Του Φιλούμενου Χατζή
Δεν ήταν οι Ιουδαίοι, Ιησού Χριστέ, φως και...
χαρά μου, που Σε σταύρωσαν, Δεν ήταν αυτοί που Σε πρόδωσαν στο δικαστήριο, που με μοχθηρία Σε έφτυσαν στο πρόσωπο, που σε χτύπησαν, σε κορόϊδεψαν, σε μαστίγωσαν.
Δεν ήταν οι στρατιώτες με τις σιδερένιες τους γροθιές που σε βασάνισαν, σου φόρεσαν το αγκάθινο στεφάνι, σήκωσαν το σφυρί να μπήξουν τα καρφιά, σήκωσαν τον καταραμένο μέχρι εκείνη την ημέρα Σταυρό, ή έπαιξαν στα ζάρια τον χιτώνα σου:
Εγώ είμαι Κύριε, Εγώ είμαι Χριστέ μου αυτός που τα έκανε όλα αυτά. Εγώ είμαι το βαρύ ξύλο που κουβάλησες, Εγώ το χοντρό σκοινί που Σε δέσανε, Εγώ τα καρφιά και η λόγχη, Εγώ το μαστίγιο που Σε φραγγέλωσε, Εγώ το καταματωμένο στεφάνι.
Επειδή όλα αυτά έγιναν, αλλοίμονο! για τις αμαρτίες μου.
Oταν πλησίασε και είδε την Πόλη, έκλαψε γι αυτήν και είπε:
«μακάρι νάξερες κι εσύ, έστω την ημέρα αυτή, τι θα μπορούσε να σου χαρίσει την ειρήνη. Τώρα όμως αυτό μένει κρυφό απο τα μάτια σου. Γιατί θάρθουν για σένα μέρες που οι εχθροί σου θα σε χωρίσουν με χαρακώματα, θα σε περικυκλώσουν και θα σε πολιορκήσουν απο παντού. Θα αφανήσουν κι εσένα και τα παιδιά σου και δεν θα σου αφήσουν πέτρα πάνω στην πέτρα. Κι όλα αυτά γιατί δεν έδωσες σημασία την ημέρα που σ’ επισκέφθηκε ο Θεός». (Λουκάς 19: 41-44)
Γεθσημανή
Νύχτα της 4ης Απριλίου του έτους 30… Νύχτα 16η του μηνός Νισσάν η πρώτη νύχτα των αζύμων...
Νύχτα γαλήνης, στον κήπο των ελαιών,
στη γή της ελιάς και της πέτρας,
απέναντι απο την αγαπημένη Πόλη,
Ο Άνθρωπος λύγισε...
Ο Θεός αγρυπνά μαζί Του...
Οι άνθρωποι κοιμούνται ανυποψίαστοι,
Οι προδότες αγρυπνούν...
Σείς δένδρα αιώνια που μιλάτε με τον άνεμο,
Σείς πουλιά της νύχτας ακοίμητα,
Σύ νύχτα που αγκαλιάζεις την πλάση,
Αγρυπνείστε σείς μαζί μου,
Τη νύχτα της αγωνίας, τη στιγμή του πόνου..
Μην μ’ εγκαταλείπετε.
Μην μ’ εγκαταλείπετε μόνον με την καρδιά μου.
O Iησούς στο όρος των Ελαιών (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 14,32-36)
Ο Ιησούς γνωρίζει ότι ήδη καταδικάσθηκε από τις θρησκευτικές αρχές, γνωρίζει ότι ένας απο τους αδελφούς του, ο Ιούδας, τον πρόδωσε, γνωρίζει ότι το τέλος του πλησιάζει…
Ο Ιησούς είναι ένας άνθρωπος, ένας απλός κανονικός άνθρωπος όπως εμείς, και μπροστά στο αίνιγμα του θανάτου, ενός θανάτου ατιμωτικού, βίαιου που τον περιμένει, αγωνιά και φοβάται όπως κάθε άνθρωπος.
Οι μαθητές του, οι φίλοι του δεν καταλαβαίνουν και κοιμούνται…
Έτσι αρχίζει το πάθος του Ιησού, πάθος ανθρώπινο, και σε τούτο το πάθος του Ιησού, του Υιού, αρχίζει και το πάθος του Θεού Πατρός: Ακόμη και σε τούτη την ώρα του μαρτυρίου Ο Ιησούς και Ο Πατήρ είναι ένα, μία ουσία, μία θέληση μία κοινωνία εν πνεύματι αγίω.
Αλλά γιατί αυτό το μαρτύριο, γιατί αυτό το πάθος;
Υπάρχει μόνον μία απάντηση:
Σ’ έναν άδικο κόσμο, το δίκαιο μπορεί μόνον να απορριφθεί, να καταδικασθεί, να καταδιωχθεί.
Στον αθώο πέφτει η βίαιη λύσσα των ενόχων.
