Μείωση των ...
δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος σε συνδυασμό με τη λήψη μέτρων περαιτέρω ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, προτείνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γ. Στουρνάρας.
Κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, ο κ. Στουρνάρας πρότεινε ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 να υποχωρήσει στο 2% του ΑΕΠ «ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης», όπως δήλωσε και πρόσθεσε ότι «άλλωστε, η εμπειρία δείχνει ότι μόνο μια χώρα, η Ιρλανδία, μπόρεσε να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται στην περίπτωση της Ελλάδας από το 2018 και μετά».
Ο κ. Στουρνάρας αποκάλυψε ότι σύμφωνα με τα σενάρια που έχει επεξεργαστεί η ΤτΕ, το πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε συνδυασμό με την εξομάλυνση των μελλοντικών πληρωμών τόκων για τα δάνεια από τον EFSF, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), καθώς και για τα διμερή δάνεια του πρώτου προγράμματος (Greek Loan Facility - GLF) για μια περίοδο 20 ετών, και την επέκταση της περιόδου αποπληρωμής των δανείων του EFSF και των διμερών δανείων του πρώτου προγράμματος για περίπου 22 χρόνια:
1. Θα περιορίσει σημαντικά τις δαπάνες για τόκους (περίπου κατά 2,8% του ΑΕΠ),
2. Θα καταστήσει τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου διαχειρίσιμες καθώς θα τις περιορίσει σημαντικά κάτω του 15% του ΑΕΠ, το οποίο είναι το όριο που υιοθετεί το ΔΝΤ για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και
3. Θα μειώσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω από το 100% το 2030 και στο 89% το 2035 (έναντι 126% χωρίς ελάφρυνση χρέους).
Στο πλαίσιο αυτό, ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι «μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι οι δράσεις αυτές για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, μαζί με πρώτον, πιο ουσιαστική και στοχευμένη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, δεύτερον, τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια με έμφαση στο άνοιγμα εκείνων των αγορών αγαθών και υπηρεσιών που δεν έχουν απελευθερωθεί πλήρως ακόμα, και τρίτον μια πιο επιθετική, εκ μέρους των τραπεζών αλλά και του Ελληνικού Δημοσίου, αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα μπορούσαν να έχουν ως άμεση συνέπεια τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παράλληλα με τη δυνατότητα σημαντικής χαλάρωσης του τελικού δημοσιονομικού στόχου».