Του Χρήστου Γκουγκουρέλα *
Η αναμονή ...
τελείωσε. Μάθαμε, επιτέλους, ποιον τελικά προτείνει για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα ο Πρωθυπουργός. Και "με τη βούλα’", λοιπόν, ο νυν Πρόεδρος της Βουλής, κ. Κωνσταντίνος Τασούλας, θα είναι υποψήφιος και οσονούπω μάλλον και ο νέος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΠτΔ).
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από το πώς ‘‘εισπράττει’’ και αξιολογεί κάποιος τη συγκεκριμένη επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, προσωπικά θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τα, κατ’ εμέ, δεδομένα που συνυπάρχουν, αντιθετικά και αντικρουόμενα, με τα ‘‘παράδοξα’’ αυτής της ιστορίας.
Καταρχάς, δεδομένο είναι – και δη δεδομένο που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς - ότι εδώ και 45 χρόνια έχει δημιουργηθεί και εφαρμόζεται χωρίς εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις στο πολιτικό πεδίο μια πάγια συνταγματική παράδοση που εκπορεύεται από τη λειτουργική αποστολή του ίδιου του θεσμικού ρόλου του ΠτΔ, μια συνταγματική παράδοση σύμφωνα με την οποία ο ανώτατος πολιτειακός άρχοντας της χώρας πρέπει να συμβολίζει την ενότητα του έθνους και να είναι πρόσωπο της όσο το δυνατόν ευρύτερης συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων αλλά και όσο το δυνατόν περισσότερο υπερκομματικά αποδεκτός.
Έτσι και για αυτόν τον λόγο, επιλεγόταν πάντοτε για τη θέση του (τη θέση του ΠτΔ) ένα πρόσωπο που ακόμη και αν υπήρξε πολιτικός, τη δεδομένη περίοδο της εκλογής του δεν είχε σχέση με την εν ενεργεία πολιτική.
Όντως, η απλή και μόνο επισκόπηση του παρελθόντος αποδεικνύει του λόγου το ακριβές: Η κ. Σακελλαροπούλου (2020-2025) υπήρξε ανώτατη δικαστικός, ο κ. Παυλόπουλος (2015-2020) είχε σταματήσει να εκλέγεται βουλευτής της Α’ Αθηνών το 2014, ο κ. Παπούλιας (2005-2015) είχε τερματίσει την κοινοβουλευτική του παρουσία το 2004, ο κ. Στεφανόπουλος (1995-2005) τελευταία φορά που είχε εκλεγεί βουλευτής ήταν στις εκλογές του Ιουνίου του 1989, ο κ. Καραμανλής (1980-1985 και 1990-1995) είχε παύσει να είναι Πρωθυπουργός το 1980 και ο κ. Σαρτζετάκης (1985-1990) υπήρξε ανώτατος δικαστικός.
Οφείλω, εντούτοις, να επισημάνω ότι ο κ. Μιχαήλ Στασινόπουλος που μετά την καθιέρωση με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου του 1974 της κοινοβουλευτικής (αβασίλευτης) Δημοκρατίας, ως οριστικού πολιτεύματος της χώρας, διετέλεσε προσωρινός ΠτΔ από τις 18-12-1974 έως τις 20-6-1975, είχε εκλεγεί βουλευτής Επικρατείας με το κόμμα της ΝΔ στις βουλευτικές εκλογές της 17ης Νοεμβρίου του 1974.
Και επίσης ότι ο κ. Κωνσταντίνος Τσάτσος, που εξελέγη ΠτΔ στις 20-6-1975 και κατείχε τον προεδρικό θώκο μέχρι τον Μάιο του 1980, είχε κι αυτός εκλεγεί βουλευτής Επικρατείας με τη ΝΔ στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1974.