Στον αμνό ορμάνε οι λύκοι,
Στον άνθρωπο της ειρήνης ορμάνε αυτοί που αγαπούν τον πόλεμο. Ο Ιησούς που γνωρίζει μία αιτία για την οποία αξίζει να θυσιάσει τη ζωή του, γνωρίζει ότι ακόμη και το μαρτύριο μπορεί να έχει ένα νόημα.
Ναι, Ο Ιησούς προσδίδει σ’ αυτό του το μαρτυρικό τέλος την συμπαράστασή του με εμάς,
Αποδέχεται τον βίαιο θάνατό που χτυπάει τα θύματα της ιστορίας,
Αποδέχεται μέσα στην αμφιβολία και τον ανθρώπινο δισταγμό την θέληση του Πατρός και συνεχίζει να τον καλεί με το όνομα Του:
"Abba, Πάτερ ηγαπημένε".
Κύριε, Πατέρα και αδελφέ μας,
Μπροστά στα στην αγωνία και το μαρτύριο του θανάτου
Στεκόμαστε με φόβο.
Στάσου δίπλα μας, συμπαραστάσου μας.
Ο Ιησούς προδίδεται απο τον Ιούδα, συλλαμβάνεται. (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 14,43-46)
Κι ενώ οι πιστοί μαθητές κοιμούνται,
Ενας άλλος μαθητής αγρυπνά και προδίδει τον ηγαπημένο.
Νάτος έρχεται μέσα στο σκοτάδι, οδηγός ληστών και κακοποιών, σπείρας που κινείται γρήγορα για μιά αιφνιδιαστική σύλληψη.
Κτηνωδία των γεγονότων:
Ενα μέλος της κοινωνίας των ανθρώπων,
Ενας φίλος που έζησε τρία χρόνια με τον Υιό του Ανθρώπου,
Τον παραδίδει στην σπείρα,
Τον προδίδει με ένα φιλί.
Το φιλί που χαρακτηρίζει την αγάπη, γίνεται σημείο ενοχής.
Και ο Ιησούς δεν αμύνεται:
Ήδη αμετάκλητα επρόφερε με την καρδιά και τα χείλη το «Αμήν» στον Πατέρα, στο θέλημα εκείνου που τον έστειλε, απεδέχθη να στρατευθεί με το μέρος των ανωνύμων θυμάτων και παραδίδεται στους σφαγείς του.
Αλλά με τον λόγο συνεχίζει να αποδεικνύει την ελευθερία του, να παραδίδεται την νύχτα που καλύπτει ενόχους και αθώους και να διαφεύγει την ημέρα που ευρίσκετο στον ναό ανάμεσα σε όλους διδάσκοντας.
Είναι ο καιρός των σκιών και του φόβου:
Το κακόν φαίνεται να υπερισχύει και το φώς φαίνεται να σβέννυται.
Και εμείς που ευρισκόμαστε;
Οπως ο Ιούδας εκτελούμε σημεία αγάπης που γίνονται εκδηλώσεις μίσους;
Όπως οι άλλοι μαθηταί που εγκατέλειψαν τα πάντα για να ακολουθήσουν τον Ιησού, όλοι τον εγκαταλείπουμε, δραπετεύοντας την εσχάτη ώρα του πόνου και του μαρτυρίου;
Ιησού Αγαπημένε, φίλε μας μοναδικέ,
Στο σκοτάδι σε προδώσαμε,
Προδώσαμε αυτόν που αγαπάμε;
Μόνον Εσύ δεν μας προδίδεις ποτέ.
Ο Ιησούς καταδικάζεται απο τους Αρχιερείς. (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 14,55 61β-64)
Ιδού ανακοινώνεται επισήμως η καταδίκη. Η καταδίκη εκείνη
Που, όπως κάθε δίκη ενάντια στο δίκαιο,
Εχει αποφασισθεί πρίν ακόμη αρχίσει η διαδικασία:
Απο πάντοτε οι αθώοι καταδικάζονται έτσι,
Απο πάντοτε οι θρησκευτικοί άρχοντες καταδικάζουν έτσι τους προφήτες.
Στον χώρο που αγιάσθηκε για το δίκαιο,
Στον οίκο της γνώσεως,
Στο χώρο που αφιερώθηκε στην εξομολόγηση στον Θεό της αληθείας,
Ο Ιησούς δικάσθηκε ένοχος θανάτου, γιατί έπραξε και εδίδαξε την αλήθεια.
Πόσοι δίκαιοι καταδικασμένοι ανα τους αιώνας
Αναγνωρίζουν επιτέλους στο πρόσωπο του μοναδικού δικαίου και αθώου την αξία της δικής τους άδικης θυσίας;
Ο Ιησούς, ο αμνός του πατρός ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου,
Ταπεινός και ήσυχος άν και βασανιζόμενος,
Σιωπά και δεν ανοίγει το στόμα του.
