Την ίδρυση ειδικής αναπτυξιακής ...
τράπεζας ειδικού σκοπού ανήγγειλε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προ ημερών μεταξύ άλλων στην ΔΕΘ.
Στην χώρα αυτή τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουμε φρίξει από ειδικές αναπτυξιακές τράπεζες και αναπτυξιακούς νόμους αλλά πάμε από το κακό στο χειρότερο.
Αναλυτικότερα μίλησε για μας η νέα αρχιτεκτονική του τραπεζικού συστήματος που θα περιλαμβάνει, εκτός από τις ανακεφαλαιοποιημένες συστημικές τράπεζες, νέες συνεταιριστικές, τράπεζες ειδικού σκοπού και δημόσια αναπτυξιακή τράπεζα:
«Σ΄ αυτό το πλαίσιο, ιδρύουμε αναπτυξιακή τράπεζα και τράπεζες ειδικού σκοπού για τους μικρομεσαίους και τους αγρότες.
Για να στηρίξουμε τις ανάγκες σε ρευστότητα των δυναμικών επαγγελματικών ομάδων που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και τη παραγωγική ανασυγκρότηση».
Τι σημαίνει αυτό σε απλά ελληνικά;
Επανασύσταση της αμαρτωλής Αγροτικής ή κάποια παρόμοιας με λεφτά των φορολογουμένων και των καταθετών.
Ποιος ήταν ακριβώς ο ρόλος της Αγροτικής στην οικονομική και πολιτική δραστηριότητα τις τελευταίες δεκαετίες, είναι γνωστό.
Η τράπεζα υπήρχε κυρίως για να δίνει θαλασσοδάνεια στα κόμματα και να συντηρεί χρεοκοπημένες επιχειρήσεις με τα χρήματα των φορολογουμένων. Υπήρχε ακόμη για να βολεύονται διάφοροι «κολλητοί» των κομμάτων και να κάνουν περιουσίες.
Με απλά λόγια η εκάστοτε κυβέρνηση πέραν των αργόμισθων που συντηρούσε στο δημόσιο τομέα, συντηρούσε και μερικές δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόρων και χρυσοκάνθαρων στελεχών που εργάζονταν σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις με δάνεια από την Αγροτική.
Διαβιούσαν και πλούτιζαν δηλαδή στη υγεία του κορόιδου...
Οι επιπτώσεις
Το γεγονός πως τα δάνεια εκδίδονταν με πολιτικές εντολές και όχι με χρηματοοικονομικά κριτήρια βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, είχε σαν συνέπεια να μην αποπληρώνονται ποτέ. Η Αγροτική κάθε 5-10 χρόνια ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και ο κράτος την ανακεφαλαιοποιούσε με χρήματα των φορολογουμένων.
Επιπλέον το γεγονός πως η Αγροτική συντηρούσε στη ζωή επιχειρήσεις που δεν ήταν βιώσιμες δημιουργούσε προβλήματα και στις υπόλοιπες που ήταν βιώσιμες και δεν χρηματοδοτούνταν από αυτήν.
Μια εταιρεία που δανείζεται με πολιτικά ή ψηφοθηρικά κριτήρια και της είναι αδιάφορο αν θα είναι ζημιογόνος ή κερδοφόρος, μπορεί να παράγει ακριβότερα προϊόντα τα οποία όμως μπορεί να τα πουλά στην αγορά κάτω της τιμής κόστους δικού της και του κόστους των υγιών ανταγωνιστών.
Όταν τα πουλά κάτω της τιμής κόστους, της τιμής που παράγουν δηλ. οι υγιείς ανταγωνιστές αυτοί αναγκάζονται να πωλούν με ζημιά.
Μια προβληματική εταιρεία που επιβιώνει με επιδοτήσεις φορολογουμένων δεν είναι παρά ένα σάπιο μήλο σε ένα καλάθι που υποχρεώνει και τα άλλα να σαπίσουν.
Μια υγιής εταιρεία που εξ αιτίας μιας προβληματικής που επιδοτείται αναγκάζεται να πουλά με ζημιά, μπορεί να το πράττει για 2-3 χρόνια μέχρι να εξαντληθούν τα ίδια κεφάλαια και οι πιστωτικές της γραμμές στις τράπεζες.
