Καθώς συμπληρώνονται δύο ...
χρόνια από τη βύθιση του «Αγία Ζώνη ΙΙ», και την εκτεταμένη ρύπανση που προκάλεσε στον Σαρωνικό, οι ευθύνες για το ναυάγιο και κυρίως την οικολογική καταστροφή αναζητούνται από τον εισαγγελέα Πειραιώς, ο οποίος έχει παραγγείλει τακτική ανάκριση για το ζήτημα, που διενεργείται από τον 5ο τακτικό ανακριτή.
Η διαδικασία είναι σε εξέλιξη και, όταν ολοκληρωθεί το έργο του ανακριτή, ο εισαγγελέας θα κρίνει αν και ποιες κατηγορίες θα απευθύνει και σε ποιους.
Εκθέσεις όμως ειδικών που φέρνει τώρα στη δημοσιότητα η «Κ», και οι οποίες αυτονόητα έχουν διαβιβαστεί αρμοδίως στη Δικαιοσύνη, μιλούν για ναυτικό ατύχημα «που οφείλεται σε εκ προθέσεως πράξεις και παραλείψεις και εξ αμελείας αντίστοιχα», τις οποίες αποδίδουν σε πρόσωπα της πλοιοκτήτριας εταιρείας αλλά και στις εταιρείες που ανέλαβαν τη στεγανοποίηση, την απάντληση του φορτίου και την αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας και των ακτών. Πρόκειται για την έκθεση 111/2018 του Γ΄ Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων (ΑΣΝΑ) για το ναυάγιο, το περιεχόμενο της οποίας παρέμενε έως τώρα άγνωστο στο ευρύ κοινό, αν και ολοκληρώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους.
Επισημαίνεται πως η έκθεση έχει συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό χαρακτήρα και δεν γεννά συνέπειες, ενώ ο καταλογισμός των όποιων ευθυνών θα γίνει από τη Δικαιοσύνη.
Αποχρώσες ενδείξεις
Η ρύπανση που προκλήθηκε ύστερα από τη βύθιση του ηλικίας 45 ετών δεξαμενόπλοιου ανεφοδιασμού καυσίμων «Αγία Ζώνη ΙΙ» τη 10η Σεπτεμβρίου 2017 ήταν η σοβαρότερη στον ελληνικό χώρο κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Η έκθεση του Γ΄ Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων ισχυρίζεται ότι για τη βύθιση του πλοίου, που προκάλεσε μεγάλης έκτασης ρύπανση σε όλη την περιοχή του Αργοσαρωνικού, υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, από τις οποίες συμπεραίνεται ότι συγκεκριμένες ενέργειες συντελέστηκαν βάσει σχεδίου προκειμένου να αποκομιστεί οικονομικό όφελος, όπως η λήψη της ασφαλιστικής αποζημίωσης και των ειδικών αποζημιώσεων για το κόστος των εργασιών, υλικών και μέσων απορρύπανσης από το Πράσινο Ταμείο.
Το ευρύτερο ζήτημα της ασφάλειας στη θάλασσα προτάσσεται από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον υπουργό Ναυτιλίας Γιάννη Πλακιωτάκη ως μία από τις πέντε κορυφαίες προτεραιότητες του κλάδου.
Κύκλοι του υπουργείου αναφέρουν στην «Κ» πως ήδη από τις πρώτες ημέρες ο υπουργός έχει καταστήσει σαφές στο διοικητικό προσωπικό και στις υπηρεσίες του υπουργείου τη σημασία που δίδει στο θέμα, καλώντας όλους να επαγρυπνούν.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΑΣΝΑ, η βύθιση του δεξαμενόπλοιου οφείλεται σε «ενέργεια που έλαβε χώρα επί του πλοίου» και αναφέρεται στο άνοιγμα «των επιστομίων θαλάσσης/ερματισμού», στον τρόπο διαρροής πετρελαίου στη θάλασσα, στην αποφυγή ενημέρωσης των λιμενικών αρχών, όπως επίσης και στην ανάθεση των εργασιών απορρύπανσης από την πλοιοκτήτρια εταιρεία σε συγκεκριμένη εταιρεία, η οποία στη συνέχεια με ιδιωτικό συμφωνητικό ανέθεσε μεγάλο τμήμα του σε τρίτη εταιρεία, και ειδικότερα το έργο της θαλάσσιας απορρύπανσης και του καθαρισμού των ακτών.
