Μαρίζα Κωχ: Αγωνίστηκα να διεκδικώ ως πατρίδα, την πατρίδα μου


Της Κάλλιας Καστάνη

Συνθέτρια, στιχουργός, ερμηνεύτρια, μουσικοπαιδαγωγός και ...



οινοποιός. Υπηρετεί με πάθος την ελληνική παραδοσιακή μουσική, διδάσκει στο δικό της Κέντρο Βιωματικής Μουσικής, Κίνησης και Λόγου σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας και – από φέτος – παρασκευάζει ένα είδος λικέρ, δικής της πατέντας, από κρασί Σαντορίνης, πετιμέζι και βότανα Ταϋγέτου. Το βάφτισε «FATA MORGANA WINE».

Η μελωδός Μαρίζα Κωχ ήρθε στη ζωή, στις 14 Μαρτίου του 1944, στο τέλος του τελευταίου μεγάλου πολέμου. Ήταν «παιδί της αγάπης»  – καρπός του έρωτα ενός Γερμανού αξιωματικού και μιας όμορφης Σαντορινιάς . Στις 15 Ιανουαρίου, διηγήθηκε για πρώτη φορά την ιστορία τους, στην εφημερίδα Lifo - όπως λέει χαριτωμένα η ίδια «διηγήθηκα κάτι για την ζωή μου για να μην υπάρχει στο μέλλον για μένα ράδιο- αρβύλα »

 «Ο πατέρας μου ήταν Γερμανός και το «έρως ανίκατε μάχαν» ίσχυε και για τη μητέρα μου στην καταπληκτική ιστορία τους. Είχε έρθει από τη Σαντορίνη στην Αθήνα για να βγάλει φωτογραφίες, τις «εβδομαδιαίες», όπως τις έλεγαν τότε. Ήταν κακό για μια κοπέλα να κυκλοφορούν δεξιά κι αριστερά φωτογραφίες της, οπότε έπρεπε απαραιτήτως να περιμένει μέχρι να εμφανιστούν, να τυπωθούν και να τις πάρει – διαδικασία που κρατούσε μία εβδομάδα περίπου.

Ο φωτογράφος, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της –είχε κατάμαυρα, άφρο λουκ μαλλιά και καταγάλανα μάτια– την έκανε, χωρίς να τη ρωτήσει, μεγάλο κάδρο στη βιτρίνα του μαγαζιού του. Εκεί δίπλα είχε και το γραφείο του ο πατέρας μου, ο Βίλι Κωχ, αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού των Γερμανών.

 Περνάει μια μέρα, βλέπει τη φωτογραφία της μάνας μου, μπαίνει μέσα, αρχίζει να ρωτάει. «Πού την ξέρουμε αυτή;». Και μετά: «Παίρνω τις φωτογραφίες της κι όταν θα έρθει να της ζητήσει, θα με φωνάξεις εμένα να της τις δώσω». Έτσι έγινε. Τον βλέπει η μάνα μου, τρομάζει, κάνει μια κίνηση να του πάρει τις φωτογραφίες, γιατί θα έχανε και το πλοίο, αλλά αυτός της λέει με νοήματα «την άλλη βδομάδα εδώ πάλι». Πάει το πλοίο!

Όντως την άλλη βδομάδα ο Βίλι περίμενε τη Μαργαρίτα καθισμένος στο παγκάκι της πλατείας Καρύτση. «Κάτσε» της λέει, «δεν κάθομαι», μέχρι που αυτός αρχίζει να της μιλάει αρχαία ελληνικά. Η μάνα μου πάλι, ως κόρη παπά, θυμόταν τη γλώσσα του Ευαγγελίου κι έτσι ξεκίνησαν διάλογο.

Πάνω σ' εκείνο τον διάλογο τα μάτια τους συναντήθηκαν και τότε η μάνα μου παρακαλούσε μέσα της να μην της δώσει τις φωτογραφίες ώστε να ξαναβρεθούν την επόμενη εβδομάδα. Ακολούθησαν κι άλλες εβδομάδες για να καταλάβουν ότι ήθελαν να ζήσουν μαζί. Στα τρία χρόνια που έμειναν μαζί γεννηθήκαμε η αδερφή μου κι εγώ.

 Τελευταίο μήνυμα που πήρε η μάνα μου από τον πατέρα μου ήταν από τα κρατητήρια του Πειραματικού Γυμνασίου στο Κολωνάκι, όπου οι Ες-Ες φυλάκιζαν όσους Γερμανούς στρατιώτες είχαν κάνει οικογένεια με Ελληνίδες. Κατά την οπισθοχώρηση, όταν οι Γερμανοί άδειαζαν το κτίριο κι εγκατέλειπαν την Αθήνα, νέοι Επονίτες είχαν ανέβει στο καμπαναριό του Αγίου Διονύση του Αρεοπαγίτη και πυροβολούσαν. Μεταξύ τους και ο Νίκος Κούνδουρος, ο οποίος, πολλά χρόνια μετά, στη συναυλία της Μεταπολίτευσης, μου αφηγήθηκε πως στα κρατητήρια βρήκαν τα πτώματα πολλών Γερμανών αξιωματικών που οι δικοί τους άφησαν πίσω, αποχωρώντας ηττημένοι….»

