Καζάνι που βράζει η κοινωνία των εισαγγελέων για τις συλλήβδην αποφυλακίσεις


Σκληρή ανακοίνωση ...


στο νομοσχέδιο που προβλέπει μεγάλο αριθμό αποφυλακίσεων - Παρασκευόπουλος: Λύση κάτω από συνθήκες έκτακτης ανάγκης - Ατυχής και λόγω πολιτικής απειρίας η απάντηση του υπουργού, σχολιάζουν εισαγγελείς

Καζάνι που βράζει σε υψηλότατες θερμοκρασίες είναι η κοινωνία των εισαγγελέων μετά την αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει με τον υπουργό Δικαιοσύνης Νικόλαο Παρασκευόπουλο με αφορμή το νομοσχέδιο με το οποίο, κάτω από συνθήκες «έκτακτης ανάγκης» που επικρατούν στις φυλακές της χώρας βρέθηκαν «εδώ και τώρα, λύσεις, έστω και προσωρινές», όπως είπε ο κ. Παρασκευόπουλος, για την αποσυμφόρηση των φυλακών.

Με το επίμαχο νομοσχέδιο αποφυλακίζεται μεγάλος αριθμός κρατουμένων (ενηλίκων, ανηλίκων και ασθενών κ.λπ. κρατουμένων, κάτι που προκάλεσε την έντονη και σκληρή επικριτική αντίδραση της  Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος για το περιεχόμενο του νομοσχεδίου.

Την ίδια στιγμή η απάντηση του κ. Παρασκευόπουλου στην Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, την οποία την χαρακτηρίζουν εισαγγελικοί κύκλοι, «ατυχή πυροσβεστική προσπάθεια εντυπώσεων του κ. Παρασκευόπουλου, η οποία αντί για να ρίξει τους τόνους της αντιπαράθεσης, δημιούργησε μεγαλύτερο αναβρασμό στην κοινωνία των εισαγγελέων».

Οι εισαγγελικοί λειτουργοί κάνουν λόγο για μια  ατυχή απάντηση του κ. Παρασκευόπουλου στην ανακοίνωση της Ένωσης και την αποδίδουν στην πολιτική απειρία του υπουργού Δικαιοσύνης, ενώ σημειώνουν με νόημα ότι δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο κ. Παρασκευόπουλος έχει παράλληλα και την ιδιότητα του καθηγητή του Ποινικού Δικαίου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ο πήχης είναι αρκετά ψιλά για τον ίδιο.

Ακόμη, οι εισαγγελείς που για ευνόητους λόγους κρατούν την ανωνυμία τους, τόνιζαν στο Πρώτο ΘΕΜΑ, ότι ο κ. Παρασκευόπουλος παρά το γεγονός ότι δεν ζήτησε την άποψη της Ένωσης πριν την σύνταξη του επίμαχου νομοσχεδίου, όπως είθισται, έθεσε μικρό διάστημα διαβούλευσης.

Παρ΄ όλα αναφέρουν οι εισαγγελείς, ο υπουργός Δικαιοσύνης επισήμανε στη δήλωση-απάντησή του ότι η Ένωση «δεν εισφέρει προτάσεις» επί του επίμαχου νομοσχεδίου.
Οι εισαγγελείς με πικρία επισημαίνουν ότι παρά το γεγονός ότι η ανακοίνωση της Ένωσης εκδόθηκε εσπευσμένα με σκοπό να προβληματίσει και να αποτρέψει αρνητικές καταστάσεις τόσο για την κοινωνία, όσο και για το νομικό πολιτισμό μας, περιείχε σαφείς παρατηρήσεις επί του περιεχομένου του εν λόγω νομοσχεδίου, οι οποίες όμως δεν μπόρεσαν να διαβαστούν ή δεν υπήρχε η θέληση να διαβαστούν.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης με τη δήλωσή του απάντησε συνοπτικά στις θέσεις της Ένωσης, αφού πρωταρχικά ξεκαθάρισε ότι «σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης και υπό το βάρος των ευθυνών από την υπερφόρτωση των φυλακών και των συνεχών και δαπανηρών καταδικών από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καλείται ο νομοθέτης να βρει, εδώ και τώρα, λύσεις, έστω και προσωρινές».

