Με στόχο την απεμπλοκή από το...
Μνημόνιο αλλά και την προώθηση των διακηρυγμένων φοροελαφρύνσεων ξεκίνησε χθες η κυβέρνηση τη διαπραγματευτική διαδικασία με την τρόικα.
Κι εκείνο που, αν μη τι άλλο, κατέδειξε είναι πως είχε προετοιμαστεί καταλλήλως για πιθανές αντιδράσεις και έσπευσε να γνωστοποιήσει στους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών μας ότι οι οικονομικές παρενέργειες έχουν υπολογιστεί και τα σχετικά στοιχεία θα περιληφθούν στον προϋπολογισμό.
Φυσικά ούτε ολιγοήμερη, ούτε εύκολη προβλέπεται η διαπραγμάτευση. Παρά τα βήματα προόδου που έχουμε σημειώσει, είναι βέβαιο ότι υπάρχει πάντα εκ μέρους των εταίρων μας η ανησυχία μήπως και επιστρέψουμε σε παλιές και καταδικασμένες πρακτικές.
Κι αυτή η ανησυχία δεν θα διασκεδαστεί εύκολα, κάτι που δεν είναι υποχρεωτικά κακό, αν αναλογιστεί κανείς ότι η μεταμνημονιακή πρακτική δεν θα πρέπει να θέσει σε κίνδυνο τα δημοσιονομικά επιτεύγματα της 4ετίας.
Άρα είναι πρόωρο να εξαχθούν συμπεράσματα και να διαμορφωθούν δεδομένα. Απλώς το κλίμα είναι ευνοϊκότερο από κάθε περίπτωση και οι υπάρχουσες δυνατότητες θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο. Όπως είναι, παραδείγματος χάρη, η κυρίαρχη πια τάση στην Ευρωπαϊκή Ενωση για δραστηριότητες που προωθούν αναπτυξιακές πολιτικές.
Όπως, για παράδειγμα, η γνωστοποιηθείσα χθες πρόθεση του κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι να ενισχύσει τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών και να συμβάλει έτσι στην τόνωση της οικονομίας της χώρας μας.
Μία κίνηση που, πέρα από την τεράστια πρακτική αξία της, συμβάλλει στην περαιτέρω βελτίωση του διεθνούς κλίματος για τη χώρα μας.
Είναι προφανές ότι βιώνουμε μία περίοδο με γεγονότα και εξελίξεις που θα επηρεάσουν σημαντικά ή ενδεχομένως και να καθορίσουν την οικονομική, αλλά και πολιτική πορεία της χώρας.