Τα δύο πρόσωπα της Ελλάδας


Ο υπουργός Μεταναστευτικής ...



Πολιτικής, Γ. Μουζάλας, είπε την περασμένη εβδομάδα ότι το κράτος είναι σε θέση να δημιουργήσει 15.000 νέες θέσεις φιλοξενίας την εβδομάδα. 

Στην πράξη είναι πολύ πιθανό αυτή η δυνατότητα να προσκρούσει στη σθεναρή αντίσταση των τοπικών κοινωνιών.

Η «Κ» βρέθηκε στον δήμο Πέλλας, που ήδη βιώνει τις εντάσεις που προκύπτουν από την όξυνση της κρίσης. Η ανακοίνωση του υπουργού Αμυνας στις 25 Φεβρουαρίου, χωρίς καμία προηγούμενη διαβούλευση, ότι θα γίνει χώρος φιλοξενίας στο στρατόπεδο Φιλιππάκου στα Γιαννιτσά, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Οι πιο ακραίοι –τις διαμαρτυρίες στήριξε και η Χρυσή Αυγή, με την παρουσία και του τοπικού βουλευτή της– έκαψαν εγκαταστάσεις σε αυτό και σε ένα ακόμα στρατόπεδο της περιοχής.

Η συνοικία των Γιαννιτσών όπου βρίσκεται το στρατόπεδο Φιλιππάκου ονομάζεται Νέα Τραπεζούντα. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι απόγονοι Ποντίων που έφτασαν και οι ίδιοι ως πρόσφυγες στα Γιαννιτσά. Οπως μάλιστα λέει στην «Κ» η κοπέλα που λειτουργεί το μίνι μάρκετ μπροστά στην είσοδο του στρατοπέδου, στα τέλη της δεκαετίας του ’30 «οι παππούδες μας έμειναν κι αυτοί στο ίδιο στρατόπεδο όταν ήλθαν», είτε απευθείας από τον Πόντο είτε από τα ποντιακά χωριά του Νοβοροσίσκ (Ρωσία).

Τότε υπήρχε μόνο το στρατόπεδο στην περιοχή. Σήμερα υπάρχουν μεζονέτες, μαγαζιά, καθώς και επτά σχολεία. Επιπλέον, όπως τονίζουν οι κάτοικοι, εντός του χώρου –που είναι φυλάκιο σήμερα, με λιγοστό αριθμό στρατιωτών– βρίσκεται το δημοτικό ωδείο, όπου φοιτούν 250 παιδιά, τα γραφεία της δημοτικής εταιρείας ύδρευσης και αποχέτευσης, αλλά και οι δεξαμενές υδροδότησης της πόλης.

Η Ανδρονίκη, μια ηλικιωμένη κυρία, απόγονος κι αυτή προσφύγων από την Τραπεζούντα, λέει ότι είναι «αμαρτία» η ταλαιπωρία που υπόκεινται οι πρόσφυγες, που «ήταν κι αυτοί νοικοκυραίοι στη χώρα τους». Από την άλλη όμως, διερωτάται «τι θα γινόμασταν» αν έρχονταν στη συνοικία της, για να απαντήσει μόνη της: «Θα φοβόμασταν να βγούμε από τα σπίτια μας».

Αντί του στρατοπέδου Φιλιππάκου, επελέγη τελικά ο πρώην αεροδιάδρομος 2,5 χιλιόμετρα από το χωριό των Αθύρων –και λιγότερα από 50 χλμ. οδικώς από την Ειδομένη– για τον καταυλισμό. Οι 1.500 κάτοικοι του χωριού, αντιδρώντας, τη νύχτα της Τετάρτης όργωσαν τον χώρο για να μην μπορούν να στηθούν σκηνές. Εκτοτε, ομάδες κατοίκων βρίσκονται συνεχώς στην περιοχή με τρακτέρ, ώστε να αποτρέψουν την έναρξη των εργασιών. Εκφράζουν τη βεβαιότητά τους ότι οι πρόσφυγες, αν έρθουν στα Αθυρα, θα αφεθούν στην τύχη τους. Το αποτέλεσμα, όπως λένε, αν παραμείνουν κλειστά τα σύνορα, θα είναι να στραφούν στο χωριό και στις περιουσίες των κατοίκων για να ζήσουν (δίπλα στον αεροδιάδρομο υπάρχει ποιμνιοστάσιο, κοτέτσια κ.ο.κ.). Στόχος της κυβέρνησης ήταν ο χώρος φιλοξενίας να είναι έτοιμος ώς την Κυριακή. Ωστόσο, ώς την Παρασκευή το απόγευμα, δεν είχε ξεκινήσει καμία εργασία.