Η εταιρεία αυτή θα αναγκαστεί να βάλει λουκέτο ή να κρατικοποιηθεί και να περάσει και αυτή στην ομάδα των επιδοτούμενων με λεφτά των φορολογουμένων ή των καταθετών από την αναπτυξιακή τράπεζα ειδικού σκοπού.
Η δουλειά που κάνει μια τράπεζα είναι πολύ απλή. Από τη μια πλευρά δανείζεται π.χ. με 2% και από την άλλη δανείζει με 3% ή 5% ανάλογα με την κατάσταση της οικονομίας και το ρίσκο που αυτή εμπεριέχει.
Σε έκτακτες συνθήκες αν η τράπεζα δεν έχει επαρκείς καταθέσεις να στηρίξει τις χορηγήσεις της δανείζεται από τη διατραπεζική ή την Κεντρική Τράπεζα με σχετικά υψηλότερο επιτόκιο και για περιορισμένο διάστημα.
Η συνθήκη ισορροπίας είναι να δανείζει τις καταθέσεις που έχει. Σε συνθήκες καζινοκαπιταλισμού εκμεταλλεύεται τα παράγωγα των καταθέσεων για να δώσει περισσότερα δάνεια απ’ όσα της επιτρέπει το ύψος των ονομαστικών της καταθέσεων.
Μια τράπεζα που επιδοτείται από το κράτος μέσω αυξήσεων κεφαλαίου με λεφτά φορολογουμένων δεν έχει κανένα λόγο να προσέχει σε ποιους θα δώσει δάνεια. Συνήθως δια της πλαγίας που πάει στην τσέπη των στελεχών έχει κάθε λόγο να δίνει φθηνά δάνεια μόνο στις επιχειρήσεις που δεν αξίζει να πάρουν δάνεια, γιατί τα λεφτά θα χαθούν.
Κατ’ αυτή την έννοια για την καταστροφή του ελληνικού αγροτικού τομέα ένα σημαντικό μέρος της ευθύνης πέραν των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων που μοίραζε η κομματική γραφειοκρατία με το αζημίωτο, ευθύνη έχει και η κρατική τράπεζα ειδικού σκοπού: Η Αγροτική.
Μια τράπεζα που κάνει σωστά τη δουλειά της και θέλει να την εμπιστεύονται οι καταθέτες δίνει δάνεια μόνο σε αξιόχρεες επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Μόνο σε επιχειρήσεις δηλαδή που είναι υγιείς ανταγωνιστικές και θα είναι σε θέση να τα επιστρέψουν, αφού με αυτά δημιουργήσουν βιώσιμες θέσεις εργασίας και κέρδη για τους μετόχους.
Κανένας δεν επιθυμεί να έχει τις καταθέσεις του σε μια τράπεζα που δεν κάνει σωστά τη δουλειάς της και δίνει δάνεια σε χρεοκοπημένες επιχειρήσεις.
Ένας λόγος που οι ελληνικές εξαγωγές δεν μπορούν να ανακάμψουν είναι γιατί οι μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που επιδοτούνται πλαγίως από το κράτος δεν επιτρέπουν σε αυτές που μπορούν να ανταγωνιστούν τις ξένες.
Για να έχουν καταθέσεις οι μη αξιόπιστες τράπεζες όπως η ειδικού αναπτυξιακού σκοπού, θα πρέπει το κράτος να εγγυηθεί στους καταθέτες πως δεν θα χάσουν τα χρήματά τους και θα πληρώσουν υψηλότερο επιτόκιο.
Πληρώνοτας υψηλότερο επιτόκιο μια τράπεζα επιδοτούμενη από το κράτος δημιουργεί πρόβλημα στις υγιείς τράπεζες. Οι τελευταίες για να συντηρήσουν τις καταθέσεις αναγκάζονται να ανεβάσουν τα επιτόκια γεγονός που εν συνεχεία σπρώχνει προς τα πάνω τα επιτόκια χορηγήσεων.