Ειδικότερα, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος με αφορμή την προώθηση προς ψήφιση εκ μέρους του υπουργείου Δικαιοσύνης του νομοσχεδίου «μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου κ.ά. διατάξεις», σε μια σκληρή ανακοίνωσή της επισημαίνει ότι «οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που εξαντλούνται στην επιθυμία «αποσυμφόρησης των καταστημάτων κράτησης» και, μάλιστα, μέσω «εκτάκτων μέτρων», εγγράφονται στη χορεία των ευκαιριακών, αποσπασματικών και ξένων -τελικά- με το ποινικό δόγμα ρυθμίσεων, στις οποίες η Πολιτεία δια των ετών επιδεικνύει ιδιαίτερη προτίμηση».

Μάλιστα, υπογραμμίζουν οι εισαγγελείς, ότι ο υπερπληθυσμός των φυλακών «αποτελεί προφανώς μείζον πρόβλημα, τούτο όμως  δεν μπορεί να επιλύεται με την αυθαίρετη νομοθετική μείωση του χρόνου πραγματικής έκτισης της ποινής και, συνακόλουθα, με τη γενικευμένη, χωρίς εξαιρέσεις ελευθέρωση καταδικασθέντων για  εγκλήματα κάθε βαθμίδας και βαρύτητας, η οποία:

α) ισοδυναμεί με ακύρωση των δικαστικών αποφάσεων που τις επέβαλαν in casu, επί τη βάσει συγκεκριμένων πραγματικών και νομικών δεδομένων,

β) αναιρεί το γενικό και ειδικό προληπτικό αποτέλεσμα της επιβληθείσας ποινής,

γ) αποδομεί το σχήμα της επιβολής τιμωρίας δίκαιης και ανάλογης με το έγκλημα που τέλεσε ο δράστης, τον οποίο -εν τέλει- επιβραβεύει για λόγους που συναρτώνται με μόνη την παροιμιώδη αδυναμία της Πολιτείας να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη μέσα και τις υποδομές αντιμετώπισης της εγκληματικότητας,
δ) είναι δυνατόν να εγείρει ζητήματα διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης, στο μέτρο που χωρίς εξαιρέσεις, συνδεόμενες με τη βαρύτητα του εγκλήματος, προβλέπει γενική ελευθέρωση των κρατουμένων ενώ, τέλος,
ε) ενισχύει την εντύπωση μιας Πολιτείας που λειτουργεί με ασυνέχεια, αυτοαναιρούμενη και μη σεβόμενη τους νόμους που η ίδια θέσπισε,  στο ευαίσθητο, μάλιστα, πεδίο του ποινικού φαινομένου».

Σύμφωνα με την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος «ο νομοθέτης οφείλει να αναλογιστεί εν προκειμένω, εάν η αιτία της συμφόρησης των καταστημάτων κράτησης οφείλεται σε αξιόλογο βαθμό στην καταχρηστική πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων και ειδικών ποινικών διαδικασιών εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, για την εξυπηρέτηση συχνά σκοπών άσχετων με την ποινική παράβαση καθαυτή, ώστε η όποια ρεαλιστική πολιτική αντιμετώπισής της, θα έπρεπε προ παντός να περιλάβει τη χρηστή, συνεπή, συστηματικά οργανωμένη και δογματικά ανθεκτική ποινική νομοθέτηση».