Οι δύο εταιρείες, πάντα κατά την έκθεση του ΑΣΝΑ, ήταν αυτές που είχαν άμεση επικοινωνία με τον πλοιοκτήτη προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους.
Όμως, στην έκθεση επισημαίνεται πως η σφράγιση των ανοιγμάτων των δεξαμενών φορτίου (καπάκια στομίων και θυρίδων επιθεώρησης) ολοκληρώθηκε σε περισσότερες από δύο ημέρες μετά τη βύθιση, ενώ η απάντληση των πετρελαιοειδών του «Αγία Ζώνη ΙΙ» ολοκληρώθηκε την 29η Σεπτεμβρίου, δηλαδή 19 ημέρες μετά τη βύθιση.
Οι αναφερόμενοι αυτοί χρόνοι, όπως προκύπτει από την έκθεση του ΑΣΝΑ, αξιολογούνται ως μεγάλοι, ειδικά για ένα συμβάν που έγινε κοντά στις προσβάσεις του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας, όπου μέσα και υποδομές είναι εύκολα και γρήγορα διαθέσιμα.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από τη βύθιση του πλοίου, σύμφωνα και με τα στοιχεία του υπουργείου Ναυτιλίας, η ποσότητα του φορτίου που συλλέχθηκε από την επιφάνεια της θάλασσας ήταν 142 κυβικά μαζούτ, ενώ οι ποσότητες που συλλέχθηκαν από την εταιρεία απορρύπανσης ήταν 3.554 κυβικά υγρών πετρελαιοειδών αποβλήτων και 2.240 τόνοι ρυπασμένων χωμάτων από τις ακτές, όπως ανέφερε η εταιρεία που είχε αναλάβει το έργο.
Οικονομικό όφελος
Υπονοεί, δηλαδή, το ΑΣΝΑ πως οι καθυστερήσεις ή έστω η μη σπουδή προς ολοκλήρωση του έργου ή οι ολιγωρίες από αμέλεια ήταν ικανές να μεγιστοποιήσουν το οικονομικό όφελος των εμπλεκομένων.
Η οικονομική αποτίμηση του συμβάντος αφορά περισσότερα από 230 αιτήματα αποζημιώσεων ύψους 135 εκατ. ευρώ που έχουν διαβιβαστεί προς τον Διεθνή Οργανισμό Κεφαλαίων αποζημίωσης (IOPC Fund) για αποκατάσταση ζημιών ρύπανσης και περισσότερα από 80 αιτήματα αποζημιώσεων ύψους περίπου 95 εκατ. ευρώ στο Πρωτοδικείο Πειραιά.
Επιπλέον, τα έξοδα για τη χρήση του πλοίου απορρύπανσης που λέγεται πως χρησιμοποιήθηκε με καθυστέρηση από τη στιγμή της βύθισης καλύφθηκαν σε βάρος του Δημοσίου από ό,τι υπόλοιπο είχε απομείνει στο Πράσινο Ταμείο.
Όπως επίσης προκύπτει από την έκθεση, ενώ το πλοίο εκείνη τουλάχιστον τη χρονική στιγμή ήταν αξιόπλοο, σε σύντομο χρονικό διάστημα από την ημέρα βύθισής του θα ήταν εντελώς ασύμφορο να διατηρηθεί σε ενέργεια λόγω του πολύ υψηλού κόστους επισκευών που απαιτούνταν από το ρυθμιστικό πλαίσιο εξαιτίας της ηλικίας του.
Όσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη που διέθετε το πλοίο, ήταν ύψους 5 εκατ. ευρώ για αποζημίωση ζημιών ρύπανσης, χωρίς να υπάρχει άλλη ασφαλιστική κάλυψη.
