Στα επίπεδα των ...
870 έως 880 ευρώ αναμένεται να διαμορφωθεί ο νέος κατώτατος μισθός ο οποίος και θα εφαρμοστεί για έναν μεγάλο αριθμό εργαζομένων από την 1η Απριλίου.
Η επισημοποίηση της αύξησης εκτιμάται ότι έχει πραγματοποιηθεί έως και τις 21 Μαρτίου.
Η αύξηση των 50 ευρώ, αν και θεωρείται θετική από την κυβέρνηση, φαίνεται να είναι περιορισμένη σε σχέση με τις αυξημένες ανάγκες των εργαζομένων λόγω της αυξανόμενης ακρίβειας και του πληθωρισμού.
Η απόφαση αυτή έρχεται σε μια περίοδο όπου η αγοραστική δύναμη των πολιτών έχει περιοριστεί και οι συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων έχουν επιδεινωθεί, με το κόστος ζωής να είναι σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Επομένως, η εν λόγω αύξηση των 50 ευρώ κρίνεται από πολλούς ως ανεπαρκής για την πραγματική κάλυψη των καθημερινών αναγκών των εργαζομένων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει μια πιο συντηρητική προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αυξηθεί μόνο κατά 3%, με το επιχείρημα ότι οποιαδήποτε υπερβολική αύξηση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και τη σταθερότητα των τιμών.
Η Τράπεζα θεωρεί ότι η διατήρηση της οικονομικής ισορροπίας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι προτεραιότητα και ότι οι υπερβολικές αυξήσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε αύξηση της ανεργίας και σε επιπλέον δυσκολίες για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Παρόλο που η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος αναγνωρίζει τις αυξημένες ανάγκες των εργαζομένων, η στάση της κρίνεται αρκετά περιοριστική, καθώς δεν ανταποκρίνεται στις κοινωνικές πιέσεις για μια ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.
Αντίστοιχα, ο ΣΕΒ προτείνει αύξηση 3%, υπογραμμίζοντας τη σημασία της διατήρησης της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας. Ο ΣΕΒ τονίζει ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι ήδη σχετικά υψηλοί σε σχέση με την παραγωγικότητα, και ότι μια υπερβολική αύξηση θα μπορούσε να πλήξει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων στην παγκόσμια αγορά.
Η πρόταση αυτή, λοιπόν, εστιάζει στη διασφάλιση των επιχειρηματικών συμφερόντων, παραμελώντας την ανάγκη για μεγαλύτερη ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν αυξανόμενη οικονομική πίεση.
Η ΓΣΕΕ, από την άλλη πλευρά, ζητά αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10%, τονίζοντας ότι το σημερινό επίπεδο του μισθού είναι ανεπαρκές για να καλύψει τις βασικές ανάγκες των εργαζομένων, ειδικά όταν οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών συνεχώς αυξάνονται.
Η ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι το επίπεδο του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που επιδεινώνει τις κοινωνικές ανισότητες και καθιστά τις συνθήκες διαβίωσης εξαιρετικά δύσκολες για μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Η πρόταση αυτή, λοιπόν, επιδιώκει μια ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών των εργαζομένων, με στόχο την ενίσχυση της αγοραστικής τους δύναμης και την ανακούφιση των χαμηλόμισθων από τις πιέσεις του πληθωρισμού.
Αντίστοιχα, η ΑΔΕΔΥ προτείνει αύξηση 8%, θεωρώντας ότι μια τέτοια αύξηση θα συμβάλλει στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων στον Δημόσιο τομέα. Η ΑΔΕΔΥ επισημαίνει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι σημαντική για την αναβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και για τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων που υπάρχουν στον τομέα των δημοσίων υπηρεσιών. Η πρόταση αυτή αποσκοπεί στην αναγνώριση των αυξανόμενων αναγκών των δημοσίων υπαλλήλων και στην ενίσχυση της συνοχής του κοινωνικού ιστού.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επισημάνει την ανάγκη να αυξηθεί το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από κλαδικές συμβάσεις εργασίας στην Ελλάδα, το οποίο ανέρχεται μόλις στο 26%.
Σύμφωνα με την Ε.Ε., το ιδανικό ποσοστό θα έπρεπε να φτάσει το 80%, προκειμένου να διασφαλιστεί η καλύτερη προστασία των εργαζομένων και να ενισχυθεί η διαπραγματευτική τους δύναμη.
Η Ε.Ε. τονίζει ότι η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων είναι κρίσιμη για την εξασφάλιση δίκαιων εργασιακών συνθηκών και την αποφυγή των ανισοτήτων στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, η εφαρμογή των κλαδικών συμβάσεων εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολιτικές αντιστάσεις και αβεβαιότητες, γεγονός που καθιστά την επίτευξη αυτού του στόχου αβέβαιο.
Όσον αφορά το μεσοπρόθεσμο σχέδιο της κυβέρνησης για τον κατώτατο μισθό, το οποίο προβλέπει την αύξηση του στα 950 ευρώ μέχρι το 2027, οι προοπτικές για την εφαρμογή του παραμένουν αμφίβολες.
Η επίτευξη αυτού του στόχου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ενίσχυση των κλαδικών συμβάσεων και την ευρύτερη εφαρμογή τους. Αυτό δημιουργεί αμφιβολίες για την πραγματική εφαρμογή του προγράμματος, δεδομένων των πολιτικών αντιπαραθέσεων και των καθυστερήσεων που υπάρχουν στην ελληνική αγορά εργασίας.
Ωστόσο, παρά τις προτάσεις και τις προσπάθειες για αύξηση του κατώτατου μισθού, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει έναν από τους χαμηλότερους κατώτατους μισθούς στην Ευρώπη.