Κι αυτή του η σιωπή κραυγάζει την αλήθεια με τη δύναμη της θύελλας.
Και έτσι οι άρχοντες της θρησκείας των πατέρων Του,
Μπροστά στον αθώο Υιό του Πατρός, δεν μπορούν τίποτε άλλο να κάνουν για να υποκριθούν το δίκαιο της ατιμίας τους απο το να σκίζουν τα ενδύματά τους – σημάδι πένθους του λαού Του- για να δηλώσουν ότι το Ευαγγέλιο είναι για κείνους – τους «Εκλεκτούς» άγγελμα ζοφερόν και κακόν.
Και όμως ακόμη και σ’ αυτούς ο Ιησούς δίδει μιά ελπίδα σωτηρίας:
Θα ιδούν τον Υιόν του Ανθρώπου να ανέρχεται εις τους ουρανούς και όλοι τους θα χτυπούν με απελπισία το στήθος τους, ακόμη και εκείνοι που τον επρόδωσαν.
Ιησού, Προφήτη και Πατέρα μας,
Ακόμη και εμείς οι χριστιανοί, πολλές φορές στην ιστορία, σε καταδικάσαμε ερήμην σου, καταδικάζοντας τους μάρτυρές σου.
Η σιωπή σου μας το θυμίζει με οδύνη.
Ο Πέτρος αρνείται τον Κύριο (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 14, 66. 70β-72)
Ο Πέτρος, ο Πρώτος απο τους Αποστόλους, αυτός που πρώτος αναγνώρισε στο πρόσωπο του Διδασκάλου τον Μεσσία, αυτός που επελέγη και ονομάστηκε η πέτρα πάνω στην οποία η εκκλησία του Κυρίου θα θεμελιωθεί, αυτή την ώρα που ο Ιησούς παρουσιάζεται στους εχθρούς και σταυρωτές του, αυτή ακριβώς την ώρα δεν αναγνωρίζει το πρόσωπο εκείνου με τον οποίο έζησε μαζί για τρία χρόνια.
Η σκληρή πέτρα δεν αντέχει. Υποχρεούται να αναγνωρίσει την αδυναμία της να εμπιστευτεί ακόμη και τον εαυτό της.
Ο Ιησούς είχε προειδοποιήσει τον Πέτρο:
Μην εμπιστεύεσαι ούτε τον εαυτό σου, να πιστεύεις στον ακλόνητο βράχο που είναι ο Θεός Πατέρας!
Αρκεί ένας υπηρέτης, μία σκλάβα για να προκαλέσει αγωνία θανάτου στον Πέτρο, για να τον κάνει να παραλύσει απο φόβο, αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει αλλοιώς!
Ο Πέτρος δεν μπόρεσε να δεχθεί ούτε την ταπείνωση του Θεού, ούτε την ταπείνωση του Διδασκάλου, ούτε την ιδέα του μαρτυρίου του Μεσσία. Ήταν βέβαιος ότι ο Θεός θα επικρατούσε,
Ότι ο Υιός του Θεού θα αποδείκνυε την δόξα του, ότι η Βασιλεία θα εγκαθίστατο με πυγμή.
Διεμαρτυρήθη στον Ιησού
Όταν τους μίλαγε για το πάθος,
Όταν θέλησε να τους πλύνει τα πόδια
Ταπεινωνόμενος σαν δούλος.
Και τώρα δίπλα στον κόκκορα της αυγής, ο Πέτρος κλαίει,
Κλαίει με πικρό δάκρυ,
Ως ο πρώτος αμαρτωλός που μετανοεί και συγχωρείται απο τον Ιησού, αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να ηγηθεί με την αγάπη, όχι με την δόξα,
Χωρίς χρυσό ή άργυρο,
Πλένοντας τα πόδια στους αδελφούς,
Προσφέροντας την ζωή
Δούλος των δούλων του Κυρίου.
Ιησού, Υιέ του Ανθρώπου,
Φαντάζει τόσο εύκολο για τον καθένα μας να σ’ αρνηθεί:
Να πούμε ότι δεν σε γνωρίζουμε, ούτε σαν Υιό του Θεού, ούτε σαν Ιουδαίο, ούτε σαν τον πλησίον.
Χάρισέ μας δάκρυα μετανοίας.
Ο Ιησούς καταδικάζεται απο τον Πιλάτο, (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15, 6.11-15)
Λίγες μέρες πρίν ο Ιησούς εισήλθε θριαμβευτής στην Ιερουσαλήμ,εισήλθε σαν Βασιλεύς.
Τώρα ο όχλος κραυγάζει τον θάνατό του:
Άρον, άρον, Σταύρωσον Αυτόν.
Ο πιλάτος ο κυβερνήτης, γνωρίζει την αθωότητα του Ιησού,
Γνωρίζει ότι δεν παρέβη τον νόμο.