Στην πραγματογνωμοσύνη του Τμήματος Ναυπηγικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ, που συμπεριλαμβάνεται στη δικογραφία της Εισαγγελίας Πειραιά, εκτιμάται πως η βύθιση του «Αγία Ζώνη ΙΙ» οφείλεται σε ενεργοποίηση εκρηκτικών που προκάλεσαν μεγάλο ρήγμα στη δεξιά πλευρά του. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΑΪΤΑΣ
Στην αποδρομή της έκθεσης του Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων (ΑΣΝΑ), που αριθμεί 51 σελίδες, αναφέρεται χαρακτηριστικά πως «το Συμβούλιο θεωρεί τους ισχυρισμούς του εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρείας περί δολιοφθοράς τρίτων που επιβουλεύονταν τη δουλειά του στο πλοίο “Αγία Ζώνη ΙΙ” που προκάλεσε τη βύθισή του, αβάσιμους».
Όλα τα ανωτέρω κατατείνουν, σύμφωνα με την έκθεση του ΑΣΝΑ, στη διαπίστωση ότι υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις βάσει των οποίων συμπεραίνεται ότι οι «κακόβουλες / δόλιες ενέργειες» συγκεκριμένων μελών του πληρώματος, από τις οποίες προήλθε η βύθιση του πλοίου «Αγία Ζώνη ΙΙ» και προκλήθηκε η εκροή πετρελαιοειδών από το πλοίο στη θάλασσα, συντελέσθηκαν με γνώση και εντολή της πλοιοκτήτριας εταιρείας για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων.
Το ΑΣΝΑ συνεχίζει και δηλώνει πως «τα συμφέροντα που εξυπηρετήθηκαν, εν προκειμένω, προκύπτουν καταφανέστατα από τα οικονομικά οφέλη που εξήγαγαν από τη διαχείριση της αντιρρύπανσης και απορρύπανσης οι εταιρείες στις οποίες ο πλοιοκτήτης ανέθεσε τις επιχειρήσεις αυτές».
«Ενόψει τούτων, το περιουσιακό όφελος συνίσταται αφενός στη λήψη της ασφαλιστικής αποζημίωσης και αφετέρου στην αποκόμιση από το Πράσινο Ταμείο των ειδικών αποζημιώσεων για το κόστος των εργασιών, υλικών και μέσων απορρύπανσης», υπογραμμίζει και προσθέτει ότι «επομένως, υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις» βάσει των οποίων συμπεραίνεται ότι οι ενέργειες των κατονομαζομένων στην έκθεση προσώπων «συντελέσθηκαν βάσει σχεδίου σε συνεργασία με τις εταιρείες αυτές προκειμένου να αποκομίσουν οικονομικό όφελος».
Η έκθεση του ΑΣΝΑ δεν είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεσμευτικό για τη Δικαιοσύνη, αλλά προκαλεί πλήθος ερωτημάτων που αυτή διερευνά.
Το περιβαλλοντικό έγκλημα και οι αιτήσεις αποζημίωσης 229,4 εκατ.
Η πετρελαιοκηλίδα που «μαύρισε» τον Σαρωνικό τον Σεπτέμβριο του 2017 οφείλεται στη βύθιση του μικρού δεξαμενόπλοιου «Αγία Ζώνη ΙΙ» στις 10 Σεπτεμβρίου εκείνου του έτους.
Η μικρή μπάριζα, όπως λέγονται τα μικρά αυτά δεξαμενόπλοια που εφοδιάζουν με καύσιμα τα πλοία, βρισκόταν στα νοτιοδυτικά της νησίδας Αταλάντης, όταν βυθίστηκε, ενώ σε αυτήν επέβαιναν δύο μόνον άτομα πλήρωμα.
Η πετρελαιοκηλίδα ρύπαινε τις ακτές της Αττικής από τη Σαλαμίνα μέχρι τη Γλυφάδα. Το πλοίο που ναυπηγήθηκε το 1972, είχε χωρητικότητα πάνω από 3.000 τόνους, ενώ το μήκος του ήταν 95 μέτρα και το πλάτος του 13,7. Σύμφωνα με καταγγελία της Πανελλήνιας Ενωσης Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού, η κατασκευή είχε πολλά προβλήματα στο μηχανοστάσιο και οι επιδιορθώσεις τους ήταν πρόχειρες.
