Αν ξεφύγουμε λίγο από τη...
δύσκολη καθημερινότητα και κοιτάξουμε την Ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων, θα διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα ήταν η χώρα που τα πήγε καλύτερα απ’ όλες τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Δεν ήταν μόνο η πρώτη που ανεξαρτητοποιήθηκε, αλλά ήταν η χώρα που τριπλασίασε την έκτασή της σε έναν αιώνα, και –παρά τις σημερινές δυσκολίες– παραμένει η πιο ανεπτυγμένη στην γειτονιά μας. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στον δυτικό προσανατολισμό από την εποχή του νεοελληνικού Διαφωτισμού κι εντεύθεν.
Με χίλια ζόρια και χάρη στην Ιστορία της, η Ελλάδα της μεταπολίτευσης κατάφερε όχι μόνο να στεριώσει τη Δημοκρατία, αλλά να βρεθεί στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, κάτι που είναι το ζητούμενο όλων των γειτόνων μας.
Ας σκεφτούμε μόνο πώς θα ήταν η κατάστασή μας αν η Ελλάδα ήταν στη θέση της Τουρκίας ή της ΠΓΔΜ, ζητώντας από αυτές να εγκρίνουν την αίτηση ένταξής της.
Η παραμονή, όμως, στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης δεν έχει μόνο πλεονεκτήματα, αλλά και υποχρεώσεις. Μπορεί να μπήκαμε ανέτοιμοι λόγω της Ιστορίας μας, πρέπει όμως να παραμείνουμε εκεί με το σπαθί μας.
Κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τακτοποιήσουμε τα δημοσιονομικά μας· όχι γιατί αυτό προβλέπει το Μνημόνιο, αλλά γιατί αυτό υπογράψαμε στη συνθήκη ένταξής μας στην ΟΝΕ. Τα καλά νέα είναι ότι αργά ή γρήγορα τα δημοσιονομικά θα έρθουν σε κάποια ισορροπία.
Ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει κυβέρνηση, δεν μπορεί να ακολουθήσει πολιτική υψηλών ελλειμμάτων. Επιπλέον, όλο και περισσότεροι κατανοούν ότι σε περιόδους ανάπτυξης η χώρα πρέπει να παράγει πλεονάσματα ώστε να χρηματοδοτείται το –διαρκώς απειλούμενο από τη γήρανση του πληθυσμού– ασφαλιστικό.
Δεν φτάνει, όμως, μόνο αυτό, απαιτούνται και πολιτικές ομαλής αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, που σήμερα βασίζεται στην παραγωγή εσωτερικών υπηρεσιών (δημοσίων και ιδιωτικών), προς ένα μοντέλο εξωστρεφούς οικονομίας. Σήμερα, ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας που είχαν εδώ και καιρό απαξιωθεί, καταρρέουν διότι επιζούσαν χάρη στα κρατικά δανεικά τα οποία ενίσχυαν τη ζήτηση.
Αυτή ήταν η ελληνική «φούσκα» που έσκασε μόλις στέρεψαν τα δανεικά. Η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο εξωστρεφούς οικονομίας είναι αναγκαία, αλλά και δύσκολη. Σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού θα περάσει αναγκαστικά από την ανεργία και γι’ αυτό στην κρίσιμη περίοδο το κράτος πρέπει να έχει λεφτά για να στηρίξει αυτούς τους ανθρώπους και να τους δώσει τα εφόδια (π.χ. επανεκπαίδευση) να μπουν με νέους όρους στην παραγωγή.
Συνεπώς, η χώρα πρέπει να έχει θαλερό κοινωνικό κράτος που χρηματοδοτείται από προοδευτική φορολογία. Οι οικονομικά ισχυρότεροι, στους οποίους η χώρα δίνει την ευκαιρία να πλουτίσουν, οφείλουν να δίνουν περισσότερα αναλογικά στην κοινωνία.
Ενώ σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, πρέπει να έχουν χαμηλό συντελεστή φορολόγησης αδιανεμήτων κερδών –ως αντίτιμο για τις υπηρεσίες που απολαμβάνουν τα νομικά πρόσωπα από το κράτος (π.χ. υπηρεσίες δικαιοσύνης, ασφαλείας κ.λπ.)– ενώ από την άλλη πρέπει να καταργηθούν όλες οι φοροαπαλλαγές επαγγελματικών ομάδων και τα ειδικά φορολογικά προνόμια ή οι ειδικοί συντελεστές για τα εισοδήματα αναλόγως της πηγής.
Ολα τα εισοδήματα φυσικών προσώπων πρέπει να εντάσσονται σε μία ενιαία κλίμακα και να φορολογούνται εξίσου, όπως προβλέπει το άρθρο 4 του Συντάγματος «οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
Το ισχυρό κοινωνικό κράτος δεν είναι μόνο μια ηθική υποχρέωση της κοινωνίας προς τους αδυνάμους, είναι και μια επένδυση για το μέλλον. Η οικονομική προοπτική του τόπου απαιτεί υγιή, μορφωμένα και ασφαλή τα οικονομικά υποκείμενα. Οι δομές άμεσης κοινωνικής προστασίας πρέπει να περάσουν στις μονάδες Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εκεί που ξέρουν καλύτερα τα προβλήματα και μπορούν να δώσουν τις πιο αποδοτικές λύσεις.
Αυτό όμως ταυτοχρόνως σημαίνει ότι πρέπει να μεταφερθούν φορολογικές αρμοδιότητες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπως είναι ο φόρος ακινήτων, με τοπικούς μηχανισμούς ελέγχου εσόδων - δαπανών. Δήμος (και κατ’ επέκταση τοπική κοινωνία) που δεν κάνει χρηστή διαχείριση των οικονομικών του χρεοκοπεί, με όλες τις επιπτώσεις της χρεοκοπίας.
