Ο νέος τσάρος, όπως ο παλιός


Του Αλέξανδρου Κλώσσα

Ένας τεχνοκράτης με μακρά πορεία στον ...


τραπεζικό τομέα, από τους στενούς συνεργάτες του Κώστα Σημίτη κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του και με εξαιρετικές σχέσεις με την τρόικα, είναι ο νέος υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης.

Αν και το όνομα του νέου υπουργού αποτέλεσε «έκπληξη» καθώς δεν είχε εμπλακεί στα σενάρια των τελευταίων ημερών για τον αντικαταστάτη του Γιάννη Στουρνάρα, το προφίλ του αλλά και οι απόψεις του για την οικονομία δεν διαφέρουν πολύ από αυτά του τέως υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, κάνοντας αρκετούς να τον χαρακτηρίσουν ήδη ως «Γιάννη Στουρνάρα νούμερο 2».

Το μήνυμα που διάλεξε να στείλει ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς στους δανειστές με την επιλογή Χαρδούβελη είναι ξεκάθαρα ότι δεν πρέπει να περιμένουν ανατροπές στην ασκούμενη οικονομική πολιτική, καθώς η κυβέρνηση θα συνεχίσει να «προστατεύει» τα συμφωνηθέντα με την τρόικα.

Ο κ. Χαρδούβελης υπήρξε διευθυντής του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου στην κυβέρνηση συνεργασίας, ενώ κατείχε την ίδια θέση για επί τέσσερα χρόνια (2000-2004) στην κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη και με μια πρώτη ματιά μπορεί κανείς να καταλάβει ότι το νέο πρόσωπο που αναλαμβάνει το υπουργείο Οικονομικών δεν μπορεί από μόνο του να σημάνει αλλαγή της οικονομικής πολιτικής.

Ο κ. Χαρδούβελης κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τον προκάτοχό του, αλλά και την ασκούμενη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, με μόνη μεγάλη διαφορά των δύο ανδρών να είναι ότι τον κ. Χαρδούβελη δεν τον βαραίνει η φθορά του χρόνου και των δύσκολων αποφάσεων που βάραινε πλέον τον Γιάννη Στουρνάρα.

Αλλωστε η πορεία των δύο δεν διαφέρει πολύ. Και οι δύο υπήρξαν σύμβουλοι του Κώστα Σημίτη. Και οι δύο έχουν θητεύσει σε υψηλές θέσεις ευθύνης στον τραπεζικό τομέα. Και οι δύο έχουν περάσει από την Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ και οι δύο πριν αναλάβουν το υπουργείο Οικονομικών υπήρξαν συνομιλητές της τρόικας, από τις θέσεις που κατείχαν, έχοντας εξαιρετικές σχέσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών.

Ο μέχρι πρότινος επικεφαλής Οικονομικών Μελετών του ομίλου της EUROBANK, Γκίκας Χαρδούβελης, σύμφωνα με ανθρώπους που τον γνωρίζουν καλά, είναι ένας άνθρωπος ήπιων τόνων, μετριοπαθής, εργατικός και προσηλωμένος στις απόψεις του για την οικονομία.

 Αυτό άλλωστε τον έκανε να είναι από τους βασικούς διαπραγματευτές στην ομάδα που είχε φτιάξει ο Λουκάς Παπαδήμος για την πρώτη αναδιοργάνωση του ελληνικού χρέους το 2012, με το PSI+ και τον ανάγει πλέον στον βασικό διαπραγματευτή της κυβέρνησης για τη νέα αναδιάρθρωση του χρέους, εν όψει των επικείμενων συζητήσεων που αναμένεται να ξεκινήσουν το επόμενο διάστημα.

Τι πιστεύει

Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο κ. Χαρδούβελης, όπως και ο κ. Στουρνάρας, βλέπει ότι «πλησιάζουμε το τέλος της ύφεσης» όπως είχε πει σε ομιλία του τον περασμένο Σεπτέμβριο σε εκδήλωση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, συμπληρώνοντας ότι «το οικονομικό κλίμα έχει βελτιωθεί σημαντικά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, το τραπεζικό σύστημα σταθεροποιήθηκε μετά την ανακεφαλαίωσή του, οι τραπεζικές καταθέσεις είχαν μικρή αύξηση σε σχέση με πέρυσι, ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης δεν ξεφεύγει από τους μηνιαίους στόχους, ενώ οι εισπράξεις του τουρισμού ξεπέρασαν τις προσδοκίες το φετινό καλοκαίρι».

Ωστόσο και ο ίδιος δεν βλέπει άμεσες αλλαγές στο πορτοφόλι των πολιτών, καθώς όπως σημείωνε τότε «το τέλος της ύφεσης δεν σημαίνει και το τέλος της δυσπραγίας. Σημαίνει απλώς ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης σταματάει.

 Η ανεργία θα εξακολουθεί να είναι μεγάλη, οι μισθοί και οι συντάξεις πενιχρές, το καθημερινό άγχος της επιβίωσης έντονο και οι νέοι μας θα προσπαθούν να βρουν διέξοδο στο εξωτερικό. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο κίνδυνος για αποσταθεροποίηση δεν είναι αμελητέος».

Πέραν των πολιτικών θέσεων που έχει αναλάβει, ο κ. Χαρδούβελης έχει διατελέσει καθηγητής στο τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, είναι ερευνητικός εταίρος στο Centre for Economic Policy Research του Λονδίνου και στο Centre for Money, Banking and Institutions του Surrey Business School. Είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών καθώς και εκπρόσωπός της στο EBF-EMAC. Επίσης είναι μέλος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του CIIM, του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΟΒΕ και του ελληνικού Ιδρύματος Harvard.

Είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στα Οικονομικά από το Berkeley-Καλιφόρνια USA (1983) και Master of Science και Bachelor of Arts στα Εφαρμοσμένα Μαθηματικά από το Harvard-Μασαχουσέτη USA (1978). Εχει διατελέσει επίκουρος καθηγητής στο Barnard College, Columbia University (1983-1989) και αναπληρωτής και στη συνέχεια τακτικός καθηγητής στο Rutgers University-Νέα Υερσέη (1989-1993).

Έχει εκτεταμένη εμπειρία σε κεντρικές τράπεζες και τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα: υπήρξε ο οικονομικός σύμβουλος του Ομίλου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (1996-2000), οικονομικός σύμβουλος στην Τράπεζα της Ελλάδος (1994-1995), όπου υπήρξε αναπληρωτής του διοικητή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και σύμβουλος Ερευνών στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης (1987-1993).