Το μικρό έμφορτο δεξαμενόπλοιο βυθίστηκε τα ξημερώματα της Κυριακής 10 Σεπτεμβρίου του 2017, στις 02.45, την ώρα που 9 από τα 11 άτομα του πληρώματος απουσίαζαν. Το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ανέφερε την ίδια ημέρα ότι το δεξαμενόπλοιο μετέφερε από τα διυλιστήρια του Ασπροπύργου 2.200 τόνους καυσίμου και 370 τόνους καυσίμου για ναυτιλιακές χρήσεις.
Στην 330 σελίδων πραγματογνωμοσύνη του τμήματος ναυπηγικής τεχνολογίας του ΕΜΠ, που συμπεριλαμβάνεται στη δικογραφία της Εισαγγελίας Πειραιά, εκτιμάται πως η βύθιση του δεξαμενόπλοιου οφείλεται σε ενεργοποίηση εκρηκτικών που προκάλεσαν μεγάλο ρήγμα στη δεξιά πλευρά του πλοίου.
Ειδικότερα, από τα ευρήματα της μελέτης των ελασμάτων του μεγάλου ρήγματος στη δεξιά πλευρά του πλοίου και από συγκριτική αντίστοιχη μελέτη υλικού από έλασμα που βρέθηκε μακριά από το ρήγμα, συμπεραίνεται πως «η επίμαχη περιοχή φέρει χαρακτηριστικά αστοχίας που σχετίζονται με θραύση εξαιτίας πολύ μεγάλου ρυθμού παραμόρφωσης των ελασμάτων της, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας».
Τον Δεκέμβριο του 2017 ο πλοιοκτήτης του «Αγία Ζώνη ΙΙ» είχε πει στην «Κ» ότι ο τρόπος με τον οποίο είχε παραμορφωθεί η λαμαρίνα του κύτους του σκάφους, προς τα μέσα, ενίσχυε την ένδειξη βομβιστικής ενέργειας που οδήγησε στη βύθιση του πλοίου.
Στο κουφάρι του πλοίου βρέθηκε ένα ρήγμα, ενός επί ενάμισι μέτρου, στη δεξιά πλευρά του, κάτω από την ίσαλο γραμμή.
Στο σημείο αυτό η λαμαρίνα του πλοίου έχει λυγίσει με φορά προς τα μέσα. Ορισμένα μέλη του συνεργείου ανέλκυσης του πλοίου, με μεγάλη εμπειρία σε παρόμοιες επιχειρήσεις, δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο το ρήγμα να προκλήθηκε από πρόσκρουσή του σε κάποιον βράχο την ώρα της βύθισης.
Πάντως, το Γ΄ Ανακριτικό Συμβούλιο Ναυτικών Ατυχημάτων (ΑΣΝΑ) δεν συνδέει τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου με εσκεμμένη ενέργεια ανταγωνιστικών συμφερόντων του πλοιοκτήτη, αλλά ισχυρίζεται πως ήταν προμελετημένη από ίλια συμφέροντα και τη συνδέει με την επικείμενη ασύμφορη, λόγω ηλικίας, λειτουργία του πλοίου και άλλα συμφέροντα.
Σύμφωνα µε το έγγραφο της Γραμματείας του Οργανισμού IOPC Funds που επικαλείται το ΑΣΝΑ, μέχρι τον Οκτώβριο του 2018 είχαν υποβληθεί προς τον Οργανισμό συνολικά 233 αιτήματα αποζημίωσης, ύψους περίπου 135 εκατ. ευρώ, ενώ η διαδικασία υποβολής και αξιολόγησης αιτημάτων ήταν σε εξέλιξη.
Επίσης, μέχρι την 5η Μαΐου του 2018, που αποτέλεσε καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή αιτημάτων αποζημίωσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά, είχαν υποβληθεί 84 αιτήματα συνολικού ύψους 94,4 εκατ. ευρώ. Ήτοι αθροιστικά 229,4 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μέχρι τις αρχές του 2019 το IOPC Funds, που στηρίζεται από 115 κράτη, είχε εγκρίνει κυρίως προκαταβολές σχετικά μικρών ποσών –ύψους 10 εκατ. ευρώ– και εξέταζε μία σειρά από αιτήματα, ενώ άλλα τα είχε ήδη απορρίψει.