδισμός έχει εκτελέσει πολλά κομμάτια του ψηφιδωτού του ανεπτυγμένου κόσμου. Δεν ξέρω αν επαρκούν τα επίθετα προκειμένου να ορίσουμε το «κακό» που προκαλεί ο φανατισμός· όπως, επίσης, είναι δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς με μοναδικά όπλα τις αρχές και τις αξίες, ας πούμε, του Διαφωτισμού.
Είναι, ωστόσο, το μόνο εναπομείναν καταφύγιο στο σκοτάδι που πάει να σκεπάσει τον κόσμο μας, τον κόσμο στον οποίο θέλουμε ν’ ανήκουμε· και αυτό το σκοτάδι προέρχεται από φανατικούς ισλαμιστές, από φανατικούς ακροδεξιούς, από φανατικούς αρρώστους· από φανατικούς.
Είναι συγκινητικό που ένα από τα πιο χρησιμοποιημένα hashtags του Twitter είναι, αμέσως μετά τον θάνατο της Κοξ, το #ThankYourMP, προφανώς για την προσφορά των βουλευτών στη Βρετανία και την Ευρώπη, στον άνθρωπο. Η Τζο Κοξ καταλαμβάνει μία θέση στον μαύρο κατάλογο των θυμάτων που υπηρέτησαν τις αρχές του ανθρωπισμού. Μαζί της, υπάρχουν ήδη, μόνο από τη Βρετανία, οι Airey Neave, Tony Berry και Ian Gow, θύματα του IRA – και να μην ξεχάσουμε και τις απόπειρες εναντίον της Θάτσερ και του Μέιτζορ, όπως μας υπενθυμίζει στη μελέτη του «A Classless Society: Britain in the 1990s» o Alwyn W. Turner. Μαζί της και τα θύματα του ISIS σε Δύση και Ανατολή, τα θύματα του φανατισμού, των άκρων – δεξιών και αριστερών.
Επανέρχομαι στην Πόλι Τόινμπι και επαναλαμβάνω την αποστροφή της: «[η κοινωνία] περιθωριοποιεί εκείνους με τους οποίους δεν ταυτίζεται αμέσως». Δεν είμαι σίγουρος ότι πρέπει να ταυτιζόμαστε, με την έννοια της αποδοχής, με όλους και με όλα. Για να μη φτάνουμε, ωστόσο, ως πολιτισμένη δυτική κοινωνία, να θρηνούμε θύματα, πρέπει να διαχύσουμε το καλό της ελευθερίας και της δημοκρατίας· το καλό της αποδοχής· το καλό που εξολοθρεύει, με ό,τι διαθέτει, το κακό. Τώρα.