Ωστόσο, οι ανωτέρω ‘‘εν ενεργεία’’ πολιτικοί εξελέγησαν στο αξίωμα του ΠτΔ σε μια δεδομένα (ιστορικο-πολιτική) συγκυρία ‘‘πολιτειακής μεταβατικότητας’’, δηλαδή σε μια περίοδο άκρως ‘‘ειδικών συνθηκών’’ που απαιτούσαν την ομαλοποίηση του πολιτικού βίου της χώρας και την εν τοις πράγμασι παγίωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η θητεία, επομένως, των δύο πρώτων ΠτΔ της Μεταπολίτευσης, λαμβάνουσα χώρα de facto σε ένα πρώιμο και ιστορικά διακριτό στάδιο του θεσμού, ήτοι σε μια χρονική φάση πριν καν ξεκινήσει και τελικά καθιερωθεί η άνω πάγια συνταγματική κουλτούρα, δεν αναιρεί σε τίποτε – αντιθέτως, κατά την άποψή μου, αναδεικνύει - τον παραπάνω εθιμικό και ‘‘βαθιά ριζωμένο’’ ‘‘κανόνα’’ του πολιτεύματός μας.
Παραδόξως, όμως, η παραπάνω σταθερά της πολιτειακής μας παράδοσης ‘‘έσπασε’’ με την επιλογή του κ. Τασούλα, που ήταν όχι μόνο εν ενεργεία πολιτικός αλλά και Πρόεδρος της Βουλής. ‘‘Καταγράφεται’’, συνεπώς, με απόφαση και ευθύνη του νυν Πρωθυπουργού, στη σύγχρονη ελληνική πολιτειολογία ένα (αν όχι πρωτοφανές, σίγουρα πάντως) σπάνιο, συγκυριακού εξαιρετισμού, φαινόμενο που παράγει ‘‘ιστορική ρωγμή’’ στην πρυτανεύσασα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης συνταγματική ‘‘πυρηνική’’ λογική, στη λογική δηλαδή ότι προκειμένου να ενώνει και να μην εξάπτει τα πάθη, τα κοινωνικό-πολιτικά, και προκειμένου να αποτελεί ‘‘ρυθμιστή του πολιτεύματος’’, όπως το Σύνταγμα ορίζει, ο ΠτΔ δεν θα έπρεπε να είναι εν ενεργεία πολιτικός αλλά μάλλον μια προσωπικότητα που μπορεί μεν να διέπρεψε κάποτε στον χώρο της πολιτικής και δη ασφαλώς με τη συμμετοχή και δράση του σε συγκεκριμένο κόμμα αλλά εξάπαντος μετά το πέρας της καριέρας του στην ενεργό πολιτική, φέροντας, ως προσωπική ‘‘προίκα’’ του, την ευρύτερη ακτινοβολία του, επιλέγεται και έρχεται να ‘‘ενώσει’’ όλους τους Έλληνες.
Είναι, επίσης, δεδομένο ότι στο κατάλληλο ‘‘forum’’ και στο πρέπον ‘‘timing’’, ήτοι στη Βουλή κατά την ομιλία του τον Νοέμβριο του 2019 για την αναθεώρηση του Συντάγματος, όντας τότε μόλις λίγους μήνες Πρωθυπουργός της χώρας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ‘‘κτίζοντας’’ προφανώς το προφίλ του ‘‘θεσμικού πολιτικού’’, ως θα έπραττε ένας σωστός και κανονικός ‘‘θεσμικός πολιτικός’’, είχε μεγαλοφώνως πει τα εξής (ίδετε παρακαλώ στη σελίδα https://www.primeminister.gr/2019/11/25/22622):
‘‘Η πρόταση που υποβάλαμε (εννοεί ως ΝΔ) ήταν σαφής και καθαρή. Θα ισχύσει η υφιστάμενη διάταξη (εννοεί για την εκλογή του ΠτΔ), που αρχικά και επαναλαμβανόμενα αναζητεί μεγάλες συνθέσεις. Εν τέλει, καταλήγει στην απλή πλειοψηφία, αφαιρώντας τη μεσολάβηση εκλογών.
Βέβαια είναι και παράξενο, κ. Τσίπρα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο οποίος μπορεί να εκλεγεί από τη Βουλή με αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία – αυτό δηλαδή που όλοι επιθυμούμε – να έχει τελικά λιγότερη πολιτική νομιμοποίηση από έναν Πρόεδρο ο οποίος δεν θα έχει εκλεγεί με αυξημένη συναίνεση από τη Βουλή.
Αυτή είναι η πρόταση την οποία εισηγούμαστε στη Βουλή και είναι αυτονόητο ότι η συνταγματική πρόβλεψη για τελική εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία δεν αναιρεί, το επαναλαμβάνω, δεν αναιρεί την πολιτική ευθύνη της εκάστοτε πλειοψηφίας να αναζητεί πρόσωπο το οποίο θα εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση.