Ο κ. Παρασκευόπουλος σε απάντηση όλων αυτών επισημαίνει ότι  «η αποφόρτιση του σωφρονιστικού συστήματος μέσω λελογισμένων, διαβαθμισμένων και με κριτήρια αποφυλακίσεων ανταποκρίνεται ακριβώς σ’ αυτή την ανάγκη», δηλαδή να βρεθούν «εδώ και τώρα, λύσεις, έστω και προσωρινές» και κάτω από «σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης».

Και προσέθεσε ο υπουργός Δικαιοσύνης ότι «οι Κώδικες που θα ακολουθήσουν θα θέσουν σε πλήρως ορθολογική βάση τα πράγματα».
Αποφυλάκιση ασθενών

Ως προς τις διατάξεις εκείνες του επίμαχου νομοσχεδίου που αφορά την αποφυλάκιση των ασθενών κρατουμένων, οι εισαγγελείς υπογραμμίζουν ότι «παρά τον ανθρωπισμό που διαπνέει μείζον μέρος των προς ψήφιση διατάξεων, όσον αφορά στην απόλυση καταδίκων ασθενών (από ορισμένες νόσους) ή αναπήρων (ορισμένων ποσοστών), είναι αμφίβολο εάν ένας τέτοιος «à la carte» ανθρωπισμός μπορεί να αποτελέσει επιστημονικά αποδεκτό κριτήριο επιεικούς μεταχείρισης κατηγοριών καταδίκων, καθό μέρος:

α) διασπά τη σύνδεση μεταξύ της πράξης τους και του σκοπού που τάχθηκε να υπηρετήσει η ποινή που τους επιβλήθηκε,

β) δεν αφήνει περιθώριο εξατομικευμένης εξέτασης της εκάστοτε περίπτωσης από τη δικαστική αρχή και

γ) παρίσταται -στο μέτρο που βασίζεται σε μονομερή, γενική πρόκριση ηλικιακών μεγεθών ή άλλων αξιολογήσεων (ασθενείας ή αναπηρίας) χωρίς καμία εξαίρεση συναρτώμενη με τη βαρύτητα της πράξης- ως μη ενταγμένος στο ποινικό δόγμα, που απαιτεί την επιβολή και έκτιση της κύρωσης σε ατομικό, εξατομικευμένο και μη διεπόμενο από γενικά χαρακτηριστικά πλαίσιο».

Από την πλευρά του ο υπουργός Δικαιοσύνης στην δήλωση-απάντησή του στην παρατήρηση της Ένωσης για τις αποφυλακίσεις των ασθενών, υπογραμμίζει ότι «οι ασθενείς και τα άτομα με βαριές αναπηρίες βιώνουν τη φυλακή ως διπλό δεινό» και συνεπώς «η διευκόλυνση, και πάλι με όρους, της απόλυσής τους ανταποκρίνεται σ’ ένα δίκαιο ισοζύγιο της ποινής που προβλέπεται και της ποινής που πραγματικά εκτίεται».

Την ίδια στιγμή ο κ Παρασκευόπουλος δεν παραλείπει να τονίσει ότι  η αναφορά της Ένωσης σε «’à la cart’ ανθρωπισμό  είναι άτοπη και αστήρικτη».

Αποφυλάκιση ανηλίκων

Οι εισαγγελείς για την αποφυλάκιση των  ανηλίκων αλλά και τον καθορισμό των προϋποθέσεων εγκλεισμούς τους, επισημαίνει ότι παρά το γεγονός ότι με το επίμαχο νομοσχέδιο  προωθούνται «ρυθμίσεις σχετικά με τους ανήλικους παραβάτες, αποβλέπουσες στην άμβλυνση των συνεπειών της ποινικής μεταχείρισής τους και στην κοινωνική ενσωμάτωσή τους, σύμφωνα με τα διεθνή κείμενα, παραβλέπεται ο υπαρκτός κίνδυνος της εκμετάλλευσης αυτής ακριβώς της (αδικαιολόγητα επιεικούς, ιδίως για τα κακουργήματα που επισύρουν βαρείες ποινές πλην της ισόβιας κράτησης) μεταχείρισης, από ένα κύκλο ατόμων που έχει διαπιστωθεί ότι ενεργούν οργανωμένα, είτε χρησιμοποιώντας ανηλίκους, είτε εμφανιζόμενοι αυτοί ως ανήλικοι -όντες αλλοδαποί ενήλικοι- διαπράττοντες μείζονος κοινωνικής απαξίας αδικήματα».

