Του Κώστα Ζουγρή
Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού που ...
λειτουργεί ως "λαϊκός δικαστής", κατηγορώντας άπαντες, από πρώην πρωθυπουργούς έως καλλιτέχνες, θεωρώντας πως είναι αθώα και δεν έχει κάνει κάτι επιλήψιμο σε βάρος του κοινωνικού συνόλου
Τα χρόνια περνάνε και αντί να γινόμαστε αυτό που δήθεν θέλουμε, δηλαδή περισσότερο Έυρωπαίοι', όλο και με μεγαλύτερη ταχύτητα προχωράμε προς τα βάθη της Ασίας.
Ζούμε σε μία χώρα που οι δικαστικές αποφάσεις θέλουν αρκετά χρόνια για να ανακοινωθούν, εκτός ειδικών περιπτώσεων που αφορούν συγκεκριμένες καταστάσεις, όπως ας πούμε αυτή που πριν μερικές μέρες δικαίωσε τους υπαλλήλους του δημοσίου για την εισφορά αλληλεγγύης, επισημοποιώντας για μία ακόμα φορά ότι η χώρα κατοικείται από πολίτες που ανήκουν σε δύο κατηγορίες, αυτούς που εργάζονται για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σαν δικαστικοί, στρατιωτικοί, ή απλοί υπάλληλοι και τα πρόβατα του ιδιωτικού τομέα που γι' αυτούς η ισότητα είναι άπιαστο όνειρο.
Όμως, όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού εξελίσσεται σε λαϊκούς δικαστές και βγάζοντας αποφάσεις λοιδορεί και κάνει ότι μπορεί για να αλλάξει την ιστορία μας σε κάθε επίπεδο της καθημερινής μας ζωής, κυρίως μέσω του διαδικτύου όπου εργολαβικά θα έλεγα μερικοί έχουν αναλάβει την 'τήρηση της τάξης'.
Στο στόχαστρο τους πρώην λαοπρόβλητοι πρωθυπουργοί, πολιτικοί από διάφορα κόμματα που είχαν εκλεγεί με τις ψήφους αρκετών από εμάς και για χρόνια 'πίναμε νερό στο όνομα τους', είναι σίγουρο βέβαια ότι κανένας από αυτούς δεν ήταν Άγιος, και στο πέρασμα του χρόνου μπορεί να βρούμε αρκετές αιτίες για να τους κατηγορήσουμε.
Μήπως όμως το ίδιο δεν συμβαίνει με όλους εμάς, ποιος πιστεύει ότι είναι απόλυτα αθώος σαν μωρό παιδί και δεν έχει κάνει στην ζωή του κάτι επιλήψιμο σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, της οικογένειας του κοκ.
Επίθεση σε καλλιτέχνες, όπως η πρόσφατη στον Πορτοκάλογλου, στον Μαχαιρίτσα και άλλους καλλιτέχνες, όχι βέβαια στον κολλητό του, σε ποδοσφαιριστές που τολμάνε να ζητήσουν τα χρωστούμενα από τις ομάδες τους, ή να έχουν μία άσχημη αγωνιστική μέρα.
Επίθεση σε λογοτέχνες που τολμάνε να πάρουν θέση για την καθημερινότητα που βιώνουμε, σε δημοσιογράφους που έχουν διαφορετική γνώμη από την δική μας, αντί όπως θα ήταν σωστό να τους αγνοήσουμε και να μην παρακολουθούμε τα γραπτά τους ή τα μέσα από τα οποία εκφράζουν τις απόψεις τους.
Γενικά κυκλοφορεί τόση κακία που με τρομάζει και με κάνει να αισθάνομαι σαν πολίτης τριτοκοσμικής χώρας που ζει μία μόνιμη επανάσταση.
Κανείς από αυτούς που επιτίθενται σε όσους δεν γουστάρουν, δεν γράφει μία γραμμή για τις καθημερινές συνθήκες στον Ηλεκτρικό της Αθήνας που θυμίζει τα τρένα που βλέπουμε στις ειδήσεις από την Ινδία και είναι ένα μέσο παρατημένο κυριολεκτικά στην τύχη του, ενώ ελέγχεται από τους καλύτερους ίσως σε αμοιβές Έλληνες πολίτες, ίσως μόνο στην ΔΕΗ να έχουν καλύτερο μέσο όρο.
Το αντίθετο από όλα αυτά συμβαίνει στις πολιτισμένες χώρες του εξωτερικού, όπου και εκεί οι καλλιτέχνες παίρνουν πολιτικές θέσεις, οι πολιτικοί κάνουν λάθη που τα ανακαλύπτουν χρόνια αργότερα, οι ποδοσφαιριστές αλλάζουν ομάδες, οι χεβυμεταλλάδες τραγουδούν Taylor Swift χωρίς να κινδυνεύουν να τους κριτικάρει κανείς.
Αντίθετα όλοι σχεδόν βραβεύονται για το έργο τους και ανταμείβονται για την προσφορά τους, εδώ απλά περιμένουν τις εναλλαγές των κομμάτων για να παραχωρήσουν την θέση τους στους εκλεκτούς των νέων νικητών, αυτό δείχνει ότι θα χειροτερεύσει αρκετά στο μέλλον, αν δεν υπάρξει εθνική συμφιλίωση σε πολιτικό, αθλητικό, καλλιτεχνικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Η κακία και εκδικητικότητα είναι στην καθημερινότητα, λες και κάποιοι πασχίζουν με κάθε τρόπο να ζήσουμε ένα νέο εμφύλιο πόλεμο, η χώρα έχει πραγματικά αλλάξει προς το χειρότερο, όχι τώρα επί ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εδώ και αρκετά χρόνια, με την κατάσταση να επιδεινώνεται με πιο γοργούς ρυθμούς εδώ και περίπου 10 χρόνια.
Θυμήθηκα με νοσταλγία κάτι που είχα ξεχάσει εδώ και πολλές δεκαετίες, όταν περίπου 5-6 ετών καθόμουν σε μία τεράστια άσπρη πέτρα, ενδεχομένως να είχε σχέση και με την ακρόπολη, στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου όπου γεννήθηκα και παρατηρούσα τα αυτοκίνητα που περνούσαν αραιά και που, ήταν χρόνια γεμάτα αθωότητα που δεν υπάρχει σήμερα (δεν είχαμε λεφτά, σε ένα νοικιασμένο ημιυπόγειο μέναμε, απέναντι ακριβώς από την γωνία που τελειώνει η ακρόπολη στο Νο 4 νομίζω).