Το μεγάλο συγκεντρωτικό κράτος, που παράγει πρωτίστως γραφειοκρατία και γονατίζει κάθε προσπάθεια ανάπτυξης, πρέπει να αποκεντρωθεί είτε προς την αγορά (ιδιωτικοποιήσεις) είτε προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση είτε σε ό,τι αφορά τα ΑΕΙ (αυτονομία) κ.λπ. Βεβαίως, το κράτος οφείλει να έχει ισχυρό ρυθμιστικό ρόλο για την τήρηση των κανόνων κοινωνικής συμβίωσης, ανταγωνισμού και για την προστασία μοναδικών αγαθών της χώρας, όπως είναι το περιβάλλον.
Είναι, όμως, περιττή σπατάλη πόρων να δίδονται στο κράτος επιχειρηματικές δραστηριότητες στις οποίες μπορεί να υπάρξει ανταγωνισμός (τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, συγκοινωνίες κ.ά.). Μόνη εξαίρεση μπορεί να είναι η διατήρηση του κρατικού μονοπωλίου εκεί όπου υπάρχουν φυσικά μονοπώλια (π.χ. συχνότητες, δίκτυα ρεύματος, τηλεπικοινωνιών, σιδηροδρόμων κ.ά.).
Η Ιστορία απέδειξε ότι ο μόνος δρόμος προς την ανάπτυξη είναι η απελευθέρωση της οικονομικής δραστηριότητας από κάθε ρύθμιση που αποβλέπει είτε στην ενίσχυση κάποιων συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων είτε στη διατήρηση παλαιών πρακτικών σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Κάθε πολίτης πρέπει να είναι ελεύθερος να επιχειρεί όπως και όπου θέλει, χωρίς άσκοπη γραφειοκρατία και εμπόδια εισόδου.
Πρέπει να απολαμβάνει τους καρπούς της προσπάθειάς του, ή το κόστος του απερίσκεπτου ρίσκου του. Μόνοι περιορισμοί είναι οι κανόνες συμβίωσης, ανταγωνισμού, περιβάλλοντος, πολιτισμού. Το κράτος πρέπει να δίνει την ευκαιρία σε όλους να επιτύχουν και την ελευθερία να αποτύχουν. Μπορεί δε να ενισχύσει την επιχειρηματική δραστηριότητα μόνο με δύο τρόπους: διά της αφαίρεσης των εμποδίων στην άσκησή της και με δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές τις οποίες χρησιμοποιούν όλοι.
Τα προβλήματα που δημιουργεί η αχαλίνωτη δράση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (όπως και τα προβλήματα περιβάλλοντος, διεθνούς εγκληματικής δραστηρικότητας κ.ά.) δεν μπορούν να επιλυθούν με εθνικές δράσεις, αλλά μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε πρώτη φάση απαιτείται ενεργητική συνεργασία όλων των έλλογων δυνάμεων στην Ευρώπη για θέσπιση φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, έκδοση ευρωομολόγου για δημιουργία υποδομών σε ολόκληρη την ήπειρο και κοινές φορολογικές πολιτικές. Ολα αυτά απαιτούν επαναπροσδιορισμό της ισορροπίας μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και συμμετοχής σε περισσότερο ομοσπονδιακή Ευρώπη σε προοδευτική κατεύθυνση.
Το «οίκαδε» ταιριάζει σε συντηρητικές δυνάμεις, οι οποίες, στην προσπάθεια να κρυφτούν από τις αλλαγές που επιφέρει η τεχνολογία και η παγκοσμιοποίηση, οδηγούν τη χώρα στη σταδιακή απίσχνανση και τελικώς στην καταστροφή της. Δυστυχώς, ο συντηρητισμός στη χώρα δεν αποτελεί πλέον προνόμιο μιας μόνο παράταξης.
Διατρέχει οριζοντίως το πολιτικό σύστημα και γι’ αυτό απαιτείται μια ευρύτερη πολιτική συμμαχία των ανθρώπων που βλέπουν λίγο μακρύτερα από τη μύτη τους και τις ψεύτικες δάφνες του παρελθόντος.
Δεν είναι εύκολη η ανάταξη της χώρας. Έχει διαρκείς προκλήσεις και δουλειά. Πρέπει διαρκώς να σταθμίζουμε τις καταστάσεις και να επαναδιαμορφώνουμε πολιτικές σύμφωνα με όσα αλλάζουν στον κόσμο. Στην προσπάθεια αυτών των διαρκών αλλαγών υπάρχει πάντα ο κίνδυνος του λάθους.
Αλλά η συντήρηση και η συνακόλουθη απραξία δεν έχει κινδύνους λάθους, είναι λάθος αφεαυτή. Οδηγεί αργά και υπνωτιστικά στην καταστροφή, αφού ο κόσμος αλλάζει και τα άτομα, οι πολιτικές δυνάμεις, η χώρα ολόκληρη δεν προσαρμόζεται.
Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια της συντήρησης και της συνακόλουθης απραξίας. Ως μικρή χώρα με σχετικά μικρούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους επέζησε και κατέκτησε μια αξιοζήλευτη θέση στην ευρύτερη γειτονιά μας, προσαρμοζόμενη διαρκώς στις προκλήσεις των καιρών. Αυτό το νήμα πρέπει να ξαναπιάσει για να βγει από την κρίση.