Και υπογραμμίζουν με έμφαση οι εισαγγελείς: «Ορισμένες από τις προωθούμενες διατάξεις παρίστανται να  διευκολύνουν μια τέτοια αμιγώς εγκληματική και σχεδιασμένη δράση».
Μάλιστα, η Ένωση υπογραμμίζει ότι  οι «γενικές ρυθμίσεις» του επίμαχου νομοσχεδίου «παραπέμπουν μάλλον σε πρόθεση συλλήβδην «αμνήστευσης» και όχι εξατομικευμένης εξέτασης της παραβατικής συμπεριφοράς (διαπιστωμένων και μη) ανηλίκων».

Παράλληλα, στην παρατήρηση των εισαγγελέων ότι η γενικευμένη, χωρίς εξαιρέσεις ελευθέρωση καταδικασθέντων για  εγκλήματα κάθε βαθμίδας και βαρύτητας,   οποία ισοδυναμεί με ακύρωση των δικαστικών αποφάσεων, ο κ. Παρασκευοπουλος απαντά μέσω της δήλωση του  ότι «ο σεβασμός στις δικαστικές αποφάσεις δεν αφαιρεί από το νομοθέτη την αρμοδιότητα να επιλέγει το μέτρο και τον τρόπο έκτισης της εκάστοτε ποινής».

Και προσθέτει ο υπουργός Δικαιοσύνης:  «Η κατάργηση των φυλακών τύπου Γ΄, για παράδειγμα, ακριβώς επαναφέρει την αντιστοιχία της ποινής που επιβλήθηκε μ’ αυτήν που εκτίεται».

Σε άλλο σημείο της δήλωσής του ο υπουργός Δικαιοσύνης, επισημαίνει ότι «ο τρόπος επιβολής των ποινικών κυρώσεων ή των προσωρινών κρατήσεων, μαζί με την υπερποινικοποίηση, αποτελούν εξίσου γενικούς παράγοντες που οδηγούν στην υπερφόρτωση του σωφρονιστικού συστήματος».

Η «μονόπλευρα τιμωρητικές λογικές απηχούν ξεπερασμένες και τελικά αδιέξοδες αντιλήψεις που δεν αρμόζουν σ’ ένα κράτος ανθρωπισμού», τονίζει ο κ. Παρασκευόπουλος, και «η  απομάκρυνση απ’ αυτές δεν μπορεί να θεωρείται ασέβεια προς τους νόμους».

Τόσο στο κλείσιμο της ανακοίνωσης της Ένωσης Εισαγγελέων, όσο και του υπουργού Δικαιοσύνης, είναι αντιληπτή η μεταξύ τους  διάσταση.

Αναλυτικότερα, η Ένωση Εισαγγελέων υπογραμμίζει ότι «με λύπη καταγράφει ότι κατά τη διαδικασία σύνταξης και αυτού του σχεδίου νόμου δεν ζητήθηκε η συνεισφορά ή οι παρατηρήσεις του εισαγγελικού κλάδου, ενώ και η βραχεία προθεσμία δημόσιας διαβούλευσης επ’ αυτού δεν επαρκεί για την ανάδειξη του σταδίου αυτού, ως ουσιαστικού».

Αντίθετα, ο κ. Παρασκευόπουλος αναφέρει ότι  «η νομική αλλά και πολιτική διαφωνία, στο πλαίσιο ενός ειλικρινούς και εποικοδομητικού διαλόγου, είναι σεβαστές» και καταλήγει ότι  «σ’ ένα τέτοιο διάλογο προσβλέπουμε με τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας μας».