Μα γνωρίζει επίσης ότι δεν μπορεί να απογοητεύσει τις μάζες
Για να διασώωσει την εξουσία του Καίσαρος.
Όπως τότε έτσι και σήμερα.
Σε πόσες άραγε «λειτουργίες» φάρσα έχουμε συμμετάσχει:
Μακάβριες τελετές στις οποίες οι όχλοι υποκλινόταν μπροστά στην εξουσία των βασανιστών του πλησίον μας,
Πόσες φορές σιωπήσαμε μπροστά στους καταδικασμένους χωρίς δίκη, στα Άουσβιτς, στα γκουλάγκ, στους ορυζώνες της Καμπότζης και της Κίνας, στα δάση του Αμαζονίου.
Ας ελευθερωθεί ο εγκληματίας,
Ας καταδικασθεί ο αθώος που μας ενοχλεί και μόνον να τον βλέπουμε!
Κραυγές των όχλων σ’ όλες τις εποχές
Που πίσω τους αναγνωρίζουμε την φωνή της εξουσίας,
Του πολιτικού ολοκληρωτισμού που την διευθύνει,
Για να πνίξει την φωνή των φτωχών,
Των καταδεδιωγμένων, των καταπιεσμένων,για να σβήσει για πάντα ο διάλογος της ψυχής με τη συνείδηση των ανθρώπων.
Αντί του Ιησού που σαρκώνει τον Υιό του Θεού Πατρός και του Ανθρώπου, αντί της πορείας ειρήνης, ταπείνωσης και ελέους
Προτιμάται αυτός που έγινε ο υιός του Πατρός, Βαραβάς, (Bar-Abba), ο δρόμος του εγκλήματος, της παρανομίας, του φόνου.
Ναι! Ο Ιησούς είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος που θα καλύψει με το θάνατό του τα εγκλήματα της εξουσίας.
Σταύρωσον Αυτόν!
Αλλά ο αποδιοπομπαίος τράγος μετατρέπεται στον αμνό τον αίροντα τας αμαρτίας του κόσμου δια της ελευθερίας που του δίδει η αγάπη.
Θα μπορούσε να τους συντρίψει με ένα του βλέμμα,
Ρίχνοντας πάνω τους ποταμούς φωτιάς
Αλλά υπέμεινε τον θάνατο σαν άνθρωπος.
Αυτό είναι το πραγματικό θαύμα, η αποδοχή του θανάτου, η αγάπη.
Γι αυτό λοιπόν δεν έχω ανάγκη την ανάσταση και τη βασιλεία του για να τον αγαπήσω με όλη μου την δύναμη της αδύναμης ανθρώπινης καρδιάς μου...
Τον λατρεύω σήμερα, αυτή την θλιμμένη Παρασκευή, αυτή την ημέρα, αυτή την ώρα του θανάτου Του.
Ιησού, Πατέρα, Αδελφέ και Βασιλέα,
Υποκρισία, απληστία και ψεύδος μας κυριεύουν:
Κι έτσι ο δίκαιος και ο αθώος διώκονται.
Εως πότε Κύριε, έως πότε;
Ο Ιησούς μαστιγώνεται και περιβάλλεται στέφανον εξ ακανθών. (κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15, 16-20)
Δεν αρκεί η καταδίκη, απαιτείται ο εξευτελισμός η ταπείνωση.
Ο Μεσσίας ο Βασιλεύς του Ισραήλ Γίνεται ο τελευταίος, ο κατάπτυστος, ο περιφρονούμενος απο τους ανθρώπους, ο άνθρωπος του πόνου που γνωρίζει το μαρτύριο.
Ενδεδυμένος την βασιλική πορφύρα,
Περιτεθείς τον στέφανον εξ ακανθών,
Λοιδορείται, βασανίζεται.
Αυτό το πρόσωπο που στο Θαβώρ
Έλαμψε ως ο ήλιος,
Αυτό το πρόσωπο που μετεμορφώθη,
Σήμερα εδώ, αυτές τις ώρες, στο χλωμό φώς
Μιάς αυλής σβήνει...
Το πρόσωπο του Ιησού,
Εικών του αοράτου Θεού,
Υπόσχεση του προσώπου που αναμένει κάθε άνθρωπο,
Μετεβλήθη στο πρόσωπο του δούλου,
Αυτού που στερείται προσώπου,
Μετεμορφώθη στην εικόνα εκείνου που στερείται κάθε ανθρώπινης ιδιότητος.
Συντρίβεται το όνειρο, η ψευδαίσθηση
Ενός Μεσσία ισχυρού και εκδικητή,
Ενός Θεού που επιβάλλει
Και υποχρεώνει στόν άνθρωπο
Την αναγνώρισή του.
