Και αν δεν δεχθούν οι δανειστές;


Του Αγγελου Στάγκου

Οι θεατές βλέπουν το πολιτικό σκηνικό που στήνεται αυτή την περίοδο, αλλά υπάρχει...








 και ένα παρασκήνιο που δεν είναι και τόσο ορατό.

 Όπως δεν είναι αυστηρά καθορισμένοι και οι ρόλοι του θιάσου που ανεβάζει το έργο, καθώς ούτε το σενάριο είναι δεδομένο.

 Με λίγα λόγια, όλοι βλέπουμε ότι η σημερινή κυβέρνηση επιζητεί και αυτή, όπως και οι προηγούμενες επί κρίσης, πολιτική διαπραγμάτευση με τους δανειστές, εν όψει εκλογών τον Μάιο του 2014.

 Και όλοι επίσης διαπιστώνουμε ότι για να το πετύχει σκηνοθετεί ή πραγματικά επιδιώκει ρήξη με την τρόικα.

Εκείνο που δεν ξέρουμε είναι τι πραγματικά ωθεί τον Α. Σαμαρά στη ρήξη. Δεν ξέρουμε, δηλαδή, το σκεπτικό και ίσως κάποια πραγματικά δεδομένα και γεγονότα που αποτελούν το παρασκήνιο της διαμορφούμενης παράστασης.

Δεν βγαίνει το πρόγραμμα που έχουμε υπογράψει ή μήπως η κυβέρνηση αδυνατεί να προχωρήσει στην εκπλήρωση προαπαιτούμενων και μεταρρυθμίσεων για τις οποίες έχει δεσμευτεί;

 Διακρίνει ο πρωθυπουργός και μαζί το επιτελείο του, συμπεριλαμβανομένου και του Ευ. Βενιζέλου, μία καθολική αντίδραση από τους βουλευτές της συμπολίτευσης, ή έγιναν όμηροι της δικής τους ρητορικής περί «νέων μέτρων»;

Τα πιο πάνω ερωτήματα δεν είναι βέβαια τα μόνα. Υπάρχουν και άλλα όπως: Μήπως η Αθήνα έχει αποφασίσει να συμπαραταχθεί με το ΔΝΤ στην αντιπαράθεση του τελευταίου με τους Ευρωπαίους δανειστές και ειδικά με τη Γερμανία για το θέμα του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους; Μήπως ο Α. Σαμαράς προτιμά τις εκλογές με κίνδυνο να τις χάσει, παρά να βάλει την υπογραφή του σε ένα νέο πρόγραμμα στήριξης και σε αντίστοιχο μνημόνιο;

Τέλος, αισθάνεται ασφαλής, ή βλέπει κινήσεις εξωκοινοβουλευτικών κέντρων και ομάδων μέσα στο κόμμα του που θέλουν να τον ρίξουν και επιθυμεί να ξεκαθαρίσει την κατάσταση παίρνοντας μεγάλα ρίσκα;

Αγνωστο αν υπάρχει και σχέδιο Β, ανάλογα με την κατάληξη της έντασης που καλλιεργείται με την τρόικα. Τις απαντήσεις θα τις δώσουν οι εξελίξεις.

 Ωστόσο, μπορούν να επισημανθούν τώρα κάποια πράγματα που αφορούν τη στάση της άλλης πλευράς, για να μη βρεθεί η χώρα προ δυσάρεστων εκπλήξεων, αν η αντιπαράθεση φτάσει στα άκρα.

 Πολύ συχνά η ελληνική πολιτική τάξη, σε αγαστή σύμπνοια με τα μίντια που δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα στην κοινή γνώμη, λειτουργεί με εσωστρέφεια, ερήμην και αγνοώντας, τόσο τη βούληση, όσο τις αρχές, τις θέσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η άλλη πλευρά.

 Εν προκειμένω οι δανειστές, από τους οποίους εξαρτάται σε απόλυτο σχεδόν βαθμό η δική μας χώρα.

Δεν είναι ευχάριστος ο ρόλος του δικηγόρου του διαβόλου, έστω με επισημάνσεις και ερμηνείες της στάσης που τηρούν οι «απέναντι».

 Ωστόσο, δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι βασική αρχή γι’ αυτούς είναι η τήρηση των υπογραφών και των συμφωνιών για να υπάρχει στοιχειώδης διεθνής τάξη.

Γι’ αυτούς είναι αδιανόητο ότι ένα κράτος μπορεί να συμφωνεί και να υπογράφει τη μία στιγμή για να βγει από αδιέξοδο και μία άλλη στιγμή να ζητάει πολιτική αναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας, επειδή αρνείται να την τηρήσει.

Από εκεί και πέρα, είναι σαφές ότι οι ξένοι αφενός, καλώς ή κακώς, επιμένουν ότι μόνο με την αυστηρή εφαρμογή του προγράμματος έχει ελπίδες -μετά κόπων και βασάνων αναμφίβολα- να βγει η Ελλάδα από την κρίση και αφετέρου διαπιστώνουν με τρόμο μία μόνιμη τάση της Αθήνας να υπόσχεται όπως τον παλιό κακό καιρό.

 Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μοιρασιά του πλεονάσματος.

Αναγκαίο να τονισθεί ακόμη ότι οι κυβερνήσεις των εταίρων είναι υποχρεωμένες να λαμβάνουν υπ’ όψιν δικές τους εσωτερικές ισορροπίες και να λογοδοτούν στα Κοινοβούλιά τους, σε εποχή άνθησης του ευρωσκεπτικισμού.

 Με αυτή την έννοια λοιπόν είναι αμφίβολο αν θα δεχθούν να υποκαταστήσουν την οικονομική πραγματικότητα με την πολιτική, έστω και αν έτσι υπονομεύουν την κυβέρνηση. Φυσικά, μία τέτοια συμπεριφορά απέναντι στον Α. Σαμαρά, δεν θα αλλάξει απέναντι στον Α. Τσίπρα, αν πάρει την εξουσία...