Το βέβαιο είναι ότι...
η κλεψύδρα άδειασε. Αλλά εκείνο που επίσης είναι βέβαιο είναι πως η κάθε πλευρά -τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και οι εταίροι και δανειστές μας- έχει διαφορετική άποψη ως προς το σημείο που βρίσκεται η διαπραγμάτευση και ως προς την πιθανολογούμενη έκβασή της. Μόνο που το πρόβλημα δεν περιορίζεται στη διαφορετική άποψη, αλλά επεκτείνεται και στον τρόπο με τον οποίο προβάλλεται η διαφωνία αυτή.
Γιατί, είτε το θέλουμε είτε όχι, η ένταση και η αντιπαλότητα που μοιραία υποκινούνται από επιθετικούς ή μειωτικούς εκατέρωθεν χαρακτηρισμούς διαμορφώνουν κλίμα, καθορίζουν συμπεριφορές και έμμεσα επηρεάζουν αποφάσεις.
Δεν ευτύχησε, δυστυχώς, στο θέμα αυτό η τετράμηνη έως τώρα διαπραγμάτευση. Είτε λόγω πολιτικών προκαταλήψεων και εμμονών είτε λόγω διαφορετικής νοοτροπίας βασικών παραγόντων της διαπραγματευτικής διαδικασίας, εκείνο που τελικά κυριάρχησε στο διάστημα αυτό ήταν η προσωπική αντιπαλότητα και η οξύτητα των εκατέρωθεν δηλώσεων. Και το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε όλοι.
Αν μη τι άλλο, ο διάλογος, που υποτίθεται ότι αποσκοπούσε στην αναζήτηση της κοινά αποδεκτής συμφωνίας που προκαταβολικά οι συνομιλητές είχαν βαφτίσει «έντιμο συμβιβασμό», στάθηκε αδύνατο να διεξαχθεί ήρεμα, ψύχραιμα και καλοπροαίρετα όπως επιβάλλεται σε έναν διάλογο που ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να υπάρξουν εκατέρωθεν υποχωρήσεις.
Ισως αυτός είναι και ο λόγος, άλλωστε, που με βάση τα όσα έχουν γίνει γνωστά σχετικά με την πορεία των συζητήσεων εκείνο που μάλλον διαπιστώνεται είναι πως ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά επέδειξαν τη διάθεση να υπερβούν τις «κόκκινες γραμμές» τους, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η προσέγγισή τους και να επιτευχθεί η σύγκλιση των απόψεών τους.
Και όταν μια διαπραγμάτευση, η όποια διαπραγμά-τευση, διεξάγεται με τέτοιους όρους είναι προκαταβολικά καταδικασμένη σε αποτυχία.
Μόνο που η συγκεκριμένη διαπραγμάτευση δεν έχει το δικαίωμα να αποτύχει για τέτοιους λόγους.
Διεξάγεται μεταξύ φίλων, συμμάχων και εταίρων που συμμερίζονται το κοινό όνειρο της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της δημιουργίας της μεγάλης ευρωπαϊκής πατρίδας. Αν μη τι άλλο, η εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων θα έπρεπε να διεξάγεται με τους όρους και τις προϋποθέσεις που συνεπάγονται τέτοιες αμοιβαίες φιλοδοξίες και επιδιώξεις.
Και αυτή την παράμετρο θα είναι χρήσιμο να τη θυμηθούν έστω και στο παρά πέντε όποιοι και όσοι με τις αποφάσεις τους θα καθορίσουν όχι μόνο το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης διαπραγμάτευσης, αλλά και τις θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις που θα προκαλέσει το αποτέλεσμα αυτό. Δεν θα πάρουν μια απλή απόφαση οικονομικού χαρακτήρα. Θα γράψουν Ιστορία. Ούτως ή άλλως. Και είτε το θέλουν είτε όχι.