Εκλογές ΗΠΑ: Οι προσωπικές κόντρες «κάλυψαν» τα σημαντικά


Το πανδαιμόνιο μιας ...


μαραθώνιας προεκλογικής αντιπαράθεσης όπου κυριάρχησαν σεξοϊστορίες, σκανδαλολογία και βιτριολικές, προσωπικού χαρακτήρα επιθέσεις δεν επέτρεψε να αναδειχθούν οι σοβαρές προγραμματικές διαφορές Κλίντον - Τραμπ γύρω από τα καυτά προβλήματα που ενδιαφέρουν τους Αμερικανούς πολίτες και όλο τον κόσμο.

Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, η πρώην υπουργός Εξωτερικών υπερασπίστηκε την ανάγκη ενίσχυσης του ΝΑΤΟ ως βασικού μηχανισμού ανάσχεσης της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η Χίλαρι Κλίντον τάχθηκε υπέρ μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Συρία, κάτι που θα μπορούσε να φέρει τις ΗΠΑ σε έντονη αντιπαράθεση με τη Ρωσία. 

Διαμετρικά αντίθετη ήταν η θέση του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δεν δίστασε να κατηγορήσει τη Δημοκρατική ανθυποψήφιά του ότι είναι ικανή να προκαλέσει «τρίτο παγκόσμιο πόλεμο» με τους Ρώσους. 

Ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος τάχθηκε υπέρ της συνεργασίας με τη Ρωσία εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και γενικότερα υπέρ της συνεννόησης με τη Μόσχα, υπό το πρίσμα μιας γραμμής νεοαπομονωτισμού, με μείωση της αμερικανικής ανάμειξης στη Μέση Ανατολή. 

Στο ίδιο πνεύμα, ο Ντόναλντ Τραμπ αμφισβήτησε την αξία χρήσης του ΝΑΤΟ, συναρτώντας τη βοήθεια των ΗΠΑ προς τους συμμάχους τους από την αύξηση της συμμετοχής τους στις δαπάνες για τη συντήρηση της Ατλαντικής Συμμαχίας, η οποία, κατά τη γνώμη του, οφείλει να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της ισλαμικής τρομοκρατίας και της λαθρομετανάστευσης.

Μία από τις κεντρικές υποσχέσεις του Τραμπ ήταν ότι θα αναθεωρήσει τις υφιστάμενες συμφωνίες διεθνούς εμπορίου, όπως η NAFTA, και θα αντιταχθεί σε άλλες που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση, όπως η διατλαντική ΤΤΙΡ, θεωρώντας ότι η παγκοσμιοποίηση μεταφράζεται σε απώλεια θέσεων εργασίας και αύξηση των μεταναστευτικών ροών. Η Χίλαρι Κλίντον αρνείται να τεθεί ζήτημα επανεξέτασης της NAFTA, που επικυρώθηκε επί προεδρίας του συζύγου της, ενώ τοποθετήθηκε εναντίον της διατλαντικής συμφωνίας στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.

Στο πεδίο της οικονομίας, η Χίλαρι Κλίντον, υπό την πίεση του Μπέρνι Σάντερς, τάχθηκε υπέρ της γενναίας αύξησης του κατώτατου ημερομισθίου από 7,25 σε 12 δολάρια (ο Τραμπ προτείνει αύξηση σε 10 δολάρια) και της αύξησης του φορολογικού συντελεστή όσων κερδίζουν πάνω από 2 εκατ. δολάρια τον χρόνο στο 30%. 

Αντιθέτως, ο Τραμπ προτείνει μείωση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή από 39% σε 33% και του φόρου στα επιχειρηματικά κέρδη από 30% σε 15%. Οι δύο υποψήφιοι ταυτίζονται στην προτεραιότητα που δίνουν αναφορικά με την αναστήλωση των υποδομών, ώστε να δοθεί ώθηση στην παραγωγικότητα, που εμφανίζει, καιρό τώρα, συμπτώματα στασιμότητας.

Πιο έντονη είναι η σύγκρουση των δύο προγραμμάτων στα κοινωνικά θέματα. Παρότι ο Τραμπ είχε τα προηγούμενα χρόνια μάλλον φιλελεύθερες θέσεις σε πολλά από αυτά, σύρθηκε να υιοθετήσει τις πιο συντηρητικές επιλογές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αναφορικά με τις αμβλώσεις και την οπλοκατοχή. 

Επιπλέον, δεσμεύθηκε να καταργήσει τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση της προεδρίας Ομπάμα, στο πεδίο της ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης. Μετωπική είναι η σύγκρουσή του με την Κλίντον στο θέμα της μετανάστευσης, όπου υποστήριξε τη γνωστή πρόταση για οικοδόμηση τείχους, μήκους 1.600 χιλιομέτρων, στα σύνορα με το Μεξικό – θέση που μπορεί να τον βοήθησε να κερδίσει το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ενδέχεται όμως να του κόστισε ακριβά στην καθοριστική μάχη για την προεδρία.