Οι τρεις καταλύτες ανόδου στο ελληνικό χρηματιστήριο


Του Βασίλη Γεώργα

Στη μεγάλη πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ...








ομολόγων, τη δρομολογούμενη μείωση του ενεργειακού κόστους και τη διαπίστωση ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών είναι απολύτως «ελεγχόμενες» εδράζεται το νέο ανοδικό κύμα στο χρηματιστήριο, που πλέον οδηγεί τον Γενικό Δείκτη πάνω από τις 1.300 μονάδες και σε υψηλά 32 μηνών, με επόμενο στόχο τη ζώνη των 1.400-1500 μονάδων.

Οι συνεδριάσεις της περασμένης εβδομάδας, ειδικά μετά τα χαμηλά της Δευτέρας- Τρίτης και τη σημαντική αύξηση του τζίρου που οφείλεται σε μπαράζ εισροών ξένων κεφαλαίων, απέφεραν κέρδη άνω του 7% σε επίπεδο Γενικού Δείκτη (+4,8% σε εβδομαδιαία βάση), στρώνοντας το δρόμο στην αγορά να κινηθεί άμεσα σε υψηλότερα επίπεδα.

Ο Φεβρουάριος που έκλεισε με κέρδη 11,34% για την αγορά της Αθήνας αποτελεί τον πέμπτο συνεχόμενο μήνα που Γενικός Δείκτης κινείται πάνω από τον κινητό μέσο όρο των 30 ημερών, έναν δείκτη οδηγό για τη μακροπρόθεσμη ανοδική τάση.

Η αισθητή αποκλιμάκωση των αποδόσεων στα δεκαετή ομόλογα που πλέον φλερτάρουν έντονα με τα επίπεδα του 7% έχοντας επιστρέψει σε προ μνημονίου επίπεδα (χαμηλά 5,5 ετών στο 6,9%) αποτελούν ίσως τον σημαντικότερο λόγο που βλέπουμε το Χ.Α να κινείται εκ νέου έντονα ανοδικά, καθώς σύμφωνα με αναλυτές, το ρίσκο χώρας δείχνει να μειώνεται αισθητά, το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις να γίνεται θεωρητικά φτηνότερο και η μέρα που το ελληνικό δημόσιο θα επιχειρήσει να βγει στις αγορές για να δανειστεί λεφτά για «τα μάτια του κόσμου», να έρχεται όλο και πιο κοντά, με τον σχεδιασμό για μια ελεγχόμενη έκδοση ομολόγων να μετατοπίζεται χρονικά για πριν τις ευρωεκλογές.

 Η προσδοκία αυτή αποτυπώνεται εύγλωττα στη χρηματιστηριακή αγορά και οι επιπτώσεις στο ταμπλό θα είναι ακόμη μεγαλύτερες σύμφωνα με αναλυτές, αν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες για φτηνές εκδόσεις νέων ομολογιακών δανείων από μεγάλες εισηγμένες με χαμηλά επιτόκια γύρω στο 6%.

Την ίδια στιγμή οι συντονισμένες ενέργειες που λαμβάνουν χώρα στο μέτωπο μείωσης του ενεργειακού κόστους για τις ελληνικές επιχειρήσεις και ειδικότερα τη βιομηχανία, ενισχύουν τις προσδοκίες για αισθητή βελτίωση των λειτουργικών επιδόσεων μιας σειράς εταιρειών της πραγματικής οικονομίας στις οποίες στηρίζεται το όραμα της οικονομικής ανάκαμψης.

 Η μείωση των τιμών του φυσικού αερίου κατά 10-12% για τη βιομηχανία, το «πακέτο» των μέτρων ύψους 150 εκατ. ευρώ μέσω των συμβάσεων «διακοψιμότητας, την εφαρμογή της «αντιστάθμισης», το ψαλίδισμα των περιθωρίων κέρδους της ΔΕΠΑ, κ.α, καθώς και η συναίνεση του Δημοσίου ως μεγαλομετόχου της ΔΕΗ να περικόψει κατά 15-20% το κόστος ηλεκτροδότησης των ενεργοβόρων βιομηχανιών, συνθέτουν ένα πακέτο εκπτώσεων που φτάνει το 30-35% για τις επιχειρήσεις σε σχέση με το σημερινό τους κόστος, που αναμένεται ότι θα αποτυπωθεί άμεσα στα λειτουργικά και καθαρά αποτελέσματα τους.

Μεγάλες εταιρείες όπως η ΔΕΗ, η Μυτιληναίος, οι θυγατρικές του ομίλου Βιοχάλκο, η Coca Cola, ο Τιτάνας, και πολλές ακόμη μικρότερες και μεσαίες βιομηχανικές-μετατποιητικές επιχειρήσεις, εκτιμάται ότι ευνοούνται με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ εφόσον εφαρμοστούν τα μέτρα, με την αγορά να σπεύδει να ενσωματώσει το οικονομικά οφέλη στις σημερινές αποτιμήσεις του ταμπλό.

Απομένει το μεγάλο «κούρεμα» στις αποδόσεις των φωτοβολταϊκών που αναμένεται να περάσει με νομοσχέδιο μέσα στον Μάρτιο-Απρίλιο προκειμένου το ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα να υποχωρήσει δραστικά, να αρχίσουν να αποπληρώνονται ανεξόφλητοι λογαριασμοί από και προς τη ΔΕΗ ,  και να αρχίσει να κλείνει σταδιακά η τρύπα του ΛΑΓΗΕ από τον ειδικό λογαριασμό ΑΠΕ.

 Ο τρίτος καταλύτης για την αγορά είναι οι τράπεζες και η εκτίμηση πως οι κεφαλαιακές ανάγκες που τελικά θα προκύψουν από τα stress test όταν αυτά τελικά ανακοινωθούν προς τα τέλη της επόμενης εβδομάδας, δεν θα υπερβαίνουν κατά πολύ τα 5,5-6 δις. ευρώ που έχει προεξοφλήσει η αγορά.

 Στη χειρότερη περίπτωση, όπως αφήνεται να διαρρεύσει, οι ανάγκες δεν θα υπερβαίνουν τα 7,5-8 δις. ευρώ εφόσον τελικά υιοθετηθεί το αυστηρότερο σενάριο για σχηματισμό επιπλέον προβλέψεων ως προς τις μελλοντικές επισφάλειες, με την Εθνική να βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση. Εδώ και περίπου πέντε μήνες ο τραπεζικός κλάδος προσφέρει διακυμάνσεις αλλά όχι «αποδόσεις» καθώς οι τιμές παραμένουν εγκλωβισμένες σε ένα συγκεκριμένο εύρος διακύμανσης +/-20% από τις 165 μέχρι τις 211 μονάδες, που δίνει μεν δυνατότητα για trading ή και για χτίσιμο θέσεων, αλλά δεν ακολουθεί τις  άλλες βασικές μετοχές μεγάλης κεφαλαιοποίησης στην πορεία καταγραφής νεότερων υψηλών.

 Διαγραμματικά και μόνο, μια ανοδική κίνηση μεγαλύτερη του 2-3% από τα τρέχοντα επίπεδα και υπέρβαση της ζώνης των 200-205 μονάδων θα διαφοροποιούσε αισθητά την εικόνα του τραπεζικού δείκτη ανοίγοντας τον δρόμο για υψηλότερα επίπεδα τιμών.


Πηγή:www.capital.gr