Κάτω από τη βάση οι Ελληνες μαθητές στον PISA


Τι είναι σημαντικό να ...


γνωρίζουν και να είναι σε θέση να κάνουν οι μαθητές που ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση; 

Πόσο προάγει αυτούς τους στόχους το εκπαιδευτικό σύστημα κάθε χώρας; Πρόκειται για τα βασικά ερωτήματα που θέτει το διεθνές πρόγραμμα PISA (Programme for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ, το οποίο «μετράει την ικανότητα των 15χρονων μαθητών να εφαρμόζουν γνώσεις και κυρίως δεξιότητες στις Φυσικές Επιστήμες, στα Μαθηματικά και στην Κατανόηση Κειμένου ώστε να είναι σε θέση να συμμετέχουν ενεργά στη σύγχρονη κοινωνία», όπως λένε οι ειδικοί του ΟΟΣΑ. 

Η απάντηση για τους Ελληνες μαθητές είναι απογοητευτική, αποτυπώνοντας το τέλμα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Βαθμολογήθηκαν κάτω από τη βάση και στα τρία τεστ. Μάλιστα, ένας Ελληνας μαθητής, για να φθάσει στο επίπεδο ενός μαθητή από τη Σιγκαπούρη, οι μαθητές της οποίας πρώτευσαν και στα τρία τεστ, πρέπει να καθίσει στο θρανίο επιπλέον 2,5 χρόνια!

Ειδικότερα, ο διαγωνισμός PISA διεξάγεται ανά τριετία, με διαφορετικό κύριο αντικείμενο κάθε φορά και σύμφωνα με συγκεκριμένες και αυστηρές προδιαγραφές οι οποίες ακολουθούνται από όλες τις συμμετέχουσες χώρες προκειμένου να διασφαλιστούν η εγκυρότητα και η αξιοπιστία του. Το κύριο αντικείμενο αξιολόγησης για το PISA 2015 ήταν οι Φυσικές Επιστήμες. 

Tι σημαίνει πρακτικά η δεξιότητα στις Φυσικές Επιστήμες; Οπως εξήγησε στην «Κ» η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου, εθνική διαχειρίστρια του PISA στην Ελλάδα, «ένας πολίτης με υψηλό επίπεδο εγγραμματισμού στις Φυσικές Επιστήμες λαμβάνει ενεργά μέρος σε έναν εμπεριστατωμένο δημόσιο διάλογο σε θέματα επιστήμης και τεχνολογίας. 

Προκειμένου να γίνει αυτό, απαιτείται ο πολίτης να έχει την ικανότητα να εξηγεί φαινόμενα με επιστημονικό τρόπο, να αξιολογεί και να θέτει επιστημονικά ερωτήματα και να ερμηνεύει με επιστημονικό τρόπο δεδομένα και στοιχεία. 

H κατανόηση των Φυσικών Επιστημών, καθώς και της τεχνολογίας που βασίζεται σε αυτές, είναι απαραίτητη όχι μόνο για αυτούς των οποίων η επαγγελματική σταδιοδρομία βασίζεται άμεσα σε αυτές, αλλά επίσης για κάθε πολίτη ο οποίος επιθυμεί να λαμβάνει τεκμηριωμένες αποφάσεις σε σχέση με πολλά επίμαχα και αμφιλεγόμενα ζητήματα – από πιο προσωπικά, όπως η υγιεινή διατροφή, έως πιο γενικά όπως η διαχείριση των αποβλήτων στις μεγάλες πόλεις, και παγκόσμια ζητήματα, όπως το κόστος και τα κέρδη από γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες ή ο μετριασμός των καταστροφικών συνεπειών της υπερθέρμανσης του πλανήτη».

Στον διαγωνισμό μετείχαν 72 χώρες (35 χώρες του ΟΟΣΑ και 37 συνεργαζόμενες χώρες) και αξιολογήθηκαν περίπου 540.000 μαθητές, οι οποίοι αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα 29 εκατομμυρίων 15χρονων μαθητών από τα σχολεία των 72 χωρών. Από την Ελλάδα μετείχαν περίπου 5.500 15χρονοι μαθητές, από 212 δημόσια και ιδιωτικά σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Για την Ελλάδα τα αποτελέσματα είναι τα εξής:

• Στις Φυσικές Επιστήμες, όπου δόθηκε το βάρος, οι Ελληνες μαθητές έφεραν τη χώρα μας στην 43η θέση. Με βάση τα ποιοτικά δεδομένα, οι Ελληνες βαθμολογήθηκαν με 455 βαθμούς, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 493 βαθμοί και η πρώτη Σιγκαπούρη –πρώτευσε και στους τρεις τομείς– πήρε 556 βαθμούς. 

Η Ελλάδα κατατάσσεται στην ομάδα των χωρών με χαμηλότερη επίδοση από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ και με στατιστικά σημαντική διαφορά. Η Σλοβακία, η Χιλή και η Βουλγαρία είναι οι χώρες των οποίων η επίδοση δεν παρουσιάζει στατιστικά σημαντική διαφορά από την ελληνική. 

Το 2006, που κύριο γνωστικό αντικείμενο ήταν πάλι οι Φυσικές Επιστήμες, ο μέσος όρος της Ελλάδος ήταν καλύτερος από το 2015, στις 473 μονάδες. Από τις χώρες της Ευρώπης, χαμηλότερη επίδοση από την Ελλάδα είχαν οι Ρουμανία, Κύπρος, Μολδαβία, Αλβανία, Τουρκία, Μαυροβούνιο, Γεωργία, FYROM, Kόσοβο.

• Στα Μαθηματικά, η Ελλάδα κατετάγη 43η, οι Ελληνες μαθητές βαθμολογήθηκαν με 454, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι στους 490 βαθμούς και η Σιγκαπούρη είχε 564 βαθμούς.

• Στην Κατανόηση Κειμένου, η Ελλάδα κατετάγη 41η, με 467 βαθμούς, τον μέσο όρο στους 493 βαθμούς και τη Σιγκαπούρη με 535 βαθμούς.

Υπάρχουν βεβαίως και διαχρονικά στοιχεία που αποδεικνύουν την πορεία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Το πιο εμφατικό: από το 2000, όταν έγινε ο πρώτος διαγωνισμός PISA, έως σήμερα, οι επιδόσεις της Ελλάδας και στα τρία πεδία δεξιοτήτων είναι (με δύο εξαιρέσεις) ή πτωτικές ή απόλυτα βαλτωμένες και σταθερά κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.