Η πρότασή σας (εννοεί τον Αλέξη Τσίπρα) καταρχάς – εάν ψηφιζόταν – θα ήταν συνταγματικά τελείως έωλη…Θα προκαλούσε σοβαρότατες τριβές στο δικό μας πολίτευμα. Διότι, μην έχουμε καμία αμφιβολία, σε αυτήν την περίπτωση ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα καθίστατο πρόσωπο με κομματική ταυτότητα. Η εκλογή του δεν μπορεί να είναι μέρος της πολιτικής ατζέντας αυτών που τον προτείνουν’’.
Παραδόξως, όμως, και παρά τα τότε, τα ‘‘θεσμικά’’ ή ‘‘φιλοθεσμικά’’, τα λόγια τα μεγάλα, αν και στο επίπεδο της ‘‘πολιτειακής δεοντολογίας’’ και του ‘‘καθώς πρέπει συνταγματισμού’’, αναγνώρισε την ανάγκη ο ΠτΔ να είναι ένα πρόσωπο ‘‘το οποίο θα εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση’’, ότι πρέπει, άρα, να εκλέγεται με ‘‘αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία’’, ότι η εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία έχει πολιτική ευθύνη στο να αναζητεί αυτήν την ευρύτερη συναίνεση και ότι ‘‘θα προκαλούσε σοβαρότατες τριβές στο δικό μας πολίτευμα’’ ένας ΠτΔ με ‘‘κομματική ταυτότητα’’, λίγα χρόνια μετά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ποιώντας στροφή 180ο και αφήνοντας στην άκρη τη ‘‘θεσμικότητα’’, έκανε μια ‘‘στενά κομματική’’ επιλογή για το πρόσωπο του ΠτΔ, προτείνοντας την υποψηφιότητα ενός ‘‘κομματικά σκληροπυρηνικού’’ και εν ενεργεία, πάντως, πολιτικού.
Αυτή δε η φανερή, ακόμη και σε μικρό παιδί, αντίφαση και ολοκληρωτική αντίθεση ανάμεσα σε αυτά που έλεγε το 2019, στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, και στη συγκεκριμένη, τωρινή επιλογή του, συνιστά μια εξόφθαλμη, μια ‘‘καραμπινάτη’’ πολιτική του μεταστροφή και ασυνέπεια.
Με δεδομένα τα παραπάνω όμως, το προκύπτον ερώτημα είναι το πώς εξηγούνται πολιτικά τα άνω ‘‘συντρέχοντα παράδοξα’’. Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος την κατάσταση στην οποία βρέθηκε και βρίσκεται ο Πρωθυπουργός. Έχοντας πορευτεί με τον γνωστό σε όλους τρόπο, αποκηρύσσοντας (σταδιακά) τη διαχρονική ιδεολογική ταυτότητα του κόμματός του και ‘‘αποκόβοντας τον ομφάλιο λώρο’’ της πολιτικής του με το ‘‘παραδοσιακό DNA’’ της παράταξης, αλλά και ελάχιστες μέρες πριν την ανακοίνωση της τελικής επιλογής του, έστω και ένεκα της συγκυρίας της απώλειας του Κώστα Σημίτη, έχοντας (ξανά) ‘‘υμνήσει’’ το ‘‘εκσυγχρονιστικό’’ ΠΑΣΟΚ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είτε επειδή το σκέφθηκε o ίδιος, είτε επειδή κάποιοι του το ‘‘σφύριξαν’’, κατάλαβε (πάντως) ότι με μια ‘‘άλλου τύπου’’ επιλογή όχι μόνο θα άνοιγε διάπλατα, στο δεξιό κοινό προπαντός, τον ‘‘δρόμο της μεγάλης φυγής’’ από το κόμμα του αλλά άμεσα θα ‘‘κινδύνευε’’ να χάσει και τη στήριξη σημαντικού μέρους της ίδιας της κοινοβουλευτικής του ομάδας και, συνεπαγωγικά, την υπέρ του ‘‘δεδηλωμένη’’ εντός της Βουλής!
