Η Αλκμήνη είναι μια από τις ...
πιο γνωστές μορφές της ελληνικής μυθολογίας, κυρίως ως μητέρα του Ηρακλή.
Καταγόταν από το γένος του Περσέα και ήταν κόρη του Ηλεκτρύωνα και της Αναξώς. Μεγάλωσε μαζί με εννέα αδέλφια, που όμως "έφυγαν" νωρίς.
Ο πατέρας της την αρραβώνιασε με τον θείο της, Αμφιτρύωνα, υπό τον όρο ότι εκείνος θα εκδικηθεί για την απώλεια των αδελφών της και την αφαίρεση των κοπαδιών τους.
Σε μια εκδοχή, η Αλκμήνη τον ακολούθησε στη Θήβα μετά την ακούσια εξόντωση του πατέρα της από τον Αμφιτρύωνα, και του υποσχέθηκε να τον παντρευτεί μόνο αν επέστρεφε νικητής από την εκστρατεία κατά των Τηλεβόων.
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Αμφιτρύωνα, ο Δίας, μαγεμένος από την ομορφιά και την αρετή της, μεταμορφώθηκε σε Αμφιτρύωνα και ενώθηκε μαζί της.
Μάλιστα, ζήτησε από τον Ήλιο να μη βγει για τρεις νύχτες ώστε να παρατείνει τη νύχτα του γάμου τους – γι’ αυτό και ο Ηρακλής αποκαλείται «τριέσπερος» ή «τρισέληνος».
Όταν ο πραγματικός Αμφιτρύωνας γύρισε, η Αλκμήνη δεν τον υποδέχτηκε θερμά και φανέρωσε ότι γνώριζε λεπτομέρειες της εκστρατείας του.
Από το μαντείο και τον μάντη Τειρεσία έμαθε ότι η Αλκμήνη είχε ενωθεί με τον Δία, γεγονός που εξόργισε τον Αμφιτρύωνα τόσο ώστε θέλησε να την τιμωρήσει.
Ο Δίας όμως έσβησε τη φωτιά με κατακλυσμιαία βροχή, κάνοντας τον Αμφιτρύωνα να την συγχωρήσει.
Η Αλκμήνη γέννησε δίδυμα: τον Ηρακλή (γιό του Δία) και τον Ιφικλή (γιό του Αμφιτρύωνα).
Από ζήλια, η Ήρα καθυστέρησε τον τοκετό της ώστε πρώτος να γεννηθεί ο Ευρυσθέας, απόγονος του Σθένελου, ο οποίος και πήρε τον θρόνο των Μυκηνών όπως είχε ορκιστεί ο Δίας.
Έτσι ο Ηρακλής βρέθηκε υπηρέτης του Ευρυσθέα και ανέλαβε τους διάσημους άθλους του.
Μετά την ολοκλήρωση των άθλων του Ηρακλή, η Αλκμήνη προσπάθησε να επιστρέψει μαζί του στην Τίρυνθα αλλά εμποδίστηκε από τον Ευρυσθέα.
Κατέφυγε με τα εγγόνια της στην Αθήνα, η οποία αρνήθηκε να τους παραδώσει, προκαλώντας πόλεμο που κέρδισε η Αθήνα.
Στα γεράματά της, μετά τον θάνατο του Αμφιτρύωνα που "έφυγε" πολεμώντας πλάι στον Ηρακλή, η Αλκμήνη λέγεται ότι παντρεύτηκε τον Ραδάμανθυ, τον γιο του Δία, που ζούσε εξόριστος στη Βοιωτία.
Υπάρχουν διάφορες παραδόσεις για τον θάνατο και την τύχη της: άλλες λένε πως τάφηκε στην Αλίαρτο της Βοιωτίας μαζί με τον Ραδάμανθυ και τον μάντη Τειρεσία· άλλες ότι ο Ερμής, με εντολή του Δία, έκλεψε το σώμα της και το πήγε στο Νησί των Μακάρων, όπου παντρεύτηκε ξανά τον Ραδάμανθυ, κριτή του Κάτω Κόσμου.
Στη θέση του σώματός της στον χώρο απόθεσής του, οι θεοί έβαλαν μια πέτρα που λατρευόταν στο ηρώο της στη Θήβα.
Ακόμη και στα ρωμαϊκά χρόνια, οι ταξιδιώτες μπορούσαν να δουν στη Βοιωτία τα ερείπια του παλατιού όπου ζούσε με τον Αμφιτρύωνα – ένα έργο που αποδιδόταν στους μυθικούς αρχιτέκτονες Τροφώνιο και Αγαμήδη.
Η Αλκμήνη, παρά τις δοκιμασίες και τις τραγωδίες της ζωής της, λατρεύτηκε ως πρότυπο μητρικής αγάπης και αρετής – αλλά και ως γυναίκα που υπήρξε κρίσιμος κρίκος στη μοίρα του μεγαλύτερου ήρωα της ελληνικής μυθολογίας.