Λυσιτελής είναι ...
(αρχαία λέξη λυσιτελής, -ής, -ές < φράση λύειν τὰ τέλη «πληρώνω τα τέλη», άρα –κατά την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατική αντίληψη τής ισοτέλειας– «καθίσταμαι επωφελής, χρήσιμος [για το κοινωνικό σύνολο]»)
= επωφελής, χρήσιμος, τελεσφόρος
π.χ. «Ακολούθησε μια εξαιρετικά λυσιτελή για το κοινωνικό σύνολο πολιτική, που αναγνωρίστηκε από όλους».