To WE του Νews247.gr, επικοινώνησε με τη Μαρίζα Κωχ, με αίτημα μια συνέντευξη για το τι σήμαινε, να μεγαλώνει, μεταπολεμικά – το ’50 ή το ’60 –  σε μια, εχθρική προς τους Γερμανούς χώρα. Μας έστειλε το ακόλουθο ευαίσθητο και σοφό γράμμα. Το δημοσιεύουμε αυτούσιο.

«Ένα παιδί του πολέμου που καλείται να μεγαλώσει σε μία κατασπαραγμένη χώρα, όπου όλοι γύρω πενθούν, δυστυχούν από φτώχεια, με όλους τους θεσμούς  να υπολειτουργούν και τους αξιακούς κώδικες να έχουν σχεδόν καταρρεύσει, αν καταφέρει και σταθεί στα πόδια του είναι γιατί, μάλλον, έχει άγιο.

Μεγάλωσα με τον ψυχισμό του πρόσφυγα, ταυτίστηκα με το περιβάλλον των προσφύγων της Μικράς Ασίας ζώντας στενά μαζί τους, αγωνίστηκα σε όλη μου την ζωή  να διεκδικώ ως  πατρίδα

την πατρίδα μου.
Είμαι ευτυχισμένη και σίγουρη ότι το κατάφερα με βοηθό το θείο δώρο της φωνής μου. Στα είκοσι μου χρόνια ζήτησα και πήρα με δικαστική απόφαση το επίθετο του πατέρα μου για να τον τιμήσω ως δημοκράτη Γερμανό, μέσα στην δίνη του πολέμου.

Το όνομά μου ταυτίστηκε και αγαπήθηκε ως ελληνικό όνομα και όταν μιλάνε για την τραγουδίστρια Μαρίζα Κωχ - ή όταν αναζητήσεις το σχετικό λήμμα στο WIKIPEDIA- μιλάνε για Ελληνίδα τραγουδίστρια. Αυτό δεν το κατάφερα μόνη μου.

Η αγάπη μου και  η επιμονή μου στο παραδοσιακό τραγούδι ήταν μέρος του αγώνα μου. Η σοφία και το ένστικτο του λαού μας ήταν άλλη μια μεγάλη δύναμη που λειτούργησε υπέρ μου. Η στάση ζωής μου και η στάση μου απέναντι στην τέχνη μου έκαναν το θαύμα τους. Παρούσα στους αγώνες του τόπου μας, εδραίωσα αμετάκλητα την ευθύτητα στο βλέμμα. Όταν μπαίνω σε σπίτια ανθρώπων που έχασαν δικούς τους ανθρώπους στον πόλεμο, χωρίς λόγια αυθόρμητα αγκαλιαζόμαστε.
Είμαι από τους ανθρώπους που φωνάζω μέσα μου «Όχι πια πόλεμος».

Γνωρίζω πιο καλά από τον καθένα ότι τα πιο τραγικά θύματα του πολέμου, είναι τα παιδιά που αφήνει πίσω του. Έχω ταυτιστεί με την ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη και μελοποίησα ποιήματά του. Είναι ο τελευταίος μου δίσκος  «Πάνω στη θάλασσα εγώ τραγουδώ».

Για όσους δεν γνωρίζουν τον Γιώργο Σαραντάρη, είναι ο μεγάλος ποιητής και πατριώτης που έπεσε στο μέτωπο στην πρώτη μάχη του «ΟΧΙ». Ο πατριωτισμός του έχει καθορίσει την ζωή μου. Στο περιβάλλον μου, εκτός από τους μουσικούς μου υπάρχουν πάντα πολλοί νέοι άνθρωποι ευαίσθητοι και ένα πλήθος από νέους γονείς που μου εμπιστεύονται την μουσική εκπαίδευση των παιδιών τους.

Δίπλα μου μαθαίνουν μέσα από τα παραδοσιακά τραγούδια την ομορφιά και την ιστορία του τόπου μας και την αξία του να έχεις πατρίδα. Αυτό που λαχταρώ είναι να μπορέσω να κάνω άλλη μια φορά τον γύρο της Ελλάδας με αργό ρυθμό και να ξαναδώ πρόσωπα που γνώρισα στο οδοιπορικό της ζωής μου, πως έζησαν και αυτοί , για να πάρω κουράγιο και ελπίδα ότι αυτό που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα δεν μπορεί να δημιουργήσει πνευματική παρακμή, καθώς  υπάρχουν πίσω ψυχωμένοι άνθρωποι και καλοί σύμβουλοι των νέων, που καλούνται να τινάξουν από πάνω τους την σημερινή δικτατορία».