Ο κ. Στάμκος τονίζει ότι στο δημοτικό συμβούλιο της Τετάρτης, στο οποίο αποφασίστηκε να παραχωρηθεί η έκταση στον στρατό, «δεσμεύθηκα να πάω στα Αθυρα, να καταγράψουμε τα ζητήματα όπου οι κάτοικοι χρειάζονται εξασφαλίσεις και να καταθέσουμε σχετικά αιτήματα». Ομως οι Αθυριώτες τον υποδέχθηκαν με άγριες διαθέσεις.

Η εμπειρία της Κοζάνης

Πολύ διαφορετική ήταν η εμπειρία του δήμου Κοζάνης, με τους περίπου χίλιους πρόσφυγες που φιλοξενήθηκαν στο δεκαήμερο μεταξύ 22 Φεβρουαρίου και της περασμένης Τετάρτης στο κλειστό γυμναστήριο της Λευκόβρυσης. Η Κοζάνη βρίσκεται εκτός του δρόμου προς την Ειδομένη. Οταν όμως η ΠΓΔΜ έφραξε ουσιαστικά τη βαλκανική οδό, η ΕΛ.ΑΣ. έπρεπε να βρει ενδιάμεσους, προσωρινούς τόπους στέγασης των προσφύγων, ώστε να μειώσει τη ροή προς τα σύνορα. Ετσι, το βράδυ εκείνης της Δευτέρας βρέθηκαν κάποια λεωφορεία εντός του νομού. Οταν ο Λευτέρης Ιωαννίδης, δήμαρχος Κοζάνης, δέχθηκε την κλήση από την αστυνομία, ανταποκρίθηκε άμεσα. «Το κάναμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Και ο κόσμος αντέδρασε εξαιρετικά, υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση», λέει στην «Κ» ο κ. Ιωαννίδης. Οι συγκινητικές ιστορίες ήταν πολλές – όπως αυτή της κατοίκου από τη Λευκόβρυση που πήρε δύο Σύρες μητέρες σπίτι για να κάνουν μπάνιο στα παιδιά τους.

Μεταξύ των πιο δραστήριων εθελοντών ήταν και οι λίγοι Σύροι μόνιμοι κάτοικοι Κοζάνης. Ενας εξ αυτών, που ήρθε στην Ελλάδα το 1994 για να σπουδάσει ναυπηγός, παντρεύτηκε Κοζανίτισσα και έμεινε, εργάζεται σήμερα ως ιδιωτικός υπάλληλος. Βοήθησε κυρίως ως μεταφραστής, προσπαθώντας να εξηγήσει στους πρόσφυγες την κατάσταση στα σύνορα, φροντίζοντας, μεταξύ άλλων, η δορυφορική τηλεόραση που τους παρασχέθηκε να μη μεταδίδει το δίκτυο που πρόσκειται στο καθεστώς Ασαντ.

Η πλημμυρίδα αλληλεγγύης μετέτρεψε την αρχική καχυποψία των προσφύγων σε ευγνωμοσύνη. Ωστόσο, παρά τις συγκριτικά καλές συνθήκες –θέρμανση, ζεστό νερό, παρουσία γιατρών και νοσηλευτών– και την ολοένα επιδεινούμενη κατάσταση στην Ειδομένη, ήθελαν να συνεχίσουν βόρεια. Μία μέρα μάλιστα, 40-50 άτομα ξεκίνησαν με τα πόδια υπό βροχή για να φτάσουν στα σύνορα.

«Δυστυχώς, ο σχεδιασμός της κυβέρνησης τώρα εκπονείται, ενώ οι ροές είναι πολύ μεγάλες» σημειώνει ο κ. Ιωαννίδης. «Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να φύγουν. Κάποια στιγμή θα αγανακτίσουν. Και ο αγανακτισμένος δεν φοβάται τίποτα».