Η ανάκαμψη της ελληνικής...
οικονομίας και η ανόρθωση της χώρας θα στηριχτούν σε μεγάλο βαθμό στον πρωτογενή τομέα. Εκεί που για δεκαετίες η Ελλάδα ως μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα, χωρίς όμως ποτέ να το εκμεταλλευτεί.
Ο αγροτικός τομέας, με την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ, αντί να αρπάξει τη μεγάλη ευκαιρία που προσφερόταν και να κυριαρχήσει στην παραγωγή καλών ποιοτικά, βιολογικών και ανταγωνιστικών προϊόντων, εκφυλίστηκε σε μια χοάνη που καταβρόχθιζε κοινοτικούς πόρους υπονομεύοντας την ελληνική οικονομία.
Τα παραδείγματα είναι γνωστά σε όλους μας. Οι επιτήδειοι, που δηλώνοντας αγρότες εξαφάνιζαν τα κοινοτικά κονδύλια, σε βίλες, σε μερσεντές και στα μπουζούκια, έφτασαν να αποτελούν τον κανόνα.
Έφτασε η Ελλάδα να δηλώνει παραγωγή βαμβακιού που συναγωνιζόταν τις μεγαλύτερες βαμβακοπαραγωγούς χώρες της Αφρικής και της Ασίας, προκειμένου οι υποτιθέμενοι παραγωγοί και τα εκκοκκιστήρια να μπορούν να κλέβουν τις κοινοτικές επιδοτήσεις.
Η διαμόρφωση της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στην ΕΕ δεν ανέχεται πια τέτοιες παρασπονδίες. Κάθε ευρώ επιδότηση στον αγροτικό τομέα προϋποθέτει την ύπαρξη σχεδιασμού και προγραμματισμού. Γιατί πια η ΕΕ λογοδοτεί στον κάθε Ευρωπαίο φορολογούμενο.
Η Ελλάδα παρά την κρίση έχει μπροστά της μια μεγάλη ευκαιρία. Ο ευλογημένος τόπος που μπορεί να παράγει προϊόντα περιζήτητα σε κάθε γωνιά του κόσμου, δεν μπορεί να εγκαταλείπεται στην τύχη του. Είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι, έστω αναγκασμένοι από την κρίση, πολλοί νέοι άνθρωποι με σημαντικά εφόδια, μόρφωση, εξειδίκευση, γλώσσες, εξοικείωση με το Διαδίκτυο, προσανατολίζονται στον πρωτογενή τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
Όλοι αυτοί οι νέοι άνθρωποι χρειάζονται στήριξη. Γιατί δεν αρκεί το ελληνικό λάδι, η φέτα, το μέλι, τα όσπρια να γίνουν μόδα σε όλο τον κόσμο. Θα πρέπει να υπάρχουν και κάποιοι να τα παράγουν?