Έτσι παρά ταύτα, αυτή η δεδομένα ‘‘ασφαλής’’, η φανερά και δεδομένα ‘‘safe’’ (όπως λέμε) επιλογή του, παραδόξως δεν ‘‘εκπέμπει’’ στην πραγματικότητα, όπως ίσως λογικά θα περίμενε κάποιος, πρωθυπουργική ‘‘ασφάλεια’’ και ‘‘σιγουριά’’, αλλά αναδεικνύει, έστω εμμέσως, πλην όμως σαφώς και εύληπτα, την ‘‘ανασφάλεια’’ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ο ‘‘μεταρρυθμιστής’’ Πρωθυπουργός, ο ‘‘θεσμικός’’ ηγέτης, ο πολιτικός με το ‘‘διεθνές κύρος’’, η κορυφή του ‘‘επιτελικού’’ κράτους, ο άνθρωπος που, όπως λέει αυτός και ο Economist, έφερε το 2024 την οικονομία μας, αναφορικά με τις συγκριτικές επιδόσεις της, στην πρώτη τριάδα του Κόσμου(!), ο κυρίαρχος του πολιτικού ‘‘παιχνιδιού’’, ο πιο δημοφιλής και καταλληλότερος όλων, έφτασε στο σημείο να ‘‘τρέμει’’ εν προκειμένω τις αντιδράσεις των βουλευτών του και των ψηφοφόρων. Δεν είναι (και τούτο) ‘‘παράδοξο’’;
Κάποιοι όμως που ξέρουν ‘‘πρόσωπα και πράγματα’’, δεν βρίσκουν καμία ‘‘παραδοξότητα’’ στην περίπτωση ‘‘Τασούλα’’. Όταν ο πρώην πια Πρόεδρος της Βουλής ήταν τόσο ‘‘σταθερά και αφοσιωμένα’’ ‘‘πιστός’’ στον Πρωθυπουργό, όπως λένε, όταν όχι μόνο απλώς ψήφισε αλλά στήριξε σθεναρά τον νόμο για τον γάμο των ‘‘ομόφυλων ζευγαριών’’, όταν, όπως ορισμένοι τονίζουν, ‘‘έβαλε πλάτη’’ στη συνταρακτική ‘‘υπόθεση των υποκλοπών’’, όταν, όπως ισχυρίζεται η κ. Μαρία Καρυστιανού (ίδετε https://www.koutipandoras.gr/.../karystianou-oi-5-logoi.../), ήταν αυτός που, ως Πρόεδρος της Βουλής, κρατούσε στο γραφείο του τη δικογραφία της Ευρωπαίας Εισαγγελέως για τη ‘‘σύμβαση 717’’ και τη δικογραφία για τα ‘‘Τέμπη’’ και δεν την έδωσε άμεσα, ως όφειλε, στα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, όταν κρατούσε (κατά την άνω κυρία) στο γραφείο του τις μηνύσεις που αφορούν τις ευθύνες του Υπουργείου Μεταφορών και δυο δικογραφίες κατά μελών της κυβέρνησης και δεν τις προωθούσε άμεσα στη Βουλή, όπως ορίζει το Σύνταγμα και επιβάλλει η θέση του, όταν αγνοούσε (επίσης σύμφωνα με τη ‘‘χαροκαμένη’’ μάνα) τα εξώδικα των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών και συνέπραττε στη ‘‘συγκάλυψη’’ που πανηγυρικά ‘‘επεδίωξε και πέτυχε’’ η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής και γενικά (κατά την άνω συγγενή θύματος) όταν υπέθαλπε το τεράστιο έγκλημα των Τεμπών, ‘‘βάζοντας εμπόδια’’ στην αποκάλυψη της αλήθειας ή, εν τέλει, όπως άλλοι αποκαλύπτουν (ίδετε https://x.com/Panagrod21/status/1879801074124742733/photo/1), όταν έφτασε μέχρι και στο να μεσολαβήσει ο ίδιος προσωπικά για να αγοράσει ο Πρωθυπουργός οικόπεδο στο Πάπιγκο των Ιωαννίνων, γιατί, λένε κάποιοι, είναι ‘‘παράδοξη’’ τελικά η ‘‘επιλογή Τασούλα’’ από τον Μητσοτάκη και όχι μια ‘‘τίμια ανταμοιβή’’ του.
Εσείς τι λέτε για όλα τα παραπάνω….;
* O Χρήστος Γκουγκουρέλας είναι δικηγόρος
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science