Αν ανέβουν τα επιτόκια χορηγήσεων οι επιχειρήσεις γίνονται μη ανταγωνιστικές λόγω κόστους χρήματος.
Ακριβώς δηλαδή η κατάσταση που βιώνουν τα τελευταία χρόνια λόγω χρεοκοπίας οι ελληνικές επιχειρήσεις.
Το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων είναι η δημοσιονομική πειθαρχία που θα δημιουργεί συνθήκες ασφάλειας σε καταθέτες και επενδυτές. Οι συνθήκες ασφάλειας εξασφαλίζουν χαμηλά επιτόκια και φθηνά κεφάλαια. Η κατάσταση αυτή εξασφαλίζει άφθονο και φθηνό δανεισμό στις επιχειρήσεις και δημιουργεί προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης.
Από αυτή την άποψη αυτή η πλέον συμφέρουσα εξέλιξη για την ελληνική οικονομία είναι η τραπεζική ενοποίηση που θα εξασφαλίζει για τις ελληνικές επιχειρήσεις τους ίδιους καλούς όρους χρηματοδότησης με αυτές των οικονομιών της Ευρωζώνης και ιδίως των βορείων.
Από την άποψη αυτή οι ελλειμματικοί κρατικοί προϋπολογισμοί οδηγούν σε αύξηση του ρίσκου, αύξηση των επιτοκίων και μείωση του περιθωρίου κέρδους, μείωση της ανταγωνιστικότητας και μείωση της ανάπτυξης.
Όταν λοιπόν ο πρόεδρος των εμπόρων ή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ομιλούν περί κρατικών αναπτυξιακών τραπεζών ειδικού σκοπού επί της ουσίας προσεύχονται για την επαναφορά των συνθηκών της ευημερίας με δανεικά.
Επειδή όμως οι διεθνείς αγορές δεν είναι διατεθειμένες να δανείσουν νέες αγροτικές που θα συνεχίσουν να μοιράζουν δάνεια για αγορές πολυτελών αυτοκινήτων και τέρψη των σκυλάδικων στις εθνικές οδούς, ο μόνος χορηγός που απομένει είναι οι εγχώριοι καταθέτες, όσοι από αυτούς διατηρούν τα χρήματά τους σε ελληνικές τράπεζες.
Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου εφάρμοσε ανάλογες πολιτικές τα πρόωρα χρόνια της εξουσίας η χώρα κινδύνεψε να χρεοκοπήσει ήδη από ’85.
Τότε το χρέος ήταν κάτω από 50% του ΑΕΠ και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορούσε να τυπώνει χαρτί. Τώρα με το ευρώ αυτό είναι αδύνατο...
Άρα, η μόνη επιλογή που απομένει είναι η επίταξη των καταθέσεων των Ελλήνων οι οποίοι θα τρέξουν να τις αναλάβουν πριν συμβεί... Από αυτή την άποψη ο Λαφαζάνης και ο Αλαβάνος που ισχυρίζονται πως εντός του ευρώ ο «μπατηροσοσιαλισμός» του κ. Μηλιού είναι αδύνατος, έχουν απόλυτο δίκιο.
Ανάπτυξη μέσω αναπτυξιακής τράπεζας μοιάζει με προσπάθεια μετά θάνατον ζωής μέσω ανάσταση νεκρών...
2) Τα όρια της Γερμανικής συνταγής
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στα χρόνια του μνημονίου ο παραδοσιακός ελλαδίτικος αντιαμερικανισμός αντικαταστάθηκε από έναν οξύτερο και πιο υστερικό αντιγερμανισμό.
Η Γερμανία μετατράπηκε στον βολικό μπαμπούλα πάνω στον οποίο φορτώσαμε όλο το κακό το ριζικό μας μέσα στην απελπισμένη προσπάθειά μας να αρνηθούμε ότι το μοντέλο σίτισης με δανεικά τελείωσε κι ότι αν θέλουμε αυτή η χώρα, αυτό το κράτος κι αυτή η οικονομία να επιβιώσουν μέσα στον σκληρό πυρήνα του σύγχρονου ανταγωνιστικού κόσμου πρέπει να μεταρρυθμιστούν εκ βάθρων.