Ο Ιησούς σήμερα αποδεικνύεται περισσότερο απο ποτέ Θεός,
Περισσότερο απο ποτέ ότι είναι το πρόσωπο του Θεού:
Εδώ στο Πραιτώριον περισσότερο απο ότι στο Θαβώρ.
Το πρόσωπον εκείνου που ταπεινώνεται
Και δεν εκδικείται,
Το πρόσωπον εκείνου που αγαπά τόσον που δέχεται χτυπήματα
Και δεν ανταποδίδει,
Το πρόσωπον εκείνου που χάνει την ταυτότητα του
Για να αναγνωρισει την ταυτότητα του πλησίον.
Κύριε, ποιό είναι το πρόσωπόν σου που αναζητούμε;
Σε ποιό πρόσωπον θέλουμε να σε αναγνωρίσουμε;
Κύριε Ιησού Χριστέ, Εικόνα του Θεού του Αοράτου,
Ημείς αναζητούμε το πρόσωπόν σου, Το πρόσωπον του Θεού, το πρόσωπον του αληθώς ανθρώπου.
Βοήθησέ μας να σε αναγνωρίσουμε στο πρόσωπον του πλησίον μας που υποφέρει.
Ο Σίμων ο Κυρηναίος βοηθά τον Κύριο να σηκώσει τον Σταυρό Του (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15, 20-21)
Αρχίζει το πραγματικό μονοπάτι του σταυρού. O Ιησούς όμως συντετριμμένος καταρρέει κάτω απο το βάρος του σταυρού του ατιμωτικού θανάτου και του μαρτυρίου του.
Ο Ιησούς μεταφέρει το σταυρό του,
Πρώτος απο εκείνους που επιστρέφουν μεταννοούντεςστον Θεο. Εκείνος που είπε: «Οστις θέλει οπίσω μου ελθείν άρον τον σταυρόν αυτού και ακολούθει μοι» ανοίγει σήμερα πρώτος τον δρόμο.
Αλλά κανείς απο τους ηγαπημένους μαθητές δεν βρίσκεται πίσω του: Εφυγαν όλοι, εκρύβησαν απο τον φόβο. Ομως υπάρχει ένας Ιουδαίος ο Σίμων ο Κυρηναίος που επέστρεψε σήμερα στη γή του Ισραήλ, στις πύλες της Ιερουσαλήμ.
Γυρνάει άραγε στο σπίτι του; Ανεβαίνει στο Ναό για το Πάσχα; Δεν γνωρίζει τίποτε για τον Ιησού, ούτε για τα τεκταινόμενα.
ΟΙ φρουροί τον πλησιάζουν, τον υποχρεώνουν να μεταφέρει τον σταυρό, έναν σταυρό που δεν είναι δικός του, τον σταυρό του Κυρίου.
Εκείνον μόνον απο το πλήθος που παρακολουθεί. Έναν Ιουδαίο, ακόμη έναν Ιουδαίο. Ο Σίμων δεν αρνείται ούτε κρύβεται στο πλήθος για να φύγει, υποχρεώνεται να κουβαλήσει-όπως τόσοι ανάμεσά μας-ένα σταυρό που δεν είναι δικός τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι κουβαλούν τον σταυρό του Κυρίου τους...όπως τόσοι που δεν γνωρίζουν ούτε το όνομα του σταυρού, στην καθημερινή κούραση, την δυστυχία και τον πόνο της ζωής.
Ο Σίμων δέχεται να άρει εκείνο τον Σταυρό, τον Σταυρό ενός αγνώστου απο συμπάθεια σ’ εκείνο τον συντετριμμένο άνθρωπο που κατέρρευσε εμπρός του.
Στο Πρόσωπο του Ιησού αναγνωρίζει έναν άλλον συνάνθρωπόν του, ημιθανή, καταδικασμένο, βασανισμένο, κυνηγημένο: έναν άνθρωπο που χρειάζεται βοήθεια.
Πόσοι Σίμωνες Κυρηναίαοι μέσα στον κόσμο: Ισως και να μην είναι χριστιανοί, ίσως να μην γνωρίζουν τον Χριστό, αλλά είναι άνθρωποι που αναγνωρίζουν στον πόνο του άλλου την δική τους ανθρώπινη υποχρέωση, φτωχοί άνθρωποι που βοηθούν φτωχούς ανθρώπους.
Μιά μέρα ο Κύριος θα θυμηθεί αυτή την βοήθεια που αυτοί προσέφεραν στον συνάνθρωπο, για τον σταυρό που βοήθησαν να κουβαληθεί.
Τότε θα του απαντήσουν: «μα ποτε Κϋριε σε βοηθήσαμε να άρεις τον Σταυρόν Σου;» Ο δέ Κύριος θα τους πεί: «κάθε φορά που κουβαλήσατε τον σταυρό ενός εκ των ελαχίστων τον ιδικόν μου Σταυρόν άρατε ως άλλοι Σιμωνες Κυρηναίοι.
Κύριε και Θεέ μας, δούλε και Υιέ του Πατρός Και εμείς κουβαλάμε τον σταυρό και κάποτε δεν το γνωρίζουμε κάν:
Τον σταυρό του θανάτου μας, του αινίγματος της αμαρτίας, το μυστήριο της ζωής.
Για τον καθένα μας Εσύ Κύριε είσαι καθημερινά ο Σίμων ο Κυρηναίος.
Ο Χριστός Σταυρώνεται (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15, 22-27)
Γολγοθάς-κρανίου τόπος: εκεί ευρίσκεται κατα την παράδοση το κρανίου του Αδάμ, του ανθρώπου. Στον τόπο που πέθανε ο Αδάμ ο πρώτος άνθρωπος, πεθαίνει σήμερα ο νέος Αδάμ, ο Ιησούς.
Ο Αθώος κρεμάται στο ξύλο.
Κρεμάται ανάμεσα σε ουρανό και γή,
Κρεμάται ανάμεσα σε δύο εγκληματίες.
Ο θάνατος του Σταυρού, θάνατος των καταραμένων απο Θεό και ανθρώπους,
Θάνατος για εκείνους που η κοινωνία ήθελε να ξεχάσει...
Οι περαστικοί βλαστημούν εκείνον που ανέστησε νεκρούς,
Οι «ευσεβείς» ιερείς ασχημονούν κατα εκείνου που έσωσε άλλους,
Οι κακοποιοί προσβάλλουν εκείνον που έζησε κάνοντας μόνον το καλό: «Δείξε μας τώρα άν είσαι ο Μεσσίας , επέβαλλε τη θέλησή σου στους ανθρώπους με δύναμη και δόξα!»
Κι όμως αυτά τα τρυπημένα χέρια θέλουν να τα φιλήσουν όλοι, ακόμη και οι εχθροί που τα τρύπησαν, ακόμη και οι διώκτες που τον εσταύρωσαν.
Ο καθένας μας, πιστός ή όχι οδεύει προς τον θάνατο, που όταν τον συναντήσει θα συναντηθεί με τον Ιησού που τον συνάντησε πρίν απο όλους: Θα τον συναντήσει να έχει τα χέρια του ανοιχτά έτοιμον να αγκαλιάσει όλη την ανθρωπότητα απο την οποία ουδείς-ούτε και ο θάνατος μπόρεσε να τον χωρήσει.
Αυτή είναι ή αίτησή του προς τον Πατέρα,
Αίτηση που διετυπώθη με παρρησία
Αίτηση που διετυπώθη με την ανίκητη δύναμη της αγάπης.
Επέτρεψε σε όλους Πατέρα μου να με προσκηνύσουν νεκρό. Και στον φονηά και στον ληστή και στην πόρνη και στον βλάσφημο. Και δώς τους άφεση και συνείδηση της αμαρτίας τους για να επιστρέψουν σε σένα.
Ο Χριστός στο σταυρό. Τα πόδια αγγίζουν τη γή. Οι τρείς σταυροί βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Ο Χριστός δεν βρίσκεται στη μέση, είναι ο τριτος εσταυρωμένος.
Η μαύρη γενειάδα πέφτει στο πρόσωπο. Το πρόσωπο δεν είναι η εξειδανικευμένη μορφή των ζωγράφων. Είναι πρόσωπο αποστεωμένο, σκληρό, πρόσωπο εβραϊκό.
Αυτό το πρόσωπο δεν το βλέπω και θα επιμένω να το αναζητώ μέρι την τελευταία μέρα της πορείας μου στη γή.
Ιησού Εσταυρωμένε, ακομη και στον θάνατο, τον θάνατο των καταραμένων στο σταυρό, μας αγκαλιάζεις.
Τα χέρια σου ανοιχτά μοιάζουν να θέλουν να αγκαλιάσουν όλη την πλάση.
Σε αντικρύζουμε ντροπιασμένοι απο το βάρος της αμαρτίας μας, η αγκαλιά σου θα μας εξιλεώσει.
Ο Ιησούς πεθαίνει στον Σταυρό. (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15, 33-39)
Απεσταλμένος του Θεού για τους ανθρώπους, Ο Ιησούς επιστρέφει στον Θεό.
Ιδού ο θάνατος, το τέλος του ανθρώπου:
Για τον Ιησού θάνατος βίαιος, τον συναντά στο μέσον της ζωής.
Ο θάνατος είναι εκεί, αλλά που είναι ο Θεός;
Ο Ιησούς φωνάζει, προσεύχεται, καλεί...
Στον Ιορδάνη την ώρα της βάπτισης ο Πατήρ ενεφανίσθη: «Ιδού ο Υιός μου ο αγαπητός!...»
Στο Θαβώρ την ώρα της Μεταμόρφωσης, οι μαθηταί ήκουσαν την ίδια φωνή.
Στον Γολγοθά την ώρα του θανάτου, η φωνή του Θεού είναι η σιωπή: Ο Θεός σιωπά, όπως και ο Ιησούς στο μαρτύριο.
Ο Ιησούς τον καλεί: «Θεέ μου Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες;»
Στην αγωνιώδη αυτή επίκληση σαρκώνονται όλες οι αμφιβολίες μας, όλες μας οι δυσπιστίες, όλες μας οι απομακρύνσεις.
Ο Ιησούς μας έδειξε τον δρόμο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Υπήρξε μαζί μας μέχρι το τέλος, προσέγγισε ακόμη και την μικρότερη αδυναμία μας, έφτασε μέχρι εκεί που στην ψυχή μας δεν υπάρχει ο Θεός.
Αυτός είναι ο Σταυρός, το σκάνδαλο του Σταυρού, ο τόπος του μαρτυρίου του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ο Κύριος πεθαίνει με μιά φωνή, μιά κραυγή αγωνίας προς τον ουρανό, μιά φωνή που πρίν απο εμάς συγκέντρωσε όλες τις επιθανάτιες αγωνίες κάθε ανθρώπου στη γή: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;»
Χριστέ μου, Αγάπη άχρι θανάτου,
Κατήλθες έως του Άδου,
Όπου δεν υπάρχει Θεός, όπου απουσιάζει η χάρις,
Και ανέστης θριαμβευτής,
Ενίκησες για όλους μας.
Οι γυναίκες στον Γολγοθά (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15,40-41)
Μόνον μερικές γυναίκες παρακολουθούν απο μακρυά το μαρτύριο και το πάθος του Κυρίου. Μερικές γυναίκες που τον ακολουθήσαν απο την Γαλιλαία, έως την Ιερουσαλήμ, είναι μαθήτριες δίπλα απο τους μαθητές στην μικρή μετακινούμενη κοινότητα του Χριστού. Οι μαθητές έφυγαν και κρύφτηκαν, οι γυναίκες όμως όχι!
Με αφοσίωση ακολούθησαν τον Διδάσκαλο και προφήτη τους μέχρι τον θάνατο.
Κατά τη διάρκεια όλης της επίγειας πορείας τους ο Ιησούς υπερασπίστηκε τη γυναίκα, την άκουσε, την υποδέχθηκε σαν ίσος προς ίσον σε μια κοινωνία που την θεωρούσε λίγο καλύτερα απο ένα ζώο, την παρηγόρησε, την υποστήριξε.
Καμμιά γυναίκα δεν υπήρξε εχθρός του Ιησού, Ο Διδάσκαλος ουδέποτε επιτίμησε τις γυναίκες όπως το έκανε στους ιερείς τους γραμματείς και τους ανθρώπους του ναού.
Ανάμεσα στις γυναίκες μοναδικούς μάρτυρες του μαρτυρίου και του θριάμβου της ταπείνωσης του διδασκάλου, βρίσκεται η μητέρα του Ιησού, μάρτυρας αιώνιος της αγάπης που γεννιέται, δίπλα της βρίσκεται μόνος ο μαθητής ο ηγαπημένος ο Ιωάννης, μάρτυρας αιώνιος της αγάπης που δεν θνήσκει.
Ελάχιστα έχουν γραφεί γι αυτή την παρουσία των γυναικών στο πάθος του Κυρίου. Άραγε μάθαμε έστω και σήμερα να αναγνωρίζουμε αυτή την διακριτική παρουσία την γεμάτη αγάπη στην εκκλησία μας και τις κοινωνίες μας;
Ιησού, Δίκαιε και Άμωμε, εσύ θα βρίσκεσαι επι του σταυρού μέχρι το τέλος των ημερών:
Υπάρχουν αυτοί που σε αντικρύζουν με αγάπη και κλαίνε,
Υπάρχουν κι αυτοί που σε κοιτάζουν και δεν σε βλέπουν.
Κι εμείς, εμείς σε βλέπουμε άραγε όλες τις ημέρες της ζωής μας;
Ο Ιησούς τίθεται στο μνημείο (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15,42-46)
Το βράδυ αυτής της αγίας ημέρας, Παρασκευή 7 Απριλίου του έτους 30, το σώμα του Ιησού, όπως το σώμα κάθε θνητού, τίθεται στο μνήμα.
Ο Ιωσήφ ο απο Αριμαθαίας, μέλος του Συνεδρίου, ζητά απο τον Πιλάτο το σώμα του Κυρίου: κατεβάζει το άγιο σώμα χωρίς ψυχή απο τον σταυρό, το τυλίγει στο σάββανο και το εναποθέτει σε μνήμα σκαμμένο στο βράχο. Κι ένας βράχος φράζει το μνημείο.
Τέλειωσαν άραγε όλα;
Τέλειωσαν μ΄ένα προβλέψιμο, λογικό τρόπο;
Τέλειωσε λοιπόν έτσι μιά ιστορία που για πολλούς ήταν η ιστορία του Θεού;
Το σώμα του Ιησού, χάνεται στο σκοτάδι της γής και κάθε ελπίδα φαίνεται να σβύνει για πάντα μ΄ εκείνο το σεισμό που ακολουθεί.
Με τον θάνατο του Ιησού ο ουρανός εσκοτίσθη και φαντάζει αδιαπέραστος:
Για τις γυναίκες που μοιρολογούν, για τον Ιωσήφ που περιμένει την βασιλεία τώρα δεν αντικρύζει παρά μόνον την σιωπή του Θεού.
Δύσκολα σκέφτεσαι μιά νέα αυγή.
Το σώμα του Ιησού, βασανισμένο, μαστιγωμένο, εξευτελισμένο, ταπεινωμένο, αυτό το σώμα το σημαδεμένο απο το αίμα του, αυτό το σώμα τυλιγμένο στο σάββανο, αυτό το σώμα αναπαύεται και αναμένει την φωνή του Πατρός.
Ιησού μου Λόγε και Σιωπή του Θεού Πατρός, στην ζωή σου υπήρξες λόγος και παρηγορία των αδυνάτων, στο σάββανο και την παγωνιά του μνήματος υπήρξες ελπίδα και ανάστασις των κεκοιμημένων. Άραγε μές στις κραυγές του κόσμου μας μπορούμε να ακούσουμε τον ψίθυρο της σιωπής στην αναμονή της Ανάστασης;
Η αυγή του Πάσχα (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 16,1-4)
Ακόμη και μετά απο μιά τέτοια Παρασκευή ανέτειλε το Σάββατο, ημέρα γιορτής, ημέρα ανάπαυσης, ημέρα του Θεού που σώζει. Ύστερα η αυγή της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, ημέρα που ο Θεός δημιούργησε το φώς, ημέρα που το σκότος ενικήθη.
Αλλά ακόμη και σ’ αυτή την θλίψη του σκότους, ακόμη και μέσα σ’ αυτή την σιωπή του θανάτου οι γυναίκες μαθήτριες του Κυρίου, συνεχίζουν να αισθάνονται την παρουσία του Διδασκάλου και Προφήτη, ανάμεσα τους η Μαρία απ’ τα Μάγδαλα, που ήδη είδαν την συντριβή της δικής τους σκοτίας.
Ο Ιησούς είναι νεκρός αλλά η αγάπη ζεί:
Το σώμα που αναπαύεται στο μνήμα πρέπει να αρωματισθεί, να διατηρηθεί, να προφυλαχθεί απο την σήψη και την φθορά, πρέπει να φιληθεί, πρέπει να θρηνηθεί.
Υπάρχει λοιπόν μιά αγάπη πιο δυνατή απο τον θάνατο, υπάρχει μιά αγάπη πιο δυνατή απο την κόλαση!
Τρεις γυναίκες προχωρούν προς το μνήμα, στο πρώτο χάραγμα της ημέρας μετά το Σάββατο, πιστές μυροφόρες, μα ποιός θα μετακινήσει το λίθο που στέκεται ανάμεσα στην αγάπη τους και τον Ιησού;
Κι όμως ο βράχος απεκυλήθη, κανένα εμπόδιο για μιά νέα κοινωνία εν Χριστώ Ιησού.
Επι του μνήματος ένας νέος,καθήμενος ενδεδυμένος φώς
Στο Θαβώρ τρείς άνδρες με φορέματα φωτός.
Και μία φωνή απο φώς υποδέχεται τις μαθήτριες του Κυρίου:
«Μην φοβείσθε! Ζητείτε τον Ιησού απο την Ναζαρέτ τον Εσταυρωμένο; Τι ζητείτε τον ζώντα μετα των νεκρών; Ανέστη ουκ έστιν ώδε!»
ΝΑΙ, ο Πατήρ απήντησε στον Υιό:
Το αγαθόν επεκράτησε του πονηρού, ο θάνατος κατοικήθηκε απο τον Θεό τον ζώντα, η ζωή κατατρόπωσε τον θάνατο!
Οι γυναίκες φεύγουν απο το μνημείο άφωνες: ανακοίνωση που δεν μπορεί να ανακοινωθεί, ευαγγέλιον μή αναγνώσιμο.
Για να το κοινωνήσουμε στους άλλους πρέπει μόνον να το ζήσουμε στην ελπίδα της ανάστασης.
Αναστημένε μας Ιησού, η μόνη θανάσιμη αμαρτία είναι η απιστία στην Ανάστασή σου, η απιστία στη νίκη της ζωής επι του θανάτου: στερέωσε την πίστη μας, την ελπιδα μας, το έλεός